Στο μοναστήρι της Στάνας Επινιανών

Εντοπίζω στον χάρτη το μοναστήρι της Παναγιάς Στάνας και κάνω κατά κει.  «Νάτο! αυτό είναι, πάνω από τον δρόμο»!!.  Επιτέλους έχω φτάσει κοντά του.  Το μοναστήρι το βλέπω μια στιγμή  καθώς στέκεται φωλιασμένο στα βράχια ψηλά και μετά το χάνω.  Παίρνω βιαστικές ανάσες, λίγη ώρα για να προετοιμαστώ στη σκιά των παραποτάμιων θεόρατων πλατανιών, και γραμμή για το μοναστήρι.

Σταν 1
Στο καρέλι επί του Αγραφιώτη ποταμού, Επινιανά -΄Αγραφα

Σηκώνοντας τα μάτια ψηλά βλέπω έναν δρόμο που ανηφορίζει την δύσβατη και κακοτράχαλη πλαγιά.  Σκέφτομαι ότι θα πρόκειται για προσπάθεια να βγάλουν δρόμο μέχρι το μοναστήρι και αφού  θα κάνει ζικ – ζακ ψηλώνοντας θα «σκάσει» σ’ αυτό.

Πιάνω τον δρόμο για να ανέβω μαλακά και αφού παίρνω κάμποσο ύψος διαπιστώνω ότι o δρόμος τελειώνει και δεν πάει στο μοναστήρι.  Απ’ εδώ που είμαι δεν βλέπω μοναστήρι απλά σκέφτομαι ότι αυτό είναι κάπου στα αριστερά μου και πάω να κάνω κατά κει.  Αμ δε.. δεν μπορούσα να ξεφύγω από του δρόμου τα ρείθρα.  Το έδαφος ήταν ζαβό.

Μια και δυο ξαναγυρίζω πίσω στο σημείο που είχα αρχίσει.  Κοιτάζω τον τόπο και διακρίνω δίπλα μου ένα μονοπάτι καλογραμμένο που ανηφόριζε.  Αυτό είναι, σκέφτομαι, και το ακολουθώ.  Για λίγο ανεβαίνει καλά. Έχει κλίση κάμποση αλλά πώς αλλιώς να γίνει, σκέφτομαι; Πώς θα βγει πάνω εκεί; Μοναστήρι τόση ώρα δεν βλέπω αλλά κάνω υπομονή.  Συνεχίζω να ανηφορίζω.  Στα αριστερά μου βλέπω μέσα σε πουρνάρια παλιά μαντριά στα βράχια.  Βρίσκομαι στο μονοπάτι που οδηγεί σε διασελάκι.  Απ’ εδώ κοιτάζοντας ψηλά διακρίνω ένα μονοπάτι που περνάει την σάρα.  Δίνω ύψος στην πορεία μου και ανεβαίνω κάθετα.  Πιάνω το γιδόστρωτο και προσπαθώ να περάσω την σάρα.  Όση ώρα την περνώ  κάτι δεν μου αρέσει.

«Είμαι στα καλά μου  ή το παρατραβάω»; σκέφτομαι.  Θα κάνει γύρω-γύρω από ψηλά και θα σκάει πάνω του.. βρίσκομαι να σκαρφαλώνω μετά το πέρασμα της σάρας σε πεδίο πολύ ανηφορικό και το μονοπάτι  μισοσβησμένο.  Κοιτάζω για μοναστήρι, τίποτα.  Παίρνω όλο σχεδόν το ύψος της πλαγιάς και αρχίζω και τα.. παίζω.  Δεν είναι δυνατόν να βγαίνει τόσο ψηλά, σε τόσο ανάποδο έδαφος.  Αρχίζω να σκέπτομαι να  ξαναγυρίσω  κάτω.   Εγκαταλείπω την συνέχεια της ανάβασης και κάνω να βγω προς τα αριστερά μου να μπορέσω να πλησιάσω στην άκρη του φαραγγιού για να δω.  Μάταια διότι το πεδίο δεν ήταν εύκολο.  Γυρίζω προς τα κάτω και βρίσκομαι να κάνω καταρρίχηση!!

Σταν 2
Στο Ασπρόρρεμα (κάτω απ την σύγχρονη γέφυρα)

Είμαι στα καλά μου ή παραλογίζομαι, σκέφτομαι.. υπάρχει μοναστήρι ή είναι αυταπάτη;.  Αν δεν το είχα δει από χαμηλά δεν θα το πίστευα.  Κατηφορίζω και ξαναβρίσκομαι στη σάρα.  Πουθενά μοναστήρι.  Συνεχίζω να κατηφορίζω βάζοντας και χέρι, μην και έχουμε χειρότερα μέχρι που πέφτω πάνω σε καλογραμμένο μονοπάτι που περνάει χαμηλότερα στη σάρα!.  Ουφ,

Είμαι για κλάματα, σκέφτομαι. αλλά έχοντας χάσει τόσο χρόνο με τις περιπλανήσεις μου αποφασίζω να το ακολουθήσω σοβαρά αυτή την φορά.  Πράγματι αυτό, το μονοπάτι οδηγεί τραβέρσα στα ριζά των βράχων και  με  «σκάλα» στη συνέχεια, που δείχνει την δουλειά των παλιών μοναχών, με φέρνει στην είσοδο του αυλόγυρου του μοναστηριού.

