Στο δρόμο για τα Αντιχάσια

«Δώδεκα Ιουνίου 1950.  Ανηφορίζοντας φτάσαμε στο ύψωμα Γρηγόρη, ΒΔ. της Βερδικούσας (1), όπου και μείναμε.  Στον δρόμο ανταμώσαμε πολλούς χωριάτες που έβγαζαν έξω τα γιδοπρόβατά τους.  Μας κατάλαβαν και ρίχτηκαν στην αγκαλιά μας.  Ήταν συγκινητικό να τους βλέπεις να ‘ρχονται να μας αγκαλιάζουν, να μας φιλάν, να μας δίνουν ψωμί και ότι άλλο φαγώσιμο είχαν.  Να μας δίνουν ονόματα και παραγγελιές για τους δικούς τους αντάρτες που βρίσκονταν στις σοσιαλιστικές χώρες.

Πριν φτάσουμε στην θέση Γρηγόρη – βαδίζαμε τώρα μέρα – αριστερά μας βλέπουμε ένα χωριάτη που όργωνε με το βόδι το χωράφι του.  Στον ώμο του είχε κρεμασμένο αυτόματο.  Μας είδε, μας πέρασε για ΜΑΫδες και άρχισε να μας διηγείται τα κατορθώματά του.

-Ξέρετε ποιος είμαι;  έλεγε, είμαι ο …τάδε, μας είπε το όνομά του και έβγαλε από τις τσέπες του αποδείξεις από λίρες, που πήρε για τους αντάρτες που σκότωσε το 1947, μετά την καταστροφή του Κόζιακα. Έπαιρνε τρεις λίρες για κάθε κεφάλι αντάρτη.  Σαν κατάλαβε ποιοί είμαστε άλλαξε βιολί και δέχτηκε να μας βοηθήσει για να περάσουμε την περιοχή της Τρικοκιάς, από το ύψωμα Γρηγόρη.  Με οδηγό τον χωριάτη, φτάσαμε στο ύψωμα Γρηγόρη. (Τον οδηγό αυτόν τον χρησιμοποιήσαμε ως τις πλαγιές του Γράμμου κοντά στο χωριό Κάντσικο και Λαγκάδα, όπου βρήκε ευκαιρία και έφυγε)» (2).

1
«καθ οδόν», δια μέσω του νομού Λαρίσης

..Ο καιρός μετά από χιονόπτωση έδειχνε να μαλακώνει.  Τα μολυβένια σύννεφα, που δύο μέρες είχαν καθίσει πάνω από τα κεφάλια μας, κουράστηκαν και άρχισαν να διαλύονται.  Μετά την κυριαρχία του κάτασπρου σκηνικού των τελευταίων ημερών, που άφησε πίσω του ο καιρός, τα χρώματα έκαναν την εμφάνισή τους στον ορίζοντα και αυτές οι λεπτές χρωματιστές πινελιές άλλαξαν τη διάθεσή μας, στο τέλειωμα τούτης της ημέρας.

Στρίψαμε στο χωριό Κουτσόχερο αφήνοντας τη δημοσιά, που ενώνει την Λάρισα με τα Τρίκαλα και πήραμε βόρεια κατεύθυνση.  Το χιόνι είχε υποχωρήσει και τούτη την ώρα της ημέρας όλα έδειχναν μαγευτικά, αφού μπορούσαμε να προχωρήσουμε στον δρόμο μας.

Είναι η ώρα του δειλινού, που κάνει το όνειρο να μπερδεύεται με την πραγματικότητα.

2
Ο ποταμός Τιταρήσιος ή Ξεριάς, στα ανατολικά των Αντιχασίων

Πλησιάσαμε το χωριό Δαμάσι.  Οι ψησταριές μοσχομύριζαν στις άκρες του δρόμου και μας γαργάλησαν το στομάχι!

Στρίψαμε και βγήκαμε από το χωριό.  Πάνω στη στροφή, νάσου άνθρωπος με το χέρι σηκωμένο.  Σταματάμε και ρωτάμε τον άνθρωπο για πού πάει.

