Πριν φθάσω στα βράχια του γειτονικού λόφου Κορακοβούνι (1) ή «Η» (2) στον Υμηττό, έκανα τη σκέψη να προσέξω τα ρούχα μου. Πριν όμως τελειώσω με τα πουρνάρια που εμπόδιζαν την προσέγγισή μου στα ριζά των βράχων, είχα καταφέρει να σκίσω το παντελόνι μόνο σε δύο σημεία. Όταν ξεφόρτωσα το σακκίδιο με το υλικό σκέφθηκα ότι στάθηκα τυχερός, έστω και έτσι, διότι θα μπορούσα να είμαι χωρίς παντελόνι τώρα, κάτι που δεν ξέρω πως το πήρα και έβαλα τα γέλια.
Εδώ ερχόμουν με πολύχρωμο εφαρμοστό κολάν – παντελόνι που ‘έβγαζε μάτια’ -μόνο φωτιές δεν πετούσε – για να μπορώ να σκαρφαλώνω ‘ντελικάτα’, αλλά δυστυχώς ατύχησε. Ίσως και χωρίς αυτό θα ήταν πιο ‘κραυγαλέα’ η αναρρίχησή μου, αφού μια αναρρίχηση γυμνού σώματος, κάτι σαν ‘επιστροφή στη φύση’, θα είχε ενδιαφέρον και για τους τυχαία περαστικούς, καθώς θα έβλεπαν πάνω από τα κεφάλια τους κάτι που μοιάζει με μαϊμού.

Έκανα ότι δεν ενοχλούμαι με τέτοια μικροπράγματα και άδειασα το αναρριχητικό υλικό στη βάση της ορθοπλαγιάς. Γύρισα πρόσωπο στον βράχο και την πλάτη μου περιφρονητικά στα πουρνάρια, κάτι που δεν κρύβω ότι μού έδωσε κάποια ικανοποίηση, μιας και δεν είχα άλλο τρόπο να τα τιμωρήσω. Ήμουν όμως συγκρατημένος μιας και σκέφθηκα «Ποιος ξέρει, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά». Άπλωσα το σκοινί να χαλαρώσει, κρέμασα τα καρφιά και τα καραμπίνερ δεξιά στον ιμάντα και το σφυρί στα αριστερά. Φόρεσα νωχελικά το κράνος, κάτι που υποσυνείδητα με ευχαρίστησε, διότι δεν κρύβω πως τούτο το κράνος, πέρα από την προστασία, που δίνει σε κάποια πτώση, με βοηθούσε να ξεπερνώ το κόμπλεξ μου, που δεν έχω μοτοσικλέτα! Πάντα ήθελα να έχω ένα μηχανάκι αλλά αυτό έμεινε όνειρο απραγματοποίητο. Αν μη τι άλλο, τώρα είχα το κράνος.

Φόρεσα τα ειδικά αναρριχητικά παπούτσια και έκανα όλες τις κινήσεις που έπρεπε, έτοιμος για να πετάξω πια. Αυτά τα παπούτσια θυμίζουν παπούτσια μπαλαρίνας, όπου βέβαια η μπαλαρίνα μ’ αυτά πετά αληθινά, ενώ ο αναρριχητής φρόνιμο είναι να το αποφεύγει και να μένει κολλημένος στο βράχο. Κούνησα το σώμα μου για να ακούσω όλο τον θόρυβο της πανοπλίας και φυσικά συνειδητοποίησα ότι παραήμουν φορτωμένος.
Ήθελα όμως να χρησιμοποιήσω όλα τα υλικά, που είχα και ας ήταν ο βράχος «λίγος» για όλα αυτά. Έδειχνα μια σοβαρότητα ως προς το «ύψος» του βράχου και αυτό φάνηκε να εκτιμήθηκε απ’ αυτόν. Δεν με ειρωνεύθηκε, ενώ απεναντίας βάλθηκε να παρουσιάζεται ζωηρός κι αυτός, αν κρίνω από τις πόσες φορές γλίστρησα προσπαθώντας να ψηλώσω αρχικά λίγα μέτρα.

Με όλη τη σοβαρότητα γι’ αυτό που ήθελα να κάνω και αφού δεν μ’ έβλεπε κανένας, σκαρφάλωσα όσο μπορούσα ψηλότερα και στηριζόμενος, κάρφωσα το πρώτο καρφί. Πέρασα το καραμπίνερ και στη συνέχεια έφερα το σκοινί να περάσει μέσα στην τρύπα του. Μετά συγκεντρώθηκα στα πιασίματα τα καινούργια και βγήκα στην κορυφή κοντά χωρίς να το καταλάβω καλά-καλά. Ευτυχώς που το σκοινί είχε φθάσει αλλά και να μην είχε φθάσει πάλι δεν θα έπαιζε και κανένα ρόλο.