Μόλις και έχω αποκαταστήσει επαφή με την παρουσία του μοναστηριού, γιατί δεν φαίνεται εύκολα καθώς είναι κολλημένο στα βράχια.  Με την ανάσα στην πλάτη,  μπαίνω στο προαύλιο, κάτι σαν τις πύλες του παραδείσου και αφού διαγράφω κάποια μέτρα ρίχνω την μούρη μου στις γούρνες που ξερνούν νερό μέσα από τα βράχια.  Το χρειάζομαι καθώς έχω ταλαιπωρηθεί με την περιπέτειά μου.  Ακολουθούν κάμποσες ανάσες κάτω από τα δένδρα της αυλής και μπορώ να έλθω στα καλά μου.

Το μέρος που βρίσκεται το μοναστήρι είναι μοναδικής φυσικής ομορφιάς και υπέροχης ανθρώπινης σύλληψης.

Σ’ ένα τόσο δα κομμάτι γης στα πλευρά των βράχων μια μικρή αυτοτελής «κοινωνία» μοναχών ζούσε και λειτουργούσε.  Στην αυλή μπροστά έχει διαμορφωθεί ο χώρος για το πανηγύρι.  Στη συνέχεια έχουν κατασκευάσει κτίσμα με ταράτσα που μπορεί κανείς να έχει ακόμη καλλίτερο αγνάντι, καθώς το κέφι προς τιμή της γιορτής της Παναγιάς θα μεγαλώνει.  Τα λαμπιόνια που κοσμούν την αυλή και την νεώτερη ταράτσα τροφοδοτούνται από την γεννήτρια που κάθε χρόνο προσπαθεί να φωτίσει τον χώρο.  Αφημένη στην γωνιά πεθαίνει όπως  όλα τα αντικείμενα και ξυπνάει μία φορά τον χρόνο.

Τα παλιά χρόνια τούτη η αετοφωλιά θα συντηρούσε μοναχούς με τις  προσευχές των.  Για αιώνες ήταν απλησίαστο κρησφύγετο και λημέρι των κατατρεγμένων.

Σταν 3
Η μονή της Παναγιάς Στάνας από μακριά

Η στενή λουρίδα γης ανάμεσα στην αυλή και τον ναό ήταν περιβόλι του Θεού.  Είναι απίστευτο τι μπορούσε να βρει κανείς σ’ αυτό το στενό κομμάτι γης, στην γενναιοδωρία του βράχου να χαρίσει στους μοναχούς λίγα μέτρα ίσωμα.  Πάνω σ’ αυτό υπήρχε ο μπαχτσές και τόσα δένδρα που ο καθένας θα τα  ζήλευε.

Η πίστη και το πείσμα των ανθρώπων κάνουν θαύματα και οι άνθρωποι παλιά πίστευαν..

Σήμερα στο πατάρι εξακολουθεί να υπάρχει ο παλιός μπαχτσές αλλά ρημαγμένος.  Η πρασινάδα έχει ξεφύγει ολούθε προσπαθώντας να βρει τον δικό της δρόμο σ’ ένα κομμάτι που ανήκει δικαιωματικά στον βράχο.  Αυτός είναι ο κυρίαρχος του τόπου, εκεί φώλιασε και η εικόνα της Παναγιάς.

Μπορεί να μην υπάρχει το ανθρώπινο στοιχείο που αυτό ζωντάνευε τον βράχο αλλά η σιωπή του χώρου αντικαθιστά επάξια την σιωπηλή παρουσία των μοναχών.  Αν κάτι χρειάζεται ο τόπος είναι η σιωπή, και αυτό φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα στον βράχο.  Τα κτίσματα είναι εντυπωσιακά και απορεί κανείς πως είναι δυνατόν να έχουν στηθεί εδώ πάνω.  Μένει άφωνος κανείς με την πίστη που πρέπει να είχαν εκείνοι οι άνθρωποι..

Το μικρό ναύδριο είναι τόσο λιτό και απέριττο που στα μάτια μου φαντάζει μεγαλόπρεπος ναός.  Είναι ανάλογα τα  μεγέθη όταν σκεφθείς που βρίσκεσαι και που πατάς.  Από πάνω τα βράχια με το τεράστιο τους σώμα έχουν ανοίξει και περιλάβει μέσα τους την ανθρώπινη παρουσία.  Δίπλα το μεγαλόπρεπο τρίπατο πέτρινο κτίσμα που πρέπει να ήταν τα κελιά.  Εντυπωσιακά μεγάλο κτίσμα που υποδηλώνει σεβαστό αριθμό μοναχών στην ακμή του μοναστηριού.  Σήμερα ή στέγη έχει πέσει μέσα στο κτίσμα, ενδεχομένως από φωτιά καθώς τα ξύλινα μέρη του δείχνουν μαυρισμένα.  Ο κύριος όγκος του κτίσματος  παραμένει στέρεος και με φιλότιμη προσπάθεια θα μπορούσε να αποκατασταθεί.

