Ήμουν ήρεμος. Δεν είχα να πιέσω τον εαυτό μου να πραγματώσει τίποτα. Ήταν μια εξόρμηση χαράς και επαφής με τα ψηλώματα και τίποτα περισσότερο, καθώς είχαμε πετύχει τον πρώτο μας στόχο, με τόσο χιόνι, που είχε το βουνό που ήταν να βγούμε ψηλά στα Μουσουνιτσιώτικα λιβάδια των Βαρδουσίων (1).

Ήμουν μέλος μιας συντροφιάς που ζητούσε την επαφή με το βουνό και αυτό μου είχε δοθεί κιόλας πλουσιοπάροχα. Ο ύπνος της νύχτας κράτησε όσο αυτός ήθελε και το ήλιος ήταν κιόλας ψηλά όταν σηκωθήκαμε.
Μεταξύ ξυπνήματος και ραχατιού, στη ζέστη του ήλιου – αφού η νύχτα ψηλά στο βουνό σε παγώνει – ακούστηκε ότι μπορούσαμε να διαλέξουμε ό,τι θέλαμε για την ημέρα που ξεκινούσε. (Όπως στον στρατό την Κυριακή που είναι για τον φαντάρο, αν δεν πέσεις πάνω στον επιλοχία). Δεν είχα κάτι το συγκεκριμένο. Υπήρχαν μόνο κάποιοι περιορισμοί στον χρόνο γενικά. Ο καιρός κρατούσε καλά και δεν έμοιαζε να ξεφεύγει. Ένοιωθα καλά και αυτό ήταν το μόνο, πού μπορούσα να εκφράσω εκείνη την ώρα.

Σπρωγμένος από τη συζήτηση απάντησα ότι θα δοκίμαζα μια κορφή από τις γύρω, στο Βόρειο συγκρότημα (2). Είχα ήδη πια υποσχεθεί στον εαυτό μου κάτι αλλά και στην συντροφιά. Τώρα δεν μπορούσα να το εγκαταλείψω. Ήταν θέμα αρχής και πιότερα για μένα μια πιστοποίηση το εάν μπορούσα. Δεν ήξερα μέχρι πού θα έφτανα αλλά ήθελα απλά να δοκιμάσω. Έριξα τα εφόδια στον σάκο και χαιρέτησα τη συντροφιά που ακόμη ψαχνόταν. Έκανα τα πρώτα βήματα και δοκίμασα το χιόνι. «Τα ίδια», σκέφθηκα, «το είδα και χθες αυτό το έργο. Σύντομα θα γίνει ‘σουπέ’, απλώς είναι νωρίς ακόμη».
Ο ήλιος ήταν δυνατός όπως και ο αγέρας που αναζητούσε το πρόσωπό μου, καθώς αυτό ήταν το μόνο «γυμνό» μέρος του σώματος μου που προσφέρονταν.

Διέγραψα μια μεγάλη κυκλική τραβέρσα για να προσεγγίσω τη βάση του μεγάλου ομαλού όγκου και γρήγορα, χωρίς να χάσω ύψος, από το ύψος της κατασκήνωσης, άρχισα να ανηφορίζω. Το πεδίο ήταν ανάμικτο. Χιόνι με ξέχιονες πέτρες και η κλίση στα μέτρα μου. Προχώρησα με κίνηση ζίκ-ζάκ κάνοντας μικρές στάσεις για ανάσες βαθιές, προσέχοντας κάθε τόσο τα περάσματα απ’ το χιόνι στα παγωμένα χόρτα που γλιστρούσαν.
Έγειρα στην κορυφή και ένας καινούργιος κόσμος ξεπρόβαλε μπροστά μου. Η βορινή πλευρά του συγκροτήματος ήταν όπως θα μπορούσε να είναι. Το χιόνι κυρίαρχο στοιχείο παντού, δίχως περιθώρια εναλλαγής. Ο αγέρας διαφορετικός και η υφή του χιονιού παγωμένη, κρυσταλλική, ονειρική, όπως σε παραμύθια.