Είχα ανέβει χωρίς ασφάλεια σχοινιού, κάτι που μέρες πριν δεν θα το επιχειρούσα. Τώρα και μόνο με την παρουσία του σχοινιού να κρέμεται από τη μέση μου είχα τραβηχτεί και είχα τελειώσει τη διαδρομή. Με όλο τον εξοπλισμό πάνω μου να με δυναστεύει, αισθανόμουν πιο δυνατός, πιο ασφαλής.
Σταγόνες χοντρές βροχής άρχισαν να πέφτουν. Κοίταξα γύρω μου και βρήκα ένα κοίλωμα στον βράχο, όπου βολεύτηκα. Οι σταγόνες τώρα χτυπούσαν στο μπροστινό μέρος του κράνους, ενώ η πλάτη μου ήταν καλυμμένη. Βρήκα έτσι την ευκαιρία να πάρω ανάσα και να σκεφθώ τι προσπαθούσα να κάνω κολημμένος στον βράχο. Είχα καταφέρει τρία περάσματα ελεύθερα ενώ εγώ ήθελα να βάλω ασφάλειες και να αρματώσω τον βράχο με σκοινιά. «Τόσο υλικό και να πάει έτσι»! Η βροχή συνέχιζε νωχελικά και το φως της ημέρας κρατούσε ακόμη. Δικαιολογήθηκα στον εαυτό μου ότι ο βράχος γλιστρούσε για να κατέβω και αφέθηκα χαλαρωτικά στην προστασία που μου πρόσφερε η θέση και στην σκέψη ότι το στέρεο έδαφος ήταν .. δέκα μέτρα κάτω απ’ τα πόδια μου. Δεν δυσκολεύτηκα να αφήσω την φαντασία μου να πετάξει….

Είμαι κολλημένος σε κάποιο λούκι, δεκάδες μέτρα ψηλά, και περιμένω τη νύχτα που έρχεται, μην μπορώντας να τελειώσω τη διαδρομή με φως ημέρας. Πρέπει να κάνω όλες εκείνες τις ενέργειες, εάν θέλω να περάσω υποφερτά τη νύχτα. Ο καιρός είναι καλός, δεν φυσάει και το φεγγάρι ‘έτυχε’ ολόγιομο. Βάζω κάμποσες ασφάλειες στον βράχο, κρεμάω το υλικό και στεριώνω το δίκτυ. Την ώρα που προσπαθώ να βολευτώ με τον υπνόσακο μου, κάποιο καρφί γλιστράει έξω απ’ το σακκίδιο, και με θόρυβο ανατριχιαστικό, χτυπάει στα τοιχώματα του βράχου παίρνοντας τον δρόμο του χάους.

Μόνο με τη σκέψη αυτή, ότι μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση του καρφιού, πάγωσα και συνήλθα. Το πρώτο που είχα να κάνω ήταν να ακουμπήσω τα χέρια μου στον βράχο και να αναγνωρίσω το στέρεο έδαφος που ήταν πίσω απ’ την πλάτη μου.