  Δίπλα η πανέμορφη πέτρινη εκκλησιά, ο κύριος ναός με τον κίτρινο τρούλο.  Ο κύριος ναός είναι κτισμένος στο κοίλωμα του βράχου.  Η καμπάνα βρήκε θέση στο γερό κλαδί του δένδρου δίπλα στο μικρό προαύλιο που ανοίχτηκε.  Η παλιά πόρτα του ναού είναι κλειδωμένη και τα κλειδιά θα βρίσκονται σε κάποιο ίσως σπίτι στο πλησιέστερο χωριό.  Βλέπεις είναι ερημικό το μέρος και σίγουρα δεν υπάρχουν μονάχα καλόπιστοι που θα σιμώσουν μέχρι εδώ..

  Κάνα-δυο πεζούλια στηρίζουν το έδαφος και διαμορφώνουν τον χώρο έτσι που μετά την πρώτη έκπληξη του επισκέπτη να δίνεται σ’ αυτόν μια αίσθηση άνεσης χώρου.  Ενώ δεν έχεις να κινηθείς ιδιαίτερα, εντούτοις το κάθε σημείο έχει σχεδιαστεί τόσο λειτουργικά που δείχνει την σοφία των μοναχών που πέρα από την προσευχή τους είχαν και πρακτική άποψη του χώρου που ζούσαν και γι’ αυτό φρόντιζαν.

Σταν 4
Το καθολικό της μονής στον βράχο από κοντά

Το μοναστήρι και το όνομά του δεν είναι αφιερωμένο στις ποιμενικές στάνες και στους τσοπάνηδες, όπως φανταζόμουν, όμως αυτό δεν το εμποδίζει να συντηρείται και να τιμάται από τους απλούς τσοπάνηδες των Αγράφων.   Στο μικρό ναύδριο μέσα βλέπεις ποιμενικά και αγροτικά αντικείμενα που έχουν να κάνουν με τις ανθρώπινες εργασίες γύρω και μέσα στο μοναστήρι.  Το μοναστήρι λέγεται και Σίκας ή Γιαννίτσαρης ή Στάνας ίσως από το όνομα κάποιου ομώνυμου απ’ το χωριό Βραγγιανά.  (Στο χωριό Βραγγιανά, μία από τους πέντε μαχαλάδες λεγόταν Στανάδες).  Είναι αφιερωμένο στην γέννηση της Θεοτόκου.  Γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου και πλήθος πιστών ανηφορίζει έως εδώ.

Το μοναστήρι με την δυσπρόσιτη θέση του υπήρξε από ιδρύσεώς του ορμητήριο και κρυψώνας πολλών αγωνιστών.  Στην καρδιά των βουνών των Αγράφων, στην είσοδο του Ασπρορρέματος στέκει φρουρός και θεματοφύλακας μιας άλλης εποχής που στηριγμένη στην δύναμη της πίστης μπορούσε να κάνει τον βράχο να μιλήσει.  Άντεξε μέσα στο πέρασμα του χρόνου γιατί αντλούσε την δύναμή του  απ’ την πίστη και τα καθαρά οράματα των πιστών και των μοναχών που λειτούργησαν το ιερό αυτό ασκηταριό.

Σήμερα η βλάστηση και τα δένδρα προσπαθούν να σκεπάσουν τα κτίσματα, να καλύψουν  την «παραφωνία» του κάθετου βράχου.  Τι  ειρωνεία!  Τα δένδρα και το περιβολάκι, που οι ανθρώποι φύτεψαν εκεί και στέριωσαν, έχουν πάρει μοναχά τους το δρόμο.. Η σιωπή τα συντροφεύει..

Άραγε στις μέρες μας θα ανεβαίνει κανείς άνθρωπος, από τις γύρω πλαγιές και ρεματιές,  ν’ ανάψει κάνα καντήλι;

Σταν 5
Παραμονή της εορτής της Παναγιάς της Στάνας, 7 Σεπτέμβρη

Η εικόνα της Παναγίας στο μοναστήρι της Στάνας

Θυμήθηκα και μια ιστορία, που μούχε πει παλιά η κυρά Μαρία Γαντζούδη, περνώντας εκεί στην Κωτσίστα Μοναστηρακίου για την εικόνα της Παναγίας της Στάνας: «πέρυσι που είχα πάει στην Αμφιλοχία, μια γειτόνισσα, όταν με άκουσε να λέω για το μοναστήρι και για την Παναγιά τη Στάνα, που έχω τάμα να πάω, μου είπε: «αυτή η εικόνα είναι απ’ εδώ, απ’ το χωριό Στάνο»(1), γιατί ήξερε ότι η εικόνα ήταν εδώ και έφυγε και πήγε εκεί.  Της λέω ότι το μοναστήρι αυτό είναι το δικό μας (Επινιανών).  Μου λέει ότι «αυτή η εικόνα έφυγε απ’ εδώ, απ’ το χωριό Στάνο, έφυγε επτά φορές και ήρθαν οι Στανιώτες επτά φορές στα Επινιανά να την πάρουν πίσω, αλλά κάθε φορά η εικόνα βρισκόταν απέναντι (απ’ το χωριό)  στο βράχο, δεν ήθελε μα γυρίσει πίσω.  Μετά απ’ αυτά συμφώνησαν και οι Στανιώτες και αποφάσισαν να έρθουν να βοηθήσουν για να χτιστεί το μοναστήρι.  Αυτό είναι ομολογία, ήξερε ότι είχε πάει η εικόνα στ’ Άγραφα, αλλά δεν ήξερε σε πιο χωριό είχε πάει  στ’ Ἀγραφα.  Δηλαδή έφευγε η εικόνα απ’ το Στάνο κι ήρθε στ’ ΄Αγραφα.  Υπάρχει η ομολογία της και της φάνηκε παράξενο της γειτόνισσας, όταν της είπα ότι είναι στο δικό μας.  Και συμπλήρωσε, μα πού θα πήγαινε η εικόνα; ήρθε εκεί που είναι καλοί άνθρωποι, πού θα πήγαινε η εικόνα; εδώ θα καθόταν»!   (Μαρία Γαντζούδη, Κωτσίστα Μοναστηρακίου Αγράφων)