3
Μερική άποψη του χ. Βερδικούσα Λαρίσης

«Για Βερδικούσα;» μάς ρωτάει και εμείς του απαντάμε «έλα μέσα»…

Στοιβαχτήκαμε στο αυτοκίνητο και συνεχίσαμε στο δρόμο.  Ήταν στρατευμένος και γύριζε με άδεια στο χωριό του.  Είπαμε για τον καιρό στα σύνορα όπου υπηρετούσε, είπαμε για το χωριό του, είπαμε κάμποσα για τον τόπο, μάθαμε πολλά περισσότερα απ’ ότι είχαμε διαβάσει για το χωριό με τους τρεις χιλιάδες κατοίκους. Μάθαμε για τα μαγαζιά του, τις ταβέρνες που είναι μία και μία, για τα καφενεία και για τις..Disco!

4
Στη Βερδικούσα

Ο κόσμος ασχολείται με την κτηνοτροφία από τα παλιά χρόνια.  Βλάχοι με μπόλικα κοπάδια, διαθέτουν κοντά 22.000 κεφάλια, αριθμός πολύ μεγάλος για τα σημερινά δεδομένα.

Στις μέρες μας η κτηνοτροφία σβήνει με γρήγορους ρυθμούς, ενώ ετούτο εδώ το κεφαλοχώρι αντιστέκεται.  Οι «βλάχοι» είναι έξυπνοι, δραστήριοι και κάνουν προκοπή και χρήματα.  Μεγαλοτσελιγκάδες με ημινομαδικό τρόπο άσκησης της κτηνοτροφίας, το καλοκαίρι ανεβαίνουν στα βουνά της Βόρειας Πίνδου και το χειμώνα κατεβαίνουν στα κράσπεδα του Θεσσαλικού κάμπου.

6
Μερική άποψη του χ. Λογγά Τρικάλων

Ο συνεπιβάτης μας από την Βερδικούσα, πριν την στράτευσή του δούλευε κυρατζής στα δάση της Φλώρινας.  Το χωριό διαθέτει 300 ζώα φορτιάρικα, κάτι που διατηρείται από τα παλιά χρόνια.  Υπάρχει δουλειά τους καλοκαιρινούς μήνες και το μεροκάματο είναι πολύ καλό.

7
Στη Λογγά Τρικάλων

Με την κουβέντα φτάσαμε στην επόμενη διασταύρωση, στο χωριό Βλαχογιάννη, όπου στην άκρη του δρόμου μας σταμάτησαν πάλι.  Τώρα δεν χωράγαμε όλοι μπροστά και ανοίξαμε και την πλαϊνή πόρτα του van.  Ο καινούργιος συνεπιβάτης ήταν και αυτός στρατευμένος και πήγαινε στην Βερδικούσα.  Βολευτήκαμε  και ξαναείπαμε για τον καιρό και μετά έστησαν κουβέντα αναμεταξύ τους, ως συγχωριανοί.  Καθώς κουβέντιαζαν συνειδητοποιήσαμε όλοι μας ότι δεν γνωρίζονταν, παρ’ όλο πού ήταν συγχωριανοί!

8
Στο διάσελο..

– Απ’ το χωριό είσαι;

– Ναι και εσύ;

– Ναι.  Δεν σε ξέρω..μένω στην Λάρισα..

– Α!  Έτσι εξηγείται.. Πού υπηρετείς;

– Σύνορα.. εσύ;

– Και εγώ τώρα.

– Έχεις μέρες;

– Ναι έχω ανοικτό φύλλο πορείας, θα κάνω κάτι δουλειές και τελειώνοντας θα γυρίσω..

– Λοκατζής είσαι;

– Ναι..

– Εσύ έχεις μέρες;

– Έχω καμιά δεκαριά..

Με την κουβέντα »φάγαμε» τα χιλιόμετρα.