Σταθεροποίησα τις πατημασιές μου, μέτρησα τους νέους κανόνες του παιχνιδιού και δίχως να έχω την δύναμη να σκεφθώ τον δρόμο που οδηγεί πίσω – ήταν κιόλας αργά – σημάδεψα την καινούργια μπροστά μου κορυφή.
Δοκίμασα το κράτημα του ποδιού στη νέα πορεία με αντίπαλο τον αγέρα που έδειχνε πειραγμένος από την παρουσία μου στα λημέρια του και έκανα την σκέψη να προχωρήσω. Κάλυψα την απόσταση από το πρώτο ύψωμα ενθαρρυντικά και μετά βγήκα στο λαιμό. Από τη μία έχασκε αποτομιά που ο βορινός αγέρας είχε στήσει ‘κορνίζα’ με αρκετό μήκος, και από την άλλη έπεφτε ομαλά σχηματίζοντας τη λεκάνη της Μεγάλης Χούνης.

Μέτρησα το πλάτος της κορνίζας και έκανα τα πρώτα δοκιμαστικά βήματα. Ο αγέρας άρχισε να φέρνει μαζί του παγωμένες κρυσταλλικές βελόνες που με χτυπούσαν στο ακάλυπτο πρόσωπο και έφερναν πόνο. Εύρισκαν τα ‘μήλα’ του προσώπου και έβαζαν σουβλιές – ο βελονισμός μπροστά του είναι παιχνιδάκι. Άρχισα να του γυρίζω την πλάτη αλλά έχανα χρόνο, αφού αυτός το εκμεταλλεύτηκε φυσώντας δυνατά και με έριχνε κάτω. Έπεσα αρκετές φορές και ξαναβρήκα την ισορροπία μου. Δεν μπορούσα να του φωνάξω. Ο παγωμένος αγέρας εύρισκε δίοδο στη μύτη σαρώνοντας μέσα μου, βαθιά στον λαιμό, με αποτέλεσμα να μη μπορώ να ανασάνω. Πονούσα και με είχε φέρει σε δύσκολη θέση, αφού δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Πείσμωσα…

Δεν μπορούσε να ορίσει τα πόδια μου και βάλθηκε να ορίσει τον ρυθμό μου, κάτι που έβγαινε από την ανάσα μου. Θέλησε να κάμψει την κινητήρια δύναμη.
Χαμήλωσα λιγάκι προς την μεριά της Χούνης και περιόρισα τον άνεμο. «Ίσως», σκέφθηκα, «τα ορειβατικά μπαστούνια να ήταν πιο βολικά από τα πιολέ γι’ αυτά τα κομμάτια, αλλά..». Γρήγορα έπιασα τον εαυτό νου να παραλογίζεται καθώς η προηγούμενη σκέψη ήταν λάθος και φυσικά ασφάλεια εξασφάλιζαν τα δύο piolet (ορειβατική σκαπάνη) και όχι τα πεζοπορικά μπαστούνια!
Κάθε τόσο σήκωνα τα μάτια ψηλά και αναπροσάρμοζα την πορεία μου. Όσο ανέβαινα τόσο δυνάμωνα μέσα μου. Άρχισα να παίρνω στα σοβαρά την προσπάθειά μου, τα πατήματά μου γινόντουσαν πιο σίγουρα, καθώς η ανάσα προσπαθούσε και το άτακτο πειθαρχούσε.