Ο Παναγιώτης Σαλαγιάννης Το Τροβάτο Αγράφων (2008: 63), αναφέρει τον Παναγιώτη Στάνο. «Η οικογένεια Παναγιώτη Στάνου, ήταν από τις γνωστότερες στην περιοχή των Αγράφων. Τόσο για την οικονομική της επιφάνεια, όσο και για την ευσέβεια και τη συμπαράστασή της σε όσους είχαν ανάγκη βοήθειας.  Ο Παναγιώτης Στάνος ήταν ευσεβής και πρόσφερε με ευχαρίστηση χρήματα για την κάλυψη αναγκών των ιερών ναών.  Μέλος της οικογένειας Στάνου, κατά την παράδοση, βοήθησε στην ανέγερση του μοναστηριού της Παναγίας Στάνας και έδωσε και το όνομά του στο μοναστήρι»

Ο Καραγεώργος Γεώργιος Τα ΄Αγραφα (2015: 261-2) αναφερόμενος σε ονόματα παλαιών Αγραφιωτών, αναφέρει: «το όνομα Στάνος, το οποίο κάπως διαφοροποιημένο και σε γειτονικά χωριά.  Κατά την απογραφή του 1454 το «Στάνος» (Άγραφα) απαντάται ως «Στανάς» στα Βραγγιανά και «Στανίσης» στα Πιγκιανά και Βελισδόνι.  Είναι το ίδιο επώνυμο σε διαφορετικές μορφές.  Το μοναστήρι «της Στάνας» (πρώτο ήμισυ 17ου αι.) κοντά στον Αγραφιώτη, στο Ασπρόρεμα, έκτισε κάποιος από την οικογένεια αυτή.  Το διεκδικούν τα Πιγκιανά.  Ο Κώστας Αβράμπος από τα Πιγκιανά κατασκεύασε δρόμο»

Σταν 6
Το τέμπλο της Παναγιάς της Στάνας

Ο Μαυρομύτης Γιάννης Ανάργυρος «Ιερά Μονή Παναγίας Στάνας», στα πρακτικά συνεδρίου Τα Άγραφα στη διαδρομή της ιστορίας, διαβάζουμε: «Σε απόσταση 2.700 μέτρων από το Τρίδενδρο (Βελισντόνι), 1.750 μ. από τα Επινιανά, 4.000 μ. από τα Άγραφα, 6.200 μ. από τα Βραγγιανά και 6.400 μ. από το Τροβάτο (σε ευθεία γραμμή) βρίσκεται το μοναστήρι της Παναγίας της Στάνας.  Συμπέρασμα δικό μου, άρα «επικυρώνεται» η δικαιοδοσία  του στην Κοινότητα Επινιανών.   Το μοναστήρι αυτό ανεγέρθηκε το έτος 1790 από τους: Ιωσήφ ιερομόναχο και Μύστρο-Ανδρώνει, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή σκαλισμένη σε πέτρα, η οποία είναι εντοιχισμένη αριστερά και πάνω από την κύρια είσοδο στη δυτική πλευρά του καθολικού.  Ο ιερός ναός είναι τύπου εγγεγραμμένου σταυρεπίστεγου με υψηλό τρούλο, αθωνικού τύπου, όπως φαίνεται και από το σωζόμενο καταπόδιο, το μοχλό ασφαλείας της κυρίας εισόδου.  Αποτελείται από ένα ορθογώνιο, με εσωτερικές διαστάσεις 12,11 μ. μήκος επί 6.00 μ. πλάτος, στο οποίο προστίθενται οι δύο κόγχες των πλευρικών χορών (βορείου και νοτίου) και οι κόγχες του ιερού βήματος, της πρόθεσης και του διακονικού (ανατολικά).  Από πού να προέρχεται η λέξη Στάνα; διερωτάται ο εισηγητής και αναφέρει: Η λέξη δεν είναι ελληνική, οπότε θα πρέπει να αναζητηθεί σε γλώσσα γειτονικών λαών.  Παλαιοσλαβική, stan =κατοικία, οικία, οίκημα, στέγη, κατάλυμα.  Stanak= κατοικία (ενσταύλισις –σταθμός), συνέντευξις, συνάντησις, στρατ. Τόπος συνάξεως, αντάμωσις.  Stanica= σταθμός.  Σλαβική, stan = στάνη (Vasmer).  Κουτσοβλαχική, stane: stane = μάνδρα ποιμνίων, κοινώς στάνη, όπερ εκ του αλβαν. Stane, σλαβ. Stan = κατάλυμα.  Ρουμανικά, stana.  Βουλγαρική, stan = καταυλισμός, stancija = σταθμός.  Σε χάρτη φύλλο Ευρυτανία της Ανάβασης, σημειώνεται η τοποθεσία «Στάνα» στην περιοχή Πρασιάς Ευρυτανίας, βόρεια των οικισμών Πρασιά – Βασιλέσι, αριστερά του ποταμού Πλατανιά.  Σε ερώτηση του εισηγητή με τον Πρασιώτη Θωμά Χαλαστάνη, σχετικά με την τοποθεσία, πήρε την απάντηση ότι «εκεί το μέρος ήταν ποιμνιοστάσιο Πρασιωτών».  Σε φορολογικό κατάλογο του σ. έ. 1454-5, του σαντζακίου Τρικάλων στο χωριό Βραγγιανά των Ευρυτανικών Αγράφων, σημειώνονται τα ονόματα «Βρανάς Στάνας» και «Αλέξης Στάνος».  Ακόμα και σήμερα στο χωριό αυτό υπάρχει ο συνοικισμός «Στανάδες», συνοικισμός, δηλαδή, οικητόρων με το επώνυμο «Στάνας» ή «Στάνος».  Το επώνυμο Στάνος στα Βραγγιανά απαντάται για τελευταία φορά στα 1683.  Επομένως, αφού το μοναστήρι της Παναγίας της Στάνας οικοδομήθηκε στα 1790, η ονομασία «Στάνα» αποκλείεται να δόθηκε από κάποιο μέλος της ομώνυμης Βραγγιανίτικης οικογένειας»