Είχαμε πιάσει τις ανηφοριές όταν σε μια στροφή του δρόμου φάνηκε  κάποιος.  Σταματήσαμε από μόνοι μας τούτη την φορά και ρωτήσαμε εάν ήθελε να τον πάρουμε για το χωριό.  Ήταν μεγάλος και σοβαρός.  Δέχτηκε να τον μεταφέρουμε, διατηρώντας μια ξεχωριστή αξιοπρέπεια.

Όταν ξεκινήσαμε, ο πρώτος της συντροφιάς του δρόμου, γύρισε και τον χαιρέτησε χαμηλόφωνα:

– Καλησπέρα μπάρμπα Γιώργη, τι κάνεις;

– Καλά, ήταν η απάντηση, μετρημένη και τίποτα παραπάνω.

Η κουβέντα γυρόφερνε πάλι για το χωριό, καθώς το αμάξι ανηφόριζε αγκομαχώντας.  Νύχτωσε πια, όταν στη στροφή του δρόμου ακούσαμε  τον ήχο της καμπάνας.  Ήταν η ώρα του εσπερινού.

– Η καμπάνα, έκανε ο μπάρμπα Γιώργης.  Ήταν η ώρα που μιλούσαμε για τον δρόμο, το πόσο καλός ήταν ο δρόμος που έφτανε στο χωριό.

Τώρα ήταν η σειρά του μπάρμπα Γιώργη να μιλήσει:

– Αχ αυτός ο δρόμος!  Για χρόνια τον φτιάχναμε με προσωπική εργασία.  Κάθε μήνα  ο καθένας υποχρεωνόταν να δουλέψει για δέκα μέρες.  Χτύπαγε η καμπάνα για μάζωξη στο προαύλιο της εκκλησίας ή στην πλατεία.  Τότε μας έδιναν ογδόντα δραχμές.  Ο δρόμος τέλειωσε στα 1953..  Με τα χέρια μας  είχαμε φτιάξει τον πρώτο δρόμο που έφτασε στο χωριό.  Μέχρι τότε  υπήρχε μουλαρόδρομος..

Κουνήσαμε το κεφάλι.  Μια άλλη Ελλάδα που δεν γνωρίσαμε..

9
Οξιές στα Αντιχάσια

Μέχρι να ξανασυνδεθούμε με τα σημερινά, περάσαμε την αψίδα υποδοχής στην είσοδο του χωριού και οδηγηθήκαμε στην πλατεία.  Η πλατεία ήταν γεμάτη αυτοκίνητα, ολόγυρα φωτισμένα μαγαζιά, κόσμος να γυροφέρνει και το χιόνι καταγής να έχει νερουλιάσει από το ποδοπάτημα.

Σταματήσαμε στη βρύση κάτω από τον πλάτανο και ανοίξαμε τις πόρτες.  Οι χωριανοί συνεπιβάτες μας, κατέβηκαν απ’ το αμάξι και χαιρετηθήκαμε.  Πριν «πηδήξει» ο μπάρμπα Γιώργης από την καρότσα, έκανα να τον βοηθήσω, αλλά ο πρώτος στρατευμένος με συγκράτησε.  Ο μπάρμπα Γιώργης κάτι σιγομουρμούρισε και χάθηκε στο σκοτάδι της νύχτας.  Σαν ξεμάκρυνε σκύβει και μου ψιθυρίζει:

-Ξέρεις ποιος είναι αυτός;  Είναι ο θρύλος του χωριού αλλά και ολόκληρης της περιοχής.  Παλικάρι πρώτο είναι ο Δράνης..  Στην κατοχή, στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, είχε πάρει ενενήντα εννέα κεφάλια και κυνήγαγε να τα κάνει εκατό..

Δεν άρθρωσα λέξη.  Έμεινα εκεί αποσβολωμένος, χαμένος.  Είχα από ώρα περάσει τα σύνορα του πρωτόγνωρου και οι παραστάσεις ήταν κιόλας πάρα πολλές.  Τα ορεινά με τους ανθρώπους τους είχαν αρχίσει να μας αποκαλύπτονται.  Η μακρινή Βερδικούσα ήταν στα πόδια μας, αλλά το ιστορικό βλαχοχώρι μας είχε αποκαλυφθεί πολύ πριν φτάσουμε σ’ αυτό.