Η βροχή είχε κόψει, η χαμηλή συννεφιά προσπέρασε και ο ήλιος φάνηκε για λίγο.
Φορτώθηκα τον σάκκο με το υλικό στην πλάτη και καταρριχήθηκα τα λίγα μέτρα, αφήνοντας πίσω μου τον βράχο. Διέσχισα τα πουρνάρια και αφηρημένος αυτή την φορά ‘κέρδισα’ ένα καινούργιο σχίσιμο στο δεξιό μανίκι. Είναι απ’ εκείνα τα σκισίματα τύπου ‘γάμα’, που συμβαίνουν τη στιγμή, που ενώ το κλαδί έχει πιάσει το ρούχο, η βιασύνη και η κεκτημένη ταχύτητα του ατόμου δεν σταματά αλλά συνεχίζει. Το αποτέλεσμα είναι κάποιο ή κάποια παράθυρα μισάνοιχτα πάνω σου. Μετά γκρινιάζεις, βλαστημάς, τα βάζεις με το κλαδί, με όλα τα πουρνάρια, «γιατί μεγάλωσαν έτσι», «γιατί να είναι εκεί»!, ξεχνάς τον βράχο και τις δυσκολίες του, μέχρι που πιάνεις τον εαυτό σου καθώς χαμηλώνεις προς τα φώτα της πόλης να καμαρώνεις για όλες τις αμυχές, στουμπίσματα, γδαρσίματα και σκισίματα που αποκόμισες απ’ την περιπέτειά σου.
Τάκης Ντάσιος, 1993
Υμηττός Κορακοβούνι
«Η πίστα είναι ιδανική για αρχάριους και έχει χρησιμοποιηθεί για εκπαίδευση κυρίως από το ΣΕΟ, αλλά και από προσκόπους και αναρριχητές των γύρω περιοχών. Ο βράχος είναι καλός και το ύψος του κυμαίνεται από 3 -8 μέτρα. Οι ασφάλειες για τα περάσματα, που θέλουν σχοινί μπαίνουν σε δένδρα, μπλοκ ή γκολό.
Ιστορικό
13-11-1963 Ανοίγονται τα πρώτα περάσματα από τους Γιάννη Πανταζίδη, Φαίδωνα Γαληνό, Γιώργο Τσαμακίδη, Γιάννη Ζωγόπουλο, Κώστα Λακαφώση και Τάσο Κοτζιά. Μαζί τους είναι και η Ζωή Καπογιαννάτου που έκανε τα πρώτα της αναρριχητικά βήματα.
1966, γίνονται πολλά περάσματα από τον Παναγιώτη Μποτίνη και διάφορους αναρριχητές του Χολαργού. Επίσης στα τέλη της ίδιας χρονιάς οι Ιάσωνας Χατζηδίνας και Κατερίνα Γκέκα ανοίγουν μερικά καινούργια.
1985, οργάνωση της πίστας από τους Βασίλη Χατζηρβασάνη, Τριαντάφυλλο Αδαμακόπουλο και Πηνελόπη Ματσούκα.
1988-89, ο Φαέθων Στάθης ανοίγει νέα πολύ δύσκολα περάσματα, τα δύο από αυτά με τον αδελφό του Πύρρο. (Τιτόπουλου Δημήτρη2004:117)

Παραπομπές
(1) Ο λόφος Κόρακας ή Λιθάρι ή Κορακοβούνι, ή «Η», ύψους 363 μ. βρίσκεται βόρεια και άνωθεν του ξωκλησιού της Αγίας Ελεούσας δήμου Χολαργού. Παλαιό αναρριχητικό πεδίο. Τα τελευταία χρόνια έχει εγκατασταθεί επί της κορφής του πυροφυλάκειο (πάνω απ το αναρριχητικό πεδίο), στις πλαγιές του φιλοξενεί κυψέλες, χαράξεις (λεωφόρος) πίστας moto cross, ποδηλατικές προσπάθειες, που προσπαθούν και πρόσφατα σηματοδοτήθηκε ο λόφος και ως green path No 3 για πεζοπορικές βόλτες.
(2) Λόφος «Η» πρόκειται για ονομασία που κρατάει από τα χρόνια τα παλιά, όταν στην Αγία Ελεούσα ήταν πεδίον βολής του στρατού και στις πλαγιές του λόφου είχαν στήσει με πέτρες ένα μεγάλο άσπρο «Η», για να ασκούνται στο σημάδι
Βιβλιογραφία
Νέζη Νίκου1983:τα βουνά της Αττικής, ορεογραφία, οδηγός, ελληνικό ορειβατικό λεξικό, εκδ. Τάσος Πιτσιλός
«Αναρρίχηση Κορακοβούνι Υμηττού», περιοδικό Ανάβαση, τεύχος 14, 1985
Τιτόπουλου Δημήτρη και Bailey Paul1991:Αναρρίχηση δίπλα στο σπίτι σας, οδηγός αναρρίχησης, εκδόσεις Παρασκήνιο, Αθήνα
Τιτόπουλου Δημήτρη,Bailey1996: , έκδ, ΕΟΣ Αθηνών
Πεζοπορικός Χάρτης 2002, Βόρειος Υμηττός 1: 10.000 κλίμακας, εκδ. Ανάβασης
Καλογήρου Αντώνη2003:Τα μονοπάτια του Υμηττού, σειρά περπατώντας την Ελλάδα, εκδ. pezoporia.gr
Τιτόπουλου Δημήτρη2004: Αναρρίχηση δίπλα στο σπίτι σας, εκδ. Ανάβασης και ΕΟΣ Αθηνών
Πεζοπορικός χάρτης, 2007, Βόρειος Υμηττός, 1:10.000 κλίμακας, εκδ Ανάβασης