Σταν 7
Η περιοχή άνωθεν συνοικισμού Γκίκα Τρίδενδρου

Από την Ιωάννα Χαρ. Κούτσικου «Παναγία η Στάνα, ένα μοναστήρι στην κεντρική περιοχή των Αγράφων», μαθαίνουμε: «Η ιερά Μονή της Στάνας, που τιμά την γέννηση της Θεοτόκου στις 8 Σεπτεμβρίου, βρίσκεται στην αγιοτρόφο περιοχή των Αγράφων, έναντι των Επινιανών και δεξιά του Ασπρορέματος, σε ύψος 500 μ. περίπου από την κοίτη του κατερχομένου ποταμού.  Η μονή διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, λόγω της θέσεώς της, διότι βρισκόταν πολύ κοντά στις σχολές Τροβάτου, Αγράφων, Βραγγιανών.  Αποτέλεσε πέρασμα για τους φοιτητές των γύρω σχολών, ενώ για τους κλεφταρματωλούς ασφαλέστερο καταφύγιο.

Σχετικά με την επικρατέστερη (παράδοση) η εικόνα της Παναγίας ήρθε, θαυμαστώ τω τρόπω, από το χωριό Στάνο της Αμφιλοχίας, εξού και το όνομά της «Στάνα, περί το 1600 και βρέθηκε μέσα σε βράχο.  Πιγκινανίτες έβλεπαν σ’ αυτό το σημείο του βράχου ένα φως και από περιέργεια πήγαν και συνάντησαν την εικόνα.  Το φως προερχόταν από ένα καντήλι, που έκαιγε για την Παναγία.  Οι χωριανοί μετέφεραν την εικόνα στο χωριό τους στην τοποθεσία «Άγιοι Θεόδωροι» και ξεκίνησαν να χτίζουν εκκλησία προς τιμήν της.  Όμως, η εικόνα έφευγε και επέστρεφε στην αρχική θέση.  Έτσι, έγινε αντιληπτό ότι το θέλημα της Παναγίας ήταν το κτίσιμο μιας εκκλησίας εκεί στον βράχο, όπου θα στέγαζε την εικόνα της (ζωντανή παράδοση κατοίκων Επινιανών)».  (Κούτσικου Χαρ. Ιωάννα2009:928)

Σταν 8
Η κορφή Γεννίτσαρη, ύψ. 1790

Αφήνω τη Μονή της Παναγιάς της Στάνας και συνδέομαι με το μονοπάτι που διέρχεται πλησίον μου.  Αντί να κατηφορίσω κατά την ποταμιά, κάνω κατά πάνω.  Αυτό πηγαίνει βόρεια (καλλίτερα να ψηλώσω).  Μαγικός τόπος, βλάστηση, να μια αγροικία, πού; Για φαντάσου πού ζούσε κόσμος..  Κινούμαι στις πλαγιές του όγκου Τσούμα, ύψ. 1.487 μ.  Φτάνω σε συστάδα από τρεις αγροικίες πάνω απ’ το ρεματάκι Σαμάρι.  Απέναντι το χωριό Τρίδενδρο.  Αντί να κάνω κατά κει  (ανατολικά) κάνω βόρεια ακολουθώντας μονοπάτι που περνάει στα δεξιά της κορφής Καυκί, ύψ. 1610 μ. περνάω το ξωκλήσι του Προφ. Ηλία και φτάνω στον ποιμενικό συνοικισμό Γκίκα.  Απ’ εδώ συνεχίζω και ανηφορίζοντας ομαλά βγαίνω στο διάσελο Σταυρός, ύψ. 1.600 μ. έχοντας μπροστά μου την  στενόμακρη κορφή, Γενίτσαρος, ύψ,1.792 μ.

Ανάβαση στην κορφή Γενίτσαρη 

Ο όγκος Αυγό (Ντεληδήμι) ύψους 2.163 μ.

Σύμφωνα με τον Νίκο Νέζη (2010:131)  η κορφή Γενίτσαρος ή Γιαννιτσάρος, υψ. 1929 μ. εντάσσεται στον όγκο Αυγό ή Ντεληδήμι, ύψ. 2.163 μ.

«Αυγό, μεγάλο ορεινό συγκρότημα στη ΒΔ. πλευρά του Ν. Ευρυτανίας στα όρια με το Ν. Καρδίτσης και στα δυτικά του ποταμού Αγραφιώτη.  Αποτελεί τμήμα του οροσυμπλέγματος των Αγράφων και της Νότιας Πίνδου.  Στα βόρεια χωρίζεται από το ορεινό συγκρότημα του Σχιστοκάραβου (Καράβας) με το Πετριλιώτικο ρέμα.  Στα ΒΑ. χωρίζεται από συγκρότημα Βουτσικάκι με τον αυχένα /διάβαση )1.480 μ.) απ’ όπου περνά ο δρόμος Βραγγιανά – Πετρίλο ή Τροβάτο –Πετρίλο, ενώ στα δυτικά χωρίζεται από το βουνό Ασήμι (Γαλάτσι) με το ρέμα της Πλατανιά.  Στα νότια χωρίζεται από το ορεινό συγκρότημα της Φτέρης με αυχένα στα 1.580 μ. και τα αντίθετης ροής μικρορέματα Σκυλόρρεμα και Βασιλέσι.  Τα Πετρώματά του είναι ασβεστόλιθοι και λίγο φλύσχης.  Το Αυγό (Ντεληδήμι) έχει ενταχθεί στο δίκτυο προστατευομένων  περιοχών Νatura 2000 (1410002) και έχει χαρακτηριστεί ως σημαντική περιοχή για τα πουλιά (101).  Η ψηλότερη κορφή είναι το Αυγό ή Ντεληδήμι, ύψ. 2.163 μ.  Άλλες ψηλές του κορφές είναι: Αετοράχη ή Μουζίκε, 1.881 αφορισμένη ή Αφορισμένη, 2.060 μ., Γενίτσαρος ή Γενιτσάρους, 1.790 μ. Κοκκονόλακες 1,911 μ., Κορυφή, 2.009 μ., Λακκώματα 1.833 μ., Πλάκα 1.853 μ., Πυραμίδα ή Μαλάτο, 2.003 μ., Σαλαγιάννη ή Τσουρνάτα ή Ζουρνάτα 2.130 μ., Σύνορον ή Μπαλτενήσι 2.032 μ., Τσούκα Σάκκα, 1.980 μ., Χονδρό Σπανό, 1920 μ., Ψηλόρραχη, 1.893 μ.  Ανάβαση στην κορφή μπορεί να γίνει από τον συνοικισμό Ασπρόρρευμα, 1.080 μ. σε 0300ω. περίπου)»

Σταν 9
Κατασκηνώσαμε στο διάσελο Σταυρός, κάτωθεν Γεννίτσαρης κορφής

Η Γιαννίτσαρη (Γενίτσαρη): «σύμφωνα με την τοπική παράδοση η περιοχή αυτή του Τροβάτου πήρε το όνομά της από κάποιον τσέλιγκα Γιαννίτσαρη, που είχε πάντε τη στάνη του στο μέρος αυτό.  Δεν ξέρουμε ακριβώς αν ο Γιαννίτσαρης ήταν Τροβατιανός.  Η προφορική παράδοση τον παρουσιάζει ως ξένο και όχι εξ αρχής εντοπίτη των Τροβατιανών.  Μερικού μάλιστα πίστευαν ότι ήταν απόγονος των αρματολών Γιαννιτσαραίων, που κάποια εποχή είχαν περάσει από εδώ.  Πρέπει να επισημάνω εδώ ότι στο Τροβάτο  υπήρχε ήδη από το τέλος του 19ου αι. και τις αρχές του 20ου συνεταιρισμός ενοικίασης γαιών και μπορούσαν όσοι είχαν αιγοπρόβατα να νοικιάζουν διάφορα κτήματα που ανήκαν στην κοινότητα Τροβάτου.  Υπήρχε μία περίοδος που στην περιοχή Γιαννίτσαρη ήταν περιοχή που έβοσκαν τα αλογομούλαρα.  Το λιβάδι της Γιαννίτσαρης ανήκε  αρχικά στη μονή της Στάνας.  Ύστερα το διεκδίκησε ο Χρηστίδης από τα Άγραφα.  Από το 1912 και μετά, από την εποχή δηλαδή που η περιοχή χωρίστηκε σε κοινότητες, για το λιβάδι της Γιαννίτσαρης επανειλημμένως είχαν δημιουργηθεί προστριβές μεταξύ των Τροβατιανών κτηνοτρόφων και των Τριδεντριτών και οι κάτοικοι πολλές φορές έφταναν σε σημείο ξυλοδαρμού.  Η κοινότητα Τροβάτου προσέφυγε στην Επιτροπή Διαχωρισμού Ορίων στο Μεσολόγγι.  Με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Μεσολογγίου, αρκούντως αιτιολογημένη, στις 2 Ιανουαρίου 1931, το λιβάδι της Γιαννίτσαρης παραχωρήθηκε οριστικά στην κοινότητα Τροβάτου.  Η απόφαση μάλιστα καθόριζε και τα όρια της κοινότητας Τροβάτου ως εξής: « Άρχονται από κορυφογραμμής εις θέσιν Σταυρό και κατέρχονται δια ταύτης προς τα κάτω και φθάνουν δια της θέσεως Διάσελο εις Άγιον Αντώνιον και εκείθεν εις Γέφυραν συμβολής ποταμού Τροβάτου –Βραγγιανών, ένθα κλείει».  (Σαλαγιάννη Β. Παναγιώτη2008:219-220)

Ο Χριστόφορος Δ. Αλεξάκης Βραγγιανά Αγράφων και Ελληνομουσείο Αγράφων, σ.68, γράφει : « Στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας πέρασε από το χωριό Βελισδόνι (Τρίδενδρο) ένας Γενίτσαρος, πιθανόν για είσπραξη φόρων.  Κατά την διαμονή του όμως εκεί, βίασε μία γυναίκα του χωριού αυτού.  Η γυναίκα όμως αποκάλυψε το γεγονός στον άντρα της αμέσως.  Ο Βελισδονίτης λοιπόν προσβλήθηκε από την ανήθικη συμπεριφορά του Γενίτσαρου, τον παρακολούθησε, σαν έφυγε από το Τρίδεντρο για τα Γκατσέϊκα και πιθανό προορισμό  τα Γιάννενα και λίγο μετά τα Γκατσέϊκα τον σκότωσε.  Από τότε η περιοχή αυτή, όπου θανατώθηκε ο Τούρκος πήρε το όνομα Γενίτσαρη.  Σαν γύρισε όμως ο Βελισδονίτης στο χωριό του, ειδοποίησε τους συγγενείς του για το γεγονός και όλοι μαζί για μεγαλύτερη προστασία έφυγαν για την περιοχή του Βαλαριού (Βαλάρι), όπου και εγκαταστάθηκαν».

Σταν 10
..όλη νύχτα ποδοβολούσαν γύρω μας.. (τους είχαμε πάρει το μέρος)

Ανεβαίνουμε στην κορφή Γενίτσαρη, με φως ημέρας, κουρασμένοι, αλλά μελωμένοι απ’ την ευλογία της Παναγιάς της Στάνας  και το ευχαριστιόμαστε..  Αρκετά για σήμερα πια..

Η μέρα κρατάει ακόμη, είναι καλοκαιρινή.  Κατεβαίνουμε στην τοποθεσία Σταυρός, όπου και κατασκηνώνουμε για τη  νύχτα που έρχεται διστακτικά.  Συντροφιά  το κοπάδι αλόγων που μας γυροφέρνει γιατί τους έχουμε πάρει το μέρος τους..  Όλη νύχτα ποδοβολούσαν τρέχοντας γύρο απ’ το αντίσκηνο.

Το επόμενο πρωϊνό τα μαζέψαμε και κατηφορίσαμε στο χωριό Βελισδόνι. Ενώ έχουμε φτάσει στο χωριό Τρίδενδρο (Βελισδόνι) δεν βλέπουμε για ώρα ψυχή, έως που μας ξαφνιάζει μια ομάδα παιδιών, πούρχονται να μας μιλήσουν….

Tάκης Ντάσιος, Καλοκαίρι 1994

Παραπομπές

(1) Κωμόπολη Στάνος, ύψ. 140 μ. νομού Αιτωλοακαρνανίας Δήμου Αμφιλοχίας, βρίσκεται επί της δημοσιάς Αγρινίου – Άρτας και τη συναντά κανείς 6,5 χιλ. πριν την Αμφιλοχία, στις όχθες της Αμβρακίας λίμνης.  Στα 1928 είχε 1.050 κατοίκους, 1940 > 1.365, 1951 > 1.395. 1961 > 1.690, 1971 > 1.534, 1981 > 1.435, 1991 > 1.345, 2001 > 1.186

Επινιανά, υψ. 1.050 μ. δήμου Αγράφων νομού Ευρυτανίας στις πλαγιές της Φτέρης Δυτικών Αγράφων.  Στα 1928 είχε 486 κατοίκους, 1940 > 350, 1951 > 213, 1961 > 168, 1971 > 169, 1981 > 51, 1991 > 84, 2001 >  529.

«Απ τον οικισμό βλέπει κανείς την ανατολή και το φαράγγι του Αγραφιώτη ποταμού.  Ο Γ. Καραϊσκάκης το 1823 το ονόμασε «δυνατή θέση» δηλαδή καλό οχυρό.  Σήμερα το ονομάζουν «το μπαλκόνι των Αγράφων».  Έχει τρεις συνοικισμούς:  τη Φτέρη, την Ανηφόρα και το Ασπρόρεμα.  Επίσης «Σπουδαίο διατηρητέο ιερό μνημείο είναι το μοναστήρι της Στάνας ή Σίκας –Γεννέσιον της Θεοτόκου, που πανηγυρίζει στις 7 Σεπτεμβρίου το βράδυ και στις 8 Σεπτεμβρίου το πρωϊ.  Η παράδοση αναφέρει πως το μοναστήρι το έκτισε ο Μεγαλοβραγγιανίτης μεγαλοτσέλιγκας Στάνος, απ΄ όπου πήρε και το όνομα Παναγία Στάνα».  (Αλεξάκη Γ. Νικόλαου2008: 277)

Τρίδενδρο (έως 1928 Βελισδόνη και Βελκοδίνο), υψ. 960 μ. δήμου Αγράφων νομού Ευρυτανίας στις νότιες πλαγιές του όγκου Γενίτσαρος.  Στα 1928 είχε 101 κατοίκους, 1940 > 316, 1951 > 140, 1961 > 224, 1971 > 179, 1981 > 68, 1991 > 62, 2001 > 177.

«Τρίδενδρο, μικρό και όμορφο χωριό του Δήμου Αγράφων, που παλιά λεγόταν Βελισδόνι.  Απ εδώ καταγόταν ο σπουδαίος γιατρός και αρχίατρος του Σουλτάνου Νικόλαος Βελισδονίτης»  (Αλεξάκη Γ. Νικολάου2008: 278)

Συνοικισμός Γκίκα, άνωθεν χωριού Τρίδενδρο.  Εδώ για χρόνια έβγαιναν οι τσελιγκάδες Γκατσαίοι, -λέγεται και Γκατσαίϊκα – οι οποίοι στις μέρες μας ζουν στο Αγρίνιο Αιτωλ/νίας.

Τροβάτο, ύψ. 1.000 μ. στις πλαγιές της Τσούκα Σάκκας και στις πηγές του Αγραφιώτη ποταμού δήμου Αγράφων νομού Ευρυτανίας.  Στα 1928 είχε 470 κατοίκους, 1940 > 829, 1951 > 260, 1961 > 329, 1971 > 230, 1981 > 200, 1991 > 132, 2001 > 346.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

  • Χάρτης Γ.Υ.Σ.1971: φύλλο ΄Αγραφα, κλίμακας 1: 50.000
  • Χάρτης Γ.Υ.Σ.1985: φύλλο ΄Αγραφα, κλίμακας 1: 50.000
  • Νικολάου Ιεροπαίδος εξ Αγράφων1997: Εκδόσεις εις αρχάριον ιατρόν, σειρά Βιβλιοθήκη Νεωτέρων Ελλήνων Ιατρών, Νο 2, εκδ. Πανεπιστήμιον Θεσσαλίας Τμήμα Ιατρικής, Λάρισα
  • Σαλαγιάννη Β. Παναγιώτη2008: Το Τροβάτο Αγράφων (Ιστορική και Κοινωνική Προσέγγιση), εκδ. Χρήστος Ε. Δαρδάνος
  • Αλεξάκη Γ. Νικολάου2008: Το Αγραφιώτικο ιδίωμα (βασικοί κανόνες, λεξιλόγιο, ετυμολογία, προφορά, παραδείγματα, λαϊκός πολιτισμός, κύρια ονόματα), Αθήνα
  • Κούτσικου Χαρ. Ιωάννα2009: «Παναγία η Στάνα, ένα μοναστήρι στην κεντρική περιοχή των Αγράφων» στο Τα Άγραφα στη διαδρομή της ιστορίας Πρακτικά συνεδρίου, 8-10 Αυγούστου 2008,  τόμος Β΄, σ.927-938, εκδ. Πανευρυτανικής Ένωσης, Αθήνα
  • Μαυρομύτη Γιάννη – Ανάργυρου2009: «Ιερά Μονή Παναγίας Στάνας» στο Τα Άγραφα στη διαδρομή της ιστορίας Πρακτικά συνεδρίου, 8-10 Αυγούστου 2008,  τόμος Β΄, σ.895–926, εκδ. Πανευρυτανικής Ένωσης, Αθήνα
  • Περιηγητικός & πεζοπορικός χάρτης2009: Ευρυτανικά βουνά, Gentral Greece, 2.4/2.5 Topo50, κλίμακας 1: 50.000 εκδ. ΑΝΑΒΑΣΗ
  • Νέζη Νίκου2010: Τα Ελληνικά βουνά γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2 Ηπειρωτική Ελλάδα (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη), εκδ. Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας Αναρρίχησης – Κληροδότημα Αθ. Λευκαδίτη
  • Σταματελάτου Μιχαήλ, Βάμβα Σταματελάτου Φωτεινή2012: «Γεωγραφικό Λεξικό της Ελλάδας», τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄,  γι αυτή την έκδοση Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
  • Καραγεώργου Κων. Γεωργίου2015: ΤΑ ΑΓΡΑΦΑ, η ιστορία τους (1430-1830) μέσα από την παράδοση και τις παντός είδους μαρτυρίες στις εκκλησίες, στα μοναστήρια και στο δημοτικό τραγούδι.  Οι κλέφτες και οι αρματολοί.  Αντιπροσωπευτικές εικόνες από την κοινωνική και ιδιωτική ζωή.  Οι αρετές των κατοίκων, Αθήνα

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s