Οι άνθρωποι γύρω μάς χαιρετούσαν, οι γεροντότεροι κρατούσαν την παραδοσιακή γκλίτσα στο χέρι και προσπερνώντας μάς καλησπέριζαν.  Τα πολύχρωμα λαμπιόνια των μαγαζιών μας ηχούσαν καθώς κουνιόντουσαν και ο πλάτανος  όταν αποφάσισε να κουνήσει τα κλαδιά του, μας έριξε μια χούφτα χιόνι μαζεμένο στο κεφάλι!

10
Απ τις πλαγιές των Αντιχασίων, ο Όλυμπος

Ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι βρισκόμασταν στις πλαγιές των Αντιχασίων (3), ήταν τότε που ξαναθυμήθηκα ότι είχαμε φτάσει μέχρι εδώ για ν’ ανεβούμε στα ψηλώματα των Αντιχασίων.  Βουβοί, πήραμε το δρόμο, που συνδέει τη Βερδικούσα με το χ. Λογγά (4)  παραμερίζοντας τις αναστολές μας..

Τάκης Ντάσιος, 1988

Παραπομπές

(1) Βερδικούσα, υψ. 880 μ. κωμόπολη στις πλαγιές των Αντιχασίων, στα ΒΔ. του νομού Λαρίσης.  Στα 1928 είχε 1.786 κατοίκους, στα 1940 > 2.035, 1951 > 2.419, 1961 > 2.932, 1971 > 2.331, 1981 > 2.174. 1991 > 2.246

(2) Απόσπασμα – εδάφιο  από το  ημερολόγιο-βιβλίο του Τρικαλινού Γιώργη1987:292 ημέρες μετά το Γράμμο – Βίτσι, σελίς 109, εκδόσεις Οδηγητής, Αθήνα

(3) «Τα Αντιχάσια προέκταση στα ΝΑ. του ορεινού  όγκου Χάσια    και βρίσκονται στον νομό Τρικάλων, φτάνοντας μέχρι τα όρια του νομού Λαρίσης, όπου ξεχωρίζουν οι κορυφές Οξιά, 1.416 μ., και Μετερίζια 1.381 μ. Οι πλαγιές της οροσειράς είναι κατάφυτες από δρυς, έλατα και πουρνάρια.  Φημίζονται για τα νερά τους και για το κυνήγι τους.  Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η περιοχή αποτελούσε ξεχωριστό αρματολίκι, που το κρατούσε η οικογένεια των Βλαχαβαίων.  Το όνομά της σώζεται ακόμα σε χωριά και τοποθεσίες». (Σύγχρονη Γεωγραφία Άτλας της Ελλάδος, 1960:649,680).  «Μεγάλος ορεινός όγκος στο ΒΑ. άκρο του νομού Τρικάλων, στα σύνορα με τον Ν. Λαρίσης και ΒΑ. της Καλαμπάκας.  Τα Αντιχάσια είναι κατάφυτα από οξιές και έλατα, από τα οποία πηγάζει ο Ντολερίτης ποταμός παραπόταμος του Πηνειού.  Η ψηλότερη κορυφή του είναι Μαμαλή, 1.424 μ.  Άλλες κορυφές: Καγκέλια 1.162 μ., Λατσαούνι 1.252 μ., Κατσούλι 1.104 μ., Μετερίζια 1.381 μ., Μιρμίγκα 1.074 μ., Οξιά 1.410 μ., Πάδη 1.128 μ., Πάδη 1.197 μ., Παλιόσταλο 1.204 μ., Παπανίκος 1.203 μ., Σκοτίνα 1.367 μ., Τότσικας 1.009 μ., Τσετσίλα 1.397 μ., Τσιρόκα 1.032 μ., Τύμπανος 1.373 μ., Φλάμπουρο 1.239 μ. και Ψηλά Αλώνια 1.216 μ.  Ανάβαση στην κορυφή, γίνεται από το χωριό Βερδικούσα, υψ. 880 μ., 36 χιλ. από τον Τύρναβο, σε 0200ω. περίπου (διαδρομή σημαδεμένη) ή από το χωριό Λoγγά, υψ. 970 μ. 38 χιλ. από την Καλαμπάκα, σε 0200ω. περίπου». (Νέζη Νίκου1979:72).  Γενικά: Η σχετικά χαμηλή και ομαλή οροσειρά, η οποία ενώνει την Πίνδο με τα Καμβούνια και τον Όλυμπο, αποτελεί το φυσικό όριο της Θεσσαλίας με τη Μακεδονία, εκεί που ενώνονται τρεις νομού Τρικάλων, Γρεβενών, και Λαρίσης.

