Προσεγγίζοντας τον συνοικισμό Σέλλο
Αποφασίζουμε να επισκεφθούμε χειμωνιάτικα τον οικισμό Σέλλο (1), εν έτει 1997. Μπαίνουμε στο χωριό Κερασοχώρι Αγράφων, νομού Ευρυτανίας απ τη δημοσιά, όπου στα δεξιά μας ένδειξη για τα χωριά: Χρύσω, Άγιος Δημήτριος και Γάβρινα. Συνεχίζουμε στην δημοσιά πάνω απ’ το Γυμνάσιο και το ορφανοτροφείο και βγαίνοντας απ’ το χωριό και γυρνώντας δυτικά, το αφήνουμε δεξιά επάνω μας. Αφήνουμε τη δημοσιά και μπαίνουμε σε χωματόδρομο πολύ κακής βατότητας. Ανηφορίζουμε σε δρόμο που θα «ενοχλούσε» και οχήματα 4Χ4, και η ομίχλη ολοένα να χαμηλώνει, προς την περιοχή Κασουγιάννη, ύψ. 1.098 μ., μέσα σε πυκνά δάση. Στο αριστερό μας χέρι βλέπουμε νερά, και πέτρινα κτίσματα, όπως πεζούλια και δεξαμενή νερού, παλιά. Στη συνέχεια συναντάμε πατέρα και γιο, απ’ το χ. Κερασοχώρι, στην τοποθεσία Κάστρο, που έχουν βγει για να μαζέψουν ξύλα, και τους ρωτάμε για το δρόμο για Σέλλο. Μας λένε ότι «ο δρόμος δεν είναι σίγουρο εάν είναι ανοικτός, αλλά στο Σέλλο και να φτάσετε, δεν μένει κανείς τώρα».

Ευχαριστούμε τους ανθρώπους για τις πληροφορίες, τους ευχόμαστε «καλό χειμώνα» και εις πείσμα του καιρού και των δυσκολιών του δρόμου, συνεχίζουμε την πορεία μας απτόητοι για τον οικισμό Σέλλο. Ο δρόμος ανηφορίζει, βγαίνει σε μεσοράχη, μια μακριά διαδρομή, σε υψόμετρο περίπου 1.500 μ. και φτάνουμε σε εικονοστάσι μεγάλο (Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος), παγκάκι στα ριζά του έλατου αριστερά μας. Πιθανά τοποθεσία Στρούγκα. Συνεχίζουμε για λίγο και σταματάμε, διότι έχουν πέσει βράχια μέσα στον δρόμο και δεν μπορούμε να συνεχίσουμε.
Ούτως ή άλλως έχουμε ακόμη να περάσουμε την τοποθεσία Μύτη, υψ. 1.530 μ., μετά την Ανώνυμη 1.308 μ. και να πέσουμε κατά τη ράχη Κατσαβέλη υψ. 980 μ. για να προσεγγίσουμε τον οικισμό Σέλλο, υψ. 1.000 μ. (τα ψηλότερα σπίτια), ενώ το υψ. στην πλατεία με την εκκλησία είναι 800 μ. (όλα αυτά τα βλέπουμε στο χάρτη, γιατί αφ’ ενός δεν μπορούμε να περάσουμε και αφ’ ετέρου η ομίχλη δεν μας επιτρέπει να δούμε και παραπέρα)

Περιοριζόμαστε στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. και εξ αποστάσεως «βλέπουμε» ότι τα ψηλότερα σπίτια του οικισμού στέκονται σε υψ. 960 μ., ενώ το υψόμετρο. στην πλατεία με την εκκλησία είναι στα 800 μ. Καταλαβαίνουμε τη διάταξη του οικισμού στον χώρο, το σημείο που είναι φωλιασμένος και τα παλιά πεζούλια (λαχίδες) στις ρογγιασμένες πλαγιές.
΄Εχουμε διαβάσει ότι ο συνοικισμός Σέλλο (Στέλο) ανήκει στο χωριό Μάραθος, μαζί με τους: Βαρβαριάδα, Σελίστα, Κλοπουκίτσα (Κλομποκίτσα), Δραμάλα, Κρανιά, Γεφυράκι, Παλιοχώρι, Πλατάνους (Πλάτανοι) και Στύλος. Στο κέντρο του οικισμού η εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Νέου, του 1700, που πρώτη απ’ όλα τα χωριά του Δήμου Αγράφων, ανοίγει τον χορό των εορταστικών θρησκευτικών πανηγυριών στις 9 Μαίου (Νικολάου μάρτυρος του εν Βουνένοις). Στα χρόνια της δράσης (από το 1793) του Κατσαντώνη, (1775-1809) το χωριό Μάραθος – το κεντρικό χωριό, το κέντρο με τους έντεκα οικισμούς δορυφόρους – είχε τριάντα ελληνικές οικογένειες, ενώ σύμφωνα με τουρκικά κιτάπια του 1454, στο χωριό Μύρεση (Μάραθος) αναγράφονται δυο νοικοκυριά ενώ ο Στύλος με δεκάξι νοικοκυριά,.

Έχουμε μάθει ότι παλιότερα το χωριό είχε είκοσι (20) οικογένειες και 25 παιδιά στο δημοτικό σχολείο του οικισμού. Στον οικισμό Σέλλο σημειώνονται [χάρτης Γ.Υ.Σ., φύλλο Άγραφα, 1985, κλίμακας 1:50.000] τριάντα (30) κατοικίες. Το σχολείο έχει κλείσει εδώ και χρόνια, όπως και ο οικισμός έχει ερημώσει. Απ’ τους τελευταίους χειμωνιάτικους κατοίκους του οικισμού, ήταν, οι: Κώστας Μουτσέλος (πατέρας και κόρη), Λάκης Μπουμπουρής (παίζει φλογέρα), Νίκος Τσιγαρίδας (πληροφορίες για το Σέλλο) και Κώστας Μπαλωμένος (παίζει βιολί) που έμεινε στον οικισμό μέχρι το 2007. Κείνη τη χρονιά «έχασε» τη σύζυγό του Σοφία και η κόρη τους τον πήρε μαζί της στον οικισμό Γούδιση (Γούρδιση) του χωριού Χρύσω. Ήταν ο τελευταίος μόνιμος κάτοικος του Σέλλο. Τη χρονιά (2008) που επισκεφθήκαμε τον οικισμό, δεν έμενε κανείς.
Στον οικισμό αναφέρεται ακόμη και η σπηλιά του Καρατσίκη, που λέγεται ότι εκεί λειτουργούσε νομισματοκοπείο (εργαστήριο κοπής νομισμάτων). Η είσοδος της σπηλιάς είναι οκτώ μέτρα και το βάθος άγνωστο. Μέσα στην σπηλιά υπάρχουν σωροί άμμου, που την μετέφεραν άγνωστο πότε εκεί, ίσως για κάποια επεξεργασία.
Ο Δημήτριος Λουκόπουλος, Στα βουνά του Κατσαντώνη, (1930:159), στην υποσημείωση, γι’ αυτό γράφει «Στου Μάραθου την περιφέρεια βρίσκεται και μια σπηλιά που τη λεν΄ «Σπηλιά του Καρακίτση» γιατί αυτού μέσα σκοτώθηκε ο Καρακίτσης. Στην εφημερίδα «Ρουμελιώτης» 5ης Νοεμβρίου 1932, γράφεται: «το σπήλαιον είναι τεραστίων διαστάσεων και με πολλά διαμερίσματα και εκτάκτως αξιοπερίεργον, τόσον δια το μέγεθος και το άγριον μεγαλείον που παρουσιάζει, αλλά και διότι περιέχει αρκετάς αρχαιότητας εις έργα τέχνης και αρχαίους τάφους. Προ μηνός ο Κ. Ι. Μπαλωμένος όλως τυχαίως και μετά από πρόχειρον έρευναν ανακάλυψε μερικά αγαλμάτια πήλινα παριστώντα γυναίκας και εφήβους και 2 – 3 πτηνά και μερικά χάλκινα νομίσματα Κορινθιακά. Εντός του σπηλαίου, εις το οποίον παρατηρείται το φαινόμενον, ότι το δάπεδον είναι εστρωμένον με άμμον ψιλήν, ήτις κατά πάσαν πιθανότητα μεταφέρθη απ’ έξω, ευρίσκονται αρκετοί τάφοι λιθόκτιστοι. Μετά κόπου ηνοίχθη εις εντός του οποίου ευ6ρέθη μόνον ο σκελετός, αλλά ανθρώπου υπερφυσικού μεγέθους, ευρίσκονται δε και πολλά τεμάχια πηλίνων αγγείων. Εις έν δε μέρος ομοιάζον με φρέαρ ευρίσκεται χώμα ψιλό κατάλληλον δια πηλόν, εξ ού φαίνεται κατεσκευάσθησαν τα αγγεία, εις μίαν δε άλλην οπήν ευρέθησαν τα νομίσματα.. Φαίνεται δε ότι έχει και άλλας στοάς, αι είσοδοι των οποίων φράσσονται και αίτινες μόνον όταν γίνει συστηματική ανασκαφή και αφαιρεθή το εντός του σπηλαίου χώμα πιθανόν να αποκαλυφθούν.. Μετά τιμής Σερ. Μπακατσιάς».

Ορεογραφία –τοπογραφία και ιστορίες του τόπου
Η περιοχή που θέλουμε να γνωρίσουμε βρίσκεται στο νομό Ευρυτανίας Δήμου Αγράφων, στα Ανατολικά Άγραφα, και «κυκλώνεται» απ’ τους οικισμούς, συνοικισμούς: Αρχίζοντας απ’ τον οικ. Κρέντη, πέφτουμε στην ποταμιά του Αγραφιώτη, Κλεφτολήμερο, Κόλιανη, Βαρβαριάδα, Σελίστα, Στύλος, οικ. Μάραθος, Κλοπουκίτσα, συν. Σέλλος, Κερασοχώρι (Κεράσοβο), Κρέντη. Ευρύτερα έχουμε να κάνουμε με το ορεινό ανάγλυφο ανάμεσα στις υδάτινες ροές των ποταμών: Aγραφιώτη και των μικρότερων ρεμάτων: Μερισιώτη, Γαβρενίτη και της δημοσιάς Κερασοχωρίου – Κρέντη. Οι κορφές στο ανάγλυφο του τόπου, είναι: Ψηλόρραχη, 1.332 μ., Μούσκος, 1.371 μ., Βατόσκαλα 1.601 μ. > Ουρανός 1.619 μ., Κατσαντώνη, 1.431 μ., Κατσαβέλη, 980 μ.
Ρέματα: Μελισσόρεμα (σκάει στον Αγραφιώτη), Σελιώτικο (σκάει στον Αγραφιώτη), Κλοπουκίτσας (σκάει στην Σελίτσα στον Αγραφιώτη)
Παλιές διαδρομές και χαράξεις: Βατόσκαλα, Φιδόσκαλα, υψηλή οδός ΄Αγιος Δημήτριος – Μάραθος -΄Αγραφα. Επίσης κάθετες χαράξεις: (απ΄ τη διάνοιξη οδού Δραμάλα – Κλοπουκίτσα, εις το μέσον αυτής σε διάσελο ύψ. 1.000 μ. τοποθεσία Κατσαντώνης, διέρχεται μονοπάτι που ανηφορίζει > κορφή Ουρανός, 1.622 μ. > οικ. ΄Αγιος Δημήτριος > ρέμα Γαβρενίτης.
Μιας και μιλήσαμε για διάσελο, ο Δημήτρης Λουκόπουλος στα Βουνά του Κατσαντώνη, (1930: 139-40) γράφει για το διάσελο: «.. Άλλος διάσελος είναι εδώ, παρακάτω απ’ το διάσελο, όπου του Πάνου το μνήμα. Πόσο χαίρομαι τους διάσελους! Την καρδιά μου μαγεύει η ομορφιά τους! «Απάν΄ Διάσελος!, Κάτω Διάσελος!, Βαθύς Διάσελο, Κόκκινος Διάσελος, Πέρα διάσελος, Δώθε Διάσελος! (τους διάσελους στην ΄Ηπειρο τους λένε κιάφες). ακούς, όπου κι αν πας στα βουνίσια χωριά της Ρούμελης. Γιομίζουν την καρδιά σου από κάτι που γλώσσα ανθρώπου δε μπορεί να πει. Όσο για μένα φτάνει που το χαίρομαι. Αν ρωτήσεις χωριάτη τι είναι διάσελος, θα σου πει: «Κει π’ ανασαίνει ο άνθρωπος, γιατί διασελώνει. Καμπή μία της πολυβασανισμένης ζωής του θέλει να πει. Εκεί αφήνει το χειρότερο και παίρνει το καλύτερο. Απ’ τον ανήφορο πάει στον κατήφορο. Αφήνει το πίσω, τηράει το ομπρός. Αυτή η ελπίδα δεν είναι, που μας κάνει και χαιρόμαστε τη ζωή!.
Ο Στέφανος Γρανίτσας στο βιβλίο του «Τα ήμερα και τα άγρια του βουνού και του λόγγου», (1976:9 για την χάραξη δρόμου, γράφει: «παλιά όταν έκαναν την χάραξη του δρόμου Κεράσοβο – ΄Αγραφα – Βραγγιανά, στη θέση ΄Ασπρα Λιθάρια, έφτασε είδηση ότι υπήρχε στοιχειό, που ήταν ένα πελώριο φίδι με ουρά δυο πήχεις, κεφάλι αλόγου, μάτια σαν τάληρα και αυγά σαν χήνας. Προχωρώντας ο δρόμος προς τα βουνά της Νιάλας. σε κάθε στάνη, κάθε διαβάτης, κάθε χανιτζής προσέθετε και κάτι. Τέλος άρχισαν να λένε ότι σ’ αυτά τα μέρη, υπήρχε στοιχειό το οποίο εμαύλιζε ζώα και τα κατάπινε. Μια μέρα ο βοσκός Τσάλης έπεσε πάνω του. Το στοιχειό τον μαύλιζε, όταν την τελευταία στιγμή ο βοσκός του έριξε μια με την κουμπούρα του. Το στοιχειό έσκασε και ο βοσκός έπεσε αναίσθητος. Δύσκολα τον έφεραν στη ζωή οι συγχωριανοί του Βελιζδονίτες..»
Με την ευκαιρία του «στοιχειού» και τους μύθους, ο Στέφανος Γρανίτσας αναφέρει κι ένα γεγονός. «Τα Στοιχειά είναι περιζήτητα δια μία ωοειδή πέτραν, την οποία, ως επί το πλείστον, φέρον εις τον λαιμόν και η οποία λέγεται παντζέχρι. Πίνουν απ΄ αυτό ολίγα θρύμματα οι δηλητηριαζόμενοι από φίδια και θεραπεύονται. Είναι πράγματι αποτελεσματικώτατον το φάρμακον. Ακόμη προχθές το είδομεν όλοι στο Μοναστηράκι των Αγράφων, όπου εσώθη ένας άνθρωπος. Εις τον κατασκευαζόμενον δρόμον Αγράφων, κάθε εργάτης φέρει μαζί του παντζέχρι, διότι τα φίδια είναι άφθονα, απαντώμενα υπό κάθε μεγάλην πέτραν. Διήλθομεν τον δρόμον ανάμεσα από σκοτωμένα φίδια, τα οποία οι εργάται αναρτούν δεξιά και αριστερά επάνω εις τα δένδρα, ως ένδοξα τρόπαια της διαβάσεώς των ή μάλλον της δυναμίτιδος, βοηθεία της οποίας ανοίγεται η βραχώδης πλευρά του ποταμού Αγραφιώτη». (Γρανίτσα Στέφανου1976:14,5)
[…]
Διαδρομή Σέλλο –Κλοπουκίτσα – Δραμάλας κόμβος –Σελίστα –Βαρβαριάδα. και ένα ημερολόγιο του χ. Μάραθου έτους 2005, που βρήκα στο δρόμο..
Μετά από χρόνια, το, 2008 καλοκαίρι, οδηγώντας σε δρόμο που καλοπατιέται, φτάνω ξανά και πέφτω στον συνοικισμό Σέλλο. Στη θέση του σχολείου υπήρχε/υπάρχει ένα παράπηγμα πράσινο από hard board (για σχολείο) και δίπλα δωματιάκι ανάλογο με κρεβάτι, ντουλάπι (για τον δάσκαλο) και φωτογραφίες-ζωγραφιές ηρώων αναρτημένες στους τοίχους. Στέκομαι ευλαβικά ακίνητος. Μετά τρομάζω με τη σιωπή του τόπου. Ολόγυρα, ψηλά δασωμένο πεδίο. Γύρω μου, κοντά, καθώς διαβαίνω, κατοικίες ερμητικά κλειστές και γκρέμια από σπίτια παλιά, άλλοτε εύρωστα, πνιγμένα στη βλάστηση. Πάω στην εκκλησία πούναι ανακαινισμένη και στέκει ακέραια. Εδώ τιμάται ο Άγιος Νικόλαος εν Βουναίνοις, ο ΄Αγιος Νικόλαος ο νέος, ΄Αγιος της Ευρυτανίας. Φέρνω μια –δυο βόλτες την εκκλησιά, μπας και μου μιλήσει κάποιος. Πάω στο νεκροταφείο του συνοικισμού και περιφέρομαι ανάμεσα στα παλιά μνήματα, ονόματα γνωστά, αισθανόμενος -τι παράξενο – ανθρώπινη παρουσία. Ερημιά και η πυκνή βλάστηση τάχει σκεπάσει όλα. Και η σιωπή του τόπου συντροφιά μου. Αποφασίζω να φύγω.

Γύρισα στο αμαξάκι που με περίμενε υπομονετικά πάνω στο δρόμο και ανηφόρισα στον κόμβο με τα δυο εικονοστάσια. Μέχρι εδώ μετρημένα 2,5 χιλ. κάτω απ’ την κορφούλα Ανώνυμη 1.308 μ. Μελωμένος απ’ την ομορφιά της φύσης, οδήγησα για δυο χιλ. και μπήκα στον συνοικισμό Κλοπουκίτσα. Εδώ τα σπίτια με τα κήπια τους ήταν καλοστεκούμενα, σημάδι ότι ζούσε κόσμος και χάρηκα. Ανθρώπινη παρουσία δεν μπόρεσα να δω, ήταν και μεσημέρι, δεν θέλησα να ενοχλήσω. Πέρασα το ρεματάκι που διασχίζει τον συνοικισμό με τα λίγα σπίτια αλλά καλοστεκούμενα, ευρισκόμενος κάτω απ’ την κορφούλα Ουρανός, ύψ. 1.619 μ. Στάθηκα μια στιγμή και κοίταξα κατά πάνω, σημαδεύοντας τον Ουρανό!. Θυμήθηκα μια μοναχική ανάβαση πούχα κάνει στην κορφή Ουρανός, απ’ το Κερασοχώρι Λακώματα, 1.506 μ. Βατόσκαλα, 1.596 μ., > κορφή Ουρανός, 1.622 μ. Επρόκειτο για μια παράλληλη διαδρομή, ψηλότερη, σε σχέση μ’ αυτή που κάνω τώρα. Ωραία είναι, σκέφτηκα,, να περπατάς στα ψηλώματα..

Βγήκα απ’ τον οικισμό και φεύγοντας έκλεισα και την πόρτα πίσω μου για να μην περνούν τα ζώα του επόμενου συνοικισμού. Το τοπίο – πεδίο είναι εντυπωσιακά όμορφο, απλά είμαι στ’ ΄Αγραφα και σε κάθε στροφή του δρόμου (ευτυχώς που υπάρχει κι αυτός) σου αποκαλύπτονται δασωμένες κορφούλες γεμάτες έλατα και εκεί που αυτές χαμηλώνουν και περνάει η ματιά μου, ξεπροβάλλουν ψηλότερες κορφές, εντυπωσιακές, να κλείνουν τον ουρανό. Καλύπτω ακόμη 8,5 χιλ. φτάνοντας κάτω απ’ την κορφούλα Τσούμα, ύψ. 1.103 μ. και στην διασταύρωση, που ο ένας δρόμος οδηγεί στο χωριό Μάραθος, – εγώ κάνω αριστερά για Ντίσα, στο ύψος του συνοικισμού Δραμάλα.
Βγαίνω «σε φώς» και μου προβάλλονται απέναντι οι κορφές των Δυτικών Αγράφων (Καλόγερος, Λιάκουρα, Φτέρη, Κρούνα κ.λ.π.) και όπως είναι μεσημεράκι με πιάνει κάτι.. Βλέπεις, Όπως κατηφορίζω πια το δρόμο για Στύλο, στο πρώτο λιβάδι, στέκομαι γιατί μούρχονται στο νου παλιές θύμισες του τόπου. Βγαίνω απ’ το αμαξάκι και μπαίνω στο λιβάδι και εκεί στο βράχο, που το λούζει ένας μεσημεριάτικος ήλιος, λουφάζω για μια ανάσα..
Πάνε κάποια χρόνια, θάταν το 2003, που θέλαμε να φτιάξουμε μια ταινία για τον τόπο και την φτιάξαμε με τίτλο «Το πήδημα του Κατσαντώνη και μπάρμπα Λάμπρος». Στα πλαίσια αυτής της ταινίας, τότε, αναζητήσαμε τον Κώστα Μπαλωμένο απ’ το Σέλλο, με το βιολί του και μια μέρα τότε φωτεινή, σμίξαμε ακριβώς εδώ. Γέρνω στον βράχο, κλείνω τα μάτια, μ’ αγκυλώνουν τα καλοκαιρινά αγριόχορτα, αλλά εγώ ταξιδεύω με τον ήχο του μπάρμπα Κώστα, που με περνάει από κορφή, με ξεμακραίνει… «Καλό ταξίδι» νάχεις μπάρμπα Κώστα, έφυγες κι εσύ, γίναμε φτωχότερο, έφυγε και ο δημιουργός της ταινίας Γιώργος Κολόζης, λίγο μετά..
Ανασυντάσσομαι και παίρνω το δρόμο για τη Βαρβαριάδα γιατί έχω πολύ δρόμο για την επιστροφή. Είναι απόγευμα πια, και βρίσκομαι χωμένος σε βουνά στριφογυρίζοντας μονάχος μου σε δύσκολο δρόμο, έχοντας αφήσει πίσω μου το χωριό Μάραθο (Μύρεσι), προσπαθώντας να χαμηλώσω στη ποταμιά του Αγραφιώτη ποταμού. Καθώς οδηγώ, κάποια στιγμή ένα άνοιγμα του ουρανού στα δυτικά, επέτρεψε να περάσει ένα φως και να χρωματίσει, απέναντι, τις κορφές της Φτέρης και της Κ’ρούνας.

Σταματώ το αμάξι καταμεσής του δρόμου, ανοίγω την πόρτα και πετάγομαι έξω στο σούρουπο, προσπαθώντας να αιχμαλωτίσω το φως φωτογραφικά..
Κάνω να φύγω ρίχνοντας τη ματιά μου καταγής και αυτή πέφτει παραδίπλα σ’ ένα «χαρτάκι». Σκύβω και το σηκώνω. Είναι βρεγμένο, «κατσιασμένο», αλλά όταν το σιάχνω προβάλει σε εικονογράφηση αλυσοδεμένος ο ήρωας Κατσαντώνης, και δίπλα το χωριό Μάραθος. Πατάω σε χώματα που πάτησαν τα πόδια του Κατσαντώνη και μπροστά μου προβάλλει η μορφή του. Είμαι στα λημέρια του λαϊκού ήρωα.. Διαβάζω: ημερολόγιο 2005 – Σύλλογος Απανταχού Μαραθιωτών Είναι μικρού μεγέθους, χωράει στη παλάμη μου. Ευλαβικά το παίρνω μαζί μου και συνταξιδεύουμε. Καθώς το επεξεργάζομαι στέκομαι στις φωτογραφίες του, που είναι παλιές φωτογραφημένες από τους Κώστα Μπουμπουρή, Γιάννη Μάκκα και Ηλία Προβόπουλο. Στις τελευταίες σελίδες του μικρού ημερολογίου, σταματώ σε μια φωτογραφία όπου είναι από το πανηγύρι στον συνοικισμό Σέλο του Μαράθου στα 1957. Η λεζάντα αναφέρει: Πανηγύρι Άη Νικόλα στο Σέλο (1957), ο θρυλικός βιρτουόζος του βιολιού Γυφτανδρέας Χαλκιάς «επί το έργον».

Περνάω τη Σελίστα και σταματώ στην Βαρβαριάδα στου μπάρμπα Λάμπρου Κοντογούνη και μετά τα πρώτα, του πετάω το όνομα «Γυφτανδρέας», όπου μαθαίνω: «Ο Ανδρέας Χαλκιάς (Γυφτανδρέας) ζούσε εδώ στα καλύβια, με την οικογένειά του, απέναντι απ’ τη διπλή πέτρινη βρύση του οικισμού, στις καρυδιές, δούλευε σιδεράς. Έφτιαχνε γκασμάδες, γεωργικά εργαλεία, υνιά και διάφορα, «γράφει ο Κώστας Μπουμπουρής γι’ αυτόν».
Οι Χαλκιάδες προέρχονταν απ’ το Κερασοχώρι. Κάποιος, αναφέρει στα 1918 κάτι ονόματα στο Κερασοχώρι και ένα εξ αυτών ήταν οι Χαλκιάδες, οι οποίοι ασκούσαν το επάγγελμα του σιδερά, ήταν σιδεράδες. Τα παλιά χρόνια, τότε που υπήρχαν οι ληστείες και οι κλοπές, κάποιος απ αυτούς, Χρήστος Χαλκιάς, είχε συλληφθεί ως ληστής και του κόψαν λίγο τ’ αυτιά. Εγώ το θυμάμαι στο χωριό, ήταν τότε τις μόδας τα μακριά μαλλιά και τα έριχνε από πάνω για να μην φαίνονται. Μούχε φτιάξει και ένα πριόβολο (τσακμάκι με ίσκα) τύπου ιταλικό με γυρισμένο στις άκρες. Ο Γυφτανδρέας λοιπόν έφυγε απ’ το Κερασοχώρι και έμεινε στη Βαρβαριάδα για να πιάνει τους Αγραφιώτες της ποταμιάς».

Απ’ τον μπάρμπα Λάμπρο, εδώ στην Βαρβαριάδα, μαθαίνω ακόμα: Δίπλα, που είναι κάτι παραγκάκια, πριν του Πάνου του Τσιγαρίδα, ήταν ένας γύφτος και έφτιαχνε σιδερικά, ας πούμε, και έπαιζε και βιολί. Μόλις έβλεπα τα πράγματα, έβγαινα και του φώναζα: ««Ανδρέα, πάρε το βιολί και έλα δω»» Αυτός έπαιρνε το βιολάκι του και στο μαγαζάκι στηνότανε γλέντι σωστό. Αμέ, μας έπαιρνε ημέρα μερικές φορές! Ήταν περιζήτητος λοιπόν ο Γυφτανδρέας όταν αυτό δούλευε Το μαγαζί) και μάζευε κόσμο, κόσμο να δουν τα μάτια σου».
Κόσμος μαζεύονταν στο χάνι του μπάρμπα Λάμπρου. Αυτό μάζευε τον κόσμο όλης της ποταμιάς. Το είχε το μαγαζάκι του και γενικό εμπόριο, πουλούσε ρούχα παπούτσια και άλλα. Οι διερχόμενοι έμεναν εκεί περιμένοντας το πρωινό λεωφορείο για το Καρπενήσι, οπότε κάτι να τσιμπήσουν κάτι να πιουν. Μαζί μ’ αυτά το κέφι δεν ήταν δύσκολο. Μπορεί νάταν δύσκολα τα χρόνια, η φτώχια ξεχείλιζε απ’ τα παντελόνια τους, αλλά τα βρίσκει ο άνθρωπος, δεν θέλει και πολλά, μ’ ότι έχει μπορεί να περάσει καλά..

Μετά από καιρό παρευρέθηκα σε παρουσίαση βιβλίου του ζωγράφου Θανάση Μπακογιώργου, με καταγωγή το χ. Μαυρομάτα (Έλσιανη) και ο ζωγράφος μου συστήνει τον Αγραφιώτη Γιάννη Μάκκα. Καθόμαστε δίπλα–δίπλα και καθώς τα λέμε ξετυλίγουμε πράγματα κι εγώ μαθαίνω πολλά.. Ο ίδιος κατάγεται απ τον Μάραθο και συγκεκριμένα από τον συνοικισμό Στύλους, όπου έζησε εκεί έως τα δώδεκά του. Επίσης μαθαίνω ότι επιμελήθηκε ως μέλος του Συλλόγου Απανταχού Μαραθιωτών το ημερολόγιον το 2005. Να τι μαθαίνω: «Ο φωτογράφος της φωτογραφίας, παγγύρι στο Σέλλο, του 1957 είναι ο Μίμης Μεριγκούνης, απ’ το Κερασοχώρι (Κεράσοβο), όπου διατηρούσε φωτογραφείο και μαγαζάκι με περιοδικά. Αυτός τότε είχε μια μηχανή και γύριζε τον τόπο… Το πρωτότυπο αυτής της φωτογραφίας βρίσκεται στα χέρια του Γιάννη Μάκκα. Ο πατέρας του φωτογράφου διατηρούσε στο Κερασοχώρι ένα μαγαζάκι, που πουλούσε εφημερίδες (ερχόντουσαν δυο φορές τη βδομάδα οι εφημερίδες, καθώς και τα περιοδικά εκείνης της εποχής), όπου πηγαίναμε εμείς παιδιά – πού λεφτά ν’ αγοράσουμε – και διαβάζαμε εκεί τα περιοδικά «παιδί φάντασμα», «γεράκι» (αυτά που κυκλοφορούσαν με δυσκολία στην περιοχή μας τη δεκαετία του ΄60). «Ο Μίμης Μεριγκούνης σήμερα ζει στο Καρπενήσι. Υπάρχει ακόμη και το σπίτι του στο Κερασοχώρι, που μπορεί να υπάρχουν εκεί ακόμη κάποια απ’ τα σύνεργα της δουλειάς του και παλιές φωτογραφίες, ποιος ξέρει..
Η κοπελιά που χορεύει μπροστά είναι η Σταυρούλα Μπαλωμένου του Κώστα ζει σήμερα στον πάτο του Καρπενησίου, κοντά στο δημοτικό σχολείο. Την κρατά, ο αδελφός της Παναγιώτης. Το κτίριο στο πίσω μέρος της φωτογραφίας είναι το παλιό πέτρινο δημοτικό σχολείο του Σέλου. Το σχολείο παλιά είχε στο πίσω μέρος κήπο και δωμάτιο που ζούσε ο δάσκαλος. Καταστράφηκε με τους σεισμούς του 1