Μετά την πρώτη σειρά σκέψεων που φτερούγιζαν στο κεφάλι μου τρελά, άρχισαν να καταλαγιάζουν όλα. Σιγά-σιγά η απόσταση από το διάσελο του Σταυρού μεγάλωνε κάτω από τα πόδια μου και η κατασκήνωση βάσης έγινε σημείο, όπως τόσα στο γύρω πανοραμικό σκηνικό. Έμοιαζε αυτή κάτι σαν σταθερός βράχος ή μαγική εικόνα, που αν δεν ήξερε κανείς ότι ήταν ανθρώπινη παρουσία εκεί, θα το προσπερνούσε γρήγορα. «»Οι σύντροφοί μου θα με έχουν έννοια εκεί κάτω», σκέφθηκα. Ήθελα να τους μιλήσω αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Ήθελα να φωνάξω, να συμμεριστώ μαζί τους την χαρά, αλλά δεν έφτανε. Ήθελα να τους πω ότι είμαι εδώ ψηλά και συνεχίζω, ήθελα να τους πω και άλλα πολλά καθώς αυτά ερχόντουσαν χείμαρρος μέσα μου, ήθελα…

Η προσπάθεια της ανάβασης κρατούσε. Ήξερα ότι η κορυφή είναι πίσω από την πρώτη τούρλα. Μέχρι εκεί δεν είχα παρά να ανεβαίνω. Μετρίασα την ανηφόρα κάνοντας μικρές στάσεις ανάσας και ευκαιρία για συνομιλία με κάποιο παγωμένο αγριόχορτο.
«Να ένα αγριολούλουδο, που μπόρεσε να ξεφυτρώσει βιαστικά ανάμεσα σε χιόνι και βράχο και μια παγοποιημένη σύνθεση, που τέτοια χέρι ανθρώπινο δεν θα μπορούσε να σμιλέψει», σκέφθηκα.

Ο αγέρας άλλαξε. Τώρα έγινε βουητό με διαφορετικές διαθέσεις. Σήκωσα το κεφάλι και διαπίστωσα ότι έβγαινα στην πρώτη κορυφή. Το γεράκι που τη φύλαγε από ώρα χάθηκε. Η δύναμη του δυνατού παγωμένου αγέρα τόση ώρα του έδινε την χαρά να πλανάρει ακίνητο, τώρα η δική μου παρουσία στα λημέρια του, το έδιωξε. Λίγο πριν σταθεροποιηθώ στην κορυφή, έριξα μια ματιά πίσω μου. Η ανθρώπινη απουσία έντονη.

Οι πατημασιές μου ξανάγιναν σταθερές και μπήκα μετά από την διάσχιση του λαιμού στην τελική ευθεία για την ψηλή κορυφή, που έμοιαζε βελόνα στον ουρανό. Οι γύρω κορυφές έμοιαζαν χαμηλές και με χαιρετούσαν αλλιώτικα, λες και το δικό μου ψήλωμα ανέβηκε στην εκτίμησή τους.
Έβλεπα από τρεις διευθύνσεις και έπρεπε να φθάσω στην ψηλότερη κορυφή για να γίνω κυρίαρχος του ορίζοντα. Πλησίασα και ρίζωσα στα ριζά της μύτης. Ο αγέρας λυσσομανούσε. Λούφαξα αγκαλιάζοντας την κορυφή – όχι από πάθος – αλλά μην με πάρει ο αγέρας.
Ούτε να χαλαρώσω δεν προλάβαινα. Άφησα το βλέμμα να γυροφέρνει στη θάλασσα των χιονισμένων κορφών, χωρίς να μπορώ να χαρώ ή να πιστέψω που βρισκόμουν. Τα μάτια ήταν περισσότερο κλειστά και ας ήταν η δική τους στιγμή. Δεν μπορούσα να βγάλω το σάκο από την πλάτη. Έπρεπε να ελευθερώσω το αγκάλιασμα του υψομετρικού σημείου της κορυφής, για να ξεσαμαρωθώ. Ο αγέρας λύσσαξε. Τα κατάφερα να βγάλω το σακίδιο και ακουμπώντας το κάτω, έριξα το σώμα μου από πάνω, για να μην μας πάρει και τους δυο η δύναμη του αγέρα.
Η κορυφή επέβαλε τους δικούς της κανόνες. Δικαιολόγησα αυτήν την συμπεριφορά της, με την επιτυχία της δικής μου προσπάθειας, αφού γεύτηκα κάτι που δεν ήταν σίγουρο. Ακόμη πιότερα είχα κλέψει λίγες πεταχτές ματιές από το μακρινό βασίλειο, όπως ξανοιγόταν ο ορίζοντας πέρα από την κορυφή. Ζούσα σ’ ένα όνειρο, ότι έβλεπαν τα μάτια μου, που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν είναι πραγματικότης ή γέννημα της φαντασίας μου.
Όπως τα όνειρα κρατούν λίγο, έτσι και η παραμονή μου στην κορυφή δεν ήταν παρά μόνο λίγες στιγμές. Ο δρόμος της επιστροφής ήταν τώρα μπροστά.

Το μόνο που είχα να μετρήσω πια ήταν τα βήματα μου, που αργά, σταθερά πατούσαν ανάποδα στις ανοιγμένες πατημασιές. Ήταν και αυτές πιστοποιήσεις-αποδείξεις ότι κάποιος είχε περάσει.
Ο ήλιος δυνατός ψηλά στον ουρανό τώρα, θόλωνε τα πράγματα, συμμαχώντας με τον αγέρα. Αισθάνθηκα τον ήλιο στο κεφάλι και ήταν η πρώτη φορά που του έδωσα την προσοχή μου. Η μέθη της χαλάρωσης ανάκατα με την ηλίαση δεν ήταν μακριά.
Διέσχισα τη ‘γραμμή’ και βγήκα στον όγκο που έπρεπε να χαμηλώσω. Διάλεξα την κάθετη κατεβασιά σε ευθεία μέσα στο χιόνι, γιατί τα πόδια μου κρατούσαν. Βουλιάζανε βαθιά και κρατιόντουσαν σταθερά φρενάροντας στη κλίση της πλαγιάς και εγώ έφερνα το κορμό μου λίγο πίσω για να αντισταθμίζω την κλίση.
Το πρόσωπό μου είχε αρπάξει, τα χείλη είχαν ξεραθεί. Πατούσα τώρα μεθυσμένα δίνοντας μια χαλαρότητα στις κινήσεις και καθώς έχανα ύψος, ενώ έκανα συνειδητές προσπάθειες να μην αφαιρεθώ. Η κούραση είχε μεταβληθεί σε πληρότητα και η αβεβαιότητα σε υπερεκτίμηση. (Είναι γνωστές οι συνέπειες μίας ανάβασης σε κορυφή, όταν ακολουθεί χαλάρωση και απροσεξία). Πλησιάζοντας τη βάση βιαζόμουν να τελειώσω όσο πιο γρήγορα, για να μοιραστώ με τους συντρόφους μου την εμπειρία αλλά τώρα κάνοντας τα τελευταία μέτρα ευχόμουν να μην είχε τελειώσει ποτέ.

Από μακριά οι φωνές των συντρόφων μου με πρόλαβαν. Ανάκατες σκέψεις, τρελές και άλλες, αλλά τούτη τη στιγμή ξεκάθαρα ήξερα τι ήθελα. Πολύ αυθόρμητα, αγκαλιάζοντάς τους φώναξα με όση δύναμη είχα «πόσο μου λείψατε» ! και ας είχαμε αποχωριστεί λίγες μόνο ώρες πιο πριν..
Τάκης Ντάσιος, 1987
Παραπομπές
(1) Βαρδούσια, μεγάλο ορεινό συγκρότημα με αλπικό χαρακτήρα στο ΒΔ. άκρο του νομού Φωκίδας. Χωρίζεται από την Γκιώνα με το Μόρνο ποταμό. Οι κορφές του είναι γυμνές και απόκρημνες, μερικές είναι ακόμη απάτητες και σε ορισμένες η ανάβαση απαιτεί γνώσεις αναρρίχησης. Στα χαμηλά έχει δάση από έλατα, βελανιδιές και κέδρα» (Νέζη Νίκου1979: 44). «Τα Βαρδούσια είναι από τα πιο όμορφα Ελληνικά βουνά. Το σκληρό ανάγλυφο σε συνδυασμό με το μέγεθος των κορυφών τους, δίνει στον ορειβάτη την ευκαιρία να κινηθεί σ ένα άγριο, αλπικό τοπίο, γεμάτο οπτικές εκπλήξεις. Πλησιάζοντας προς το βουνό, από τα ΒΑ., το βλέπουμε να υψώνεται και να περιβάλλει τα χωριά με τις τεράστιες πλαγιές του. Το κυριότερο χωριό των Βαρδουσίων είναι η Πάνω Μουσουνίτσα (Αθανάσιος Διάκος) που λόγω της θέσης και των νέων χωματόδρομων έχει καθιερωθεί σαν το ξεκίνημα για την συνηθισμένη ανάβαση στο βουνό. Παλιότερα οι ορειβάτες συνήθιζαν να ανεβαίνουν από την Αρτοτίνα, κεφαλοχώρι της δυτικής πλευράς του βουνού. Από τα υπόλοιπα χωριά το λιγότερο άγνωστο είναι ο Κουνιάκος, στα ανατολικά της νότιας κορυφογραμμής. Τα υπόλοιπα πέντε χωριά Βοστινίτσα (Δάφνος), Κωστάριτσα (Διχώρι), Γρανίτσα (Διακόπι), Κάτω Μουσουνίτσα και Χωμήριανη (Δάφνος) (3), ζώνουν το βουνό από τα δυτικά και βόρεια. Καλά μονοπάτια ξεκινάνε κι από αυτά τα χωριά για τα αλπικά λιβάδια, αλλά σπάνια ορειβάτες φεύγουν ή καταλήγουν εδώ. Τα Βαρδούσια χωρίζονται από τις φυσικές γραμμές τους σε τρία συγκροτήματα κορφών: Το νότιο (Κόρακας, ύψ. 2.495 μ.), το Δυτικό και το βόρειο που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τα διάσελα Μετερίζια (Νότιο και Δυτικό) και Σταυρός (Νότιο και Βόρειο) και από το Καρυώτικο ρέμα (δυτικό και Βόρειο).
(2) «Βόρειο συγκρότημα, είναι ένας μεγάλος όγκος, που πέφτει απότομα προς τα δυτικά, ενώ κατηφορίζει ομαλά προς τα ανατολικά και στα βόρεια ενώνεται σχεδόν με τη Γραμμένη Οξιά, λέγεται βουνό της Χωμήριανης και η βορειότερη κορφή του λέγεται Σινάνι, ύψους 2.059 μ. «Στη ψηλότερη κορφή, το Βουνό της Χωμήριανης ανεβαίνουμε και από τη βορεινή πλευρά, από το χωριό Δάφνη (Χωμήριανη). Μονοπάτι, αρχικά μέσα σε δάσος, περνά από στάνη με ποτίστρα, στη συνέχεια ακολουθούμε ανοιχτή ρεματιά μέχρι το διάσελο με το Σινάνι και τέλος ομαλή ράχη μέχρι τη κορυφή, σε 0400ω. (Ματσούκα Πηνελόπη2009:58). Η δυτική πλευρά στο Βουνό της Χωμήριανης λέγεται Μεγάλο Ζάστανο, έχει πολλά εύκολα λούκια (40-45ο) – από τα οποία έχουν γίνει τα δύο – και ανάμεσά τους σπασμένα σπηρούνια. Γ. Μιχαηλίδης Α. Σάκαλης, Ο. Παρασκευάς, 200 m. D. No 71:Π. Ματσούκα, Τ. Αδαμακόπουλος, 300 m. 45o (50o), 04/01/1982, No 72: Β. Χατζηρβασάνη, 300 m., 45o, 04/01/1982» (Αδαμακόπουλου Τρ.1984: 17-8). «Στο βόρειο συγκρότημα ή βουνό της Χωμήριανης ανεβαίνουμε εύκολα: από το διάσελο του Σταυρού φτάνουμε σε 0200ω. στην Ανώνυμη κορυφή ύψους 2.294 μ. Εάν συνεχίσουμε επί της κορυφογραμμής προσεγγίζουμε την κορυφή Σινάνι, ύψ. 2.055 μ. Στο Σινάνι που είναι βορειότερα φτάνουμε πιο ομαλά αν από το Τυροκομείο τραβερσάρουμε τη βάση του Μεγάλου Ζάστανου και βγούμε σε χαρακτηριστικό διάσελο, ανάμεσα στο Σινάνι και τον κύριο όγκο του βουνό της Χωμήριανης, 02.00ω.»(Αδαμακόπουλου Τριαντάφυλλου1986:117,124). «Ανάμεσα στο βουνό της Χωμήριανης και της κορφής Σινάνι, στα δυτικά της κορφής Σινάνι, όπου μεσολαβεί το Μεγάλο Ζάστανο, – μιας μέτρια κλίσης ορθοπλαγιά – όπου το χειμώνα σχηματίζονται μια σειρά από όμορφα λούκια για σκαρφάλωμα» (Ματσούκα Πηνελόπη2010:99)
(3) Δάφνη έως το 1928 Εδώθε Χωμείριανη, υψόμετρο 1,120 μ. οικισμός του νομού Φθιώτιδας, στις πλαγιές της κορφής Σινάνι των Βαρδουσίων. Βρίσκεται στα ΝΔ. της Λαμίας νομού Φθιώτιδας, υπάγεται στο δήμο Υπάτης. Έως το 1977, επαρχία Φθιώτιδας, κοινότητα Δάφνης. Στα 1928 είχε 355 κατοίκους, 1940 > 313, 1951 > 96, 1961 > 68, 1971 > 37, 1981 > 78, 1991 > 99, .2011 > 104 (Σταματελάτου Μ, Βάμβα-Σταματελάτου Φ.2012: A’ τόμος 182) Στα αξιοθέατα του χωριού η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που ξεχωρίζει για το πέτρινο καμπαναριό της και ο αιωνόβιος πλάτανος στον προαύλιο χώρο. Στο χωριό τα παλιότερα χρόνια, οι κάτοικοί του ασχολιόντουσαν με την κτηνοτροφία και γεωργία, κυρίως για την αυτοσυντήρησής τους. Καλλιεργούσαν σιτάρι, καλαμπόκι, φακές, φασόλια, ρεβίθια, πατάτες, ντομάτες. Παρά τις δυσκολίες στη Δάφνη, οι λιγοστοί άνθρωποι ασχολούνται με την κτηνοτροφία (αιγοπρόβατα, βοειδή περί τα 1.000 κεφάλια, όταν πριν από μερικά χρόνια ξεπερνούσαν τα 15.000 ζώα. Στο χωριό λειτουργεί καφέ-ψησταριά τους μήνες Μάρτιο – Νοέμβριο.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Νέζη Νίκου1979: τα ελληνικά βουνά, ορεογραφία, οδηγός, Αθήνα
Σφήκα Γιώργου1980:Τα βουνά της Ελλάδας, 1η έκδ., εκδ. Ευσταθιάδης & Υιοί Α.Ε.
Αδαμακόπουλου Τ., Ματσούκα Π., Χατζηρβασάνη Β.1984: «Βαρδούσια αναφορά στις αναρριχήσεις», σ.12—19, τεύχος 10, Δεκ.-Φλεβάρης ’84,περιοδικό ΑΝΑΒΑΣΗ
Αδαμακόπουλου Τ. Χατζηρβασάνη Β. Ματσούκα Π.1986:Τα βουνά της Ρούμελης, οδηγός πεδίου για τα ελληνικά βουνά, εκδ. Πιτσιλός
Τσίπηρα Κώστα1992:στα Ελληνικά βουνά, οι 50 ωραιότερες πεζοπορικές και οικολογικές διαδρομές, σειρά πεζοπορία –ορειβασία, εκδ. Νέα Σύνορα –Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα
Τσίπηρα Κώστα1993:στα Ελληνικά βουνά (Β’ μέρος) 50 ακόμη πεζοπορικές και οικολογικές διαδρομές, εκδ. Νέα Σύνορα π Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα
Τσίπηρα Κώστα2002:Μικρές πατρίδες, 25 οδοιπορικά στο ελληνικό τοπίο, εκδ. Κοχλίας
Ρήγα Τάσου (επιμέλεια)1989:το Ευρωπαϊκό μονοπάτι υπερσυνοριακών διαδρομών, Ε4, εκδ. Ο.Ο.Ο.Σ. & Γ.Γ.Ν.Γ.
Γαλάνη Λάμπρου (Επιμέλεια):Βαρδούσια, «Βαρδούσια μονοπάτια» Αντώνη Καλογήρου, «Βαρδούσια επιλογές» Άρη Θεοδωρόπουλου, τεύχος 17, Περιηγήσεις με την ΗΜΕΡΗΣΙΑ
Γαλάνη Λάμπρου (επιμέλεια):«στη καρδιά της Ρούμελης» Αλέξανδρου Τσαντούλα, σειρά: ταξιδιωτικοί οδηγοί, τεύχος 8, στην ΗΜΕΡΗΣΙΑ Ματσούκα Π. Επιμέλεια::Ορειβασία και περιήγηση στην ορεινή Φωκίδα Γκιώνα, Βαρδούσια, Παρνασσός, Πράσινος οδηγός, εκδ. Ανάβασης
Ματσούκα Πηνελόπη1999:Στερεά Ελλάδα, 2α Βαρδούσια, οδηγός πεδίου στον ορεινό χώρο και πολιτισμό, +πλήρης αναρριχητικός οδηγός + οδηγός ορειβατικού σκι, κλίμακα 1: 40.000 εκδ. Ανάβαση
Ντρενογιάννη Γιάννη (επιμέλεια)2007:Στερεά Ελλάδα (Καρπενήσι, Αράχοβα, Άγραφα, Παρνασσός, Φωκίδα), με αυτοκίνητο, με τα πόδια, με 4Χ4 και μοτοσυκλέτα, χωρίς μυστικά, σειρά: ανακαλύψτε την Ελλάδα, Νο 9, εκδ. Υ.Τ.Α. & Ε.Ο.Τ. στα ΝΕΑ
Χάρτης Γκιώνα, Οίτη, Βαρδούσια, 1: 50.000 κλίμακας, εκδ. ΑΝΑΒΑΣΗ
Άτλας2009: Στερεά Ελλάδα, οδικός και περιηγητικός Άτλας, 1: 50.000 κλίμακας, εκδ. ΑΝΑΒΑΣΗ
Ματσούκα Πηνελόπη2010: Παρνασσός, Γκιώνα, Βαρδούσια, σειρά Όπως πετάει ο γλάρος, εκδ. Ανάβαση
Καταφύγια
Καταφύγιο ΕΟΣ Άμφισσας
Υψόμετρο 1.920, χωρητικότητα: 65 άτομα. Θέρμανση: καλοριφέρ, σόμπες, τζάκι στο καθιστικό. Κουζίνα: οργανωμένη με φαγητό. Πηγή: 5’ από το καταφύγιο. Τηλ. Καταφυγίου: 22650-62195 και 22650-62484. Υπεύθυνος καταφυγίου:Κώστας Παπαγεωργίου, τηλ. 6974824456
Καταφύγιο ΠΟΑ
Υψόμετρο 1.960 μέτρα. Χωρητικότητα: 18 άτομα. Θέρμανση: Δύο ξυλόσομπες. Πηγή: 5’ λεπτά από το καταφύγιο. Κουζίνα: πετρογκάζ –σκεύη. Πληροφορίες: Πεζοπορικός Όμιλος Αθηνών, τηλ. 210-8218401 (καθημερινά 7 -9 μ.μ.)
Όμορφο πολύ όμορφο
και μια και έχω ανέβει σκεφτόμουν την διαδρομή
σε ευχαριστώ Τάκη
Μου αρέσει!Μου αρέσει!