(4) Λογγά (η) Τρικάλων, υψ. 970 μ. οικισμός στις πλαγιές των Αντιχασίων, δήμου Τυμφαίων νομού Τρικάλων.  Στα 1928 είχε 376 κατοίκους, 1940 > 554, 1951 > 449, 1961 > 569, 1971 > 503, 1981 > 257, 1991 > 247.  Στους πίνακες των επαρχιών Ηπείρου και Θεσσαλίας κατά την απογραφήν του 1881, σ.33 στο δήμο Τυμφαίων με αύξοντα αριθμό χωρίου 586, αναφέρεται το χωριό Λογκά με 42 άρρενες και 43 θήλεις, σύνολον 85 κατοίκων.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Υπουργείον εσωτερικών1884:Πίνακες των επαρχιών Ηπείρου και Θεσσαλίας κατά την απογραφήν του 1881, εκδ. βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα

Νέζη Νίκου1979: τα ελληνικά βουνά, ορεογραφία, οδηγός, Αθήνα

Τλούπα Τάκη1981:Από τη γη των ανθρώπων, εκδ. Τρία φύλλα

Τρικαλινού Γιώργη1987:292 ημέρες μετά το Γράμμο-Βίτσι, εκδ. Οδηγητής, Αθήνα

Heuzey Leon1991:Οδοιπορικό στην Τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία το 1881, μτρφ. Δημητρουλόπουλου Χρίστου, Φιλολογικός Ιστορικός, Λογοτεχνικός Σύνδεσμοςς (Φ.Ι.Λ.Ο.Σ.) Τρικάλων, σειρά κείμενα και μελέτες Νο 4, εκδ. οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη

Τσίπηρα Κώστα1997:στα ελληνικά βουνά, Γ΄ μέρος, 50+1 άγνωστες πεζοπορικές και ορειβατικές διαδρομές, εκδ. Νέα Σύνορα, Α.Α. Λιβάνη

Σταματελάτου Μιχαήλ & Βάμβα-Σταματελάτου  Φωτεινή2012: Γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδας, τόμος Α΄, Β’, εκδ. ΝΕΑ

Μαρούλα Κλιάφα:«Ο Εμφύλιος πόλεμος και τα θύματά του στα Τρίκαλα», Αρθρογράφος: trikalanews.gr

Μορφολογικός χάρτης Θεσσαλίας, κλίμακας 1: 250.000, εκδ. Διον. & Βασ. Λουκόπουλου, Αθήνα

Τλούπα Τάκη (Καρκαγιάννη Αντὠνη, Χουρμουζιάδη Γιώργου)2005: η Ελλάδα του Τάκη Τλούπα, εκδ. Καπόν –Μουσείο Μπενάκη

Λιάνου Αντώνη(Επιμέλεια)2009:Ιστορία Βερδικούσας, φωτογραφίες Βογιατζή Ηλία, 04-04-2009 στο διαδίκτυο

Οδικός χάρτης, Κεντρική Ελλάδα Θεσσαλία –Ήπειρος, σειρά Topo 250, κλίμακας 1:220.000, εκδόσεις ΑΝΑΒΑΣΗ

Χάρτης Ήπειρος / Θεσσαλία, κλίμ. 1: 250.000 με τη συνεργασία της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, εκδ, ROAD

Σιάχου Νίκου στο http://www.trikalasport.gr και στο F/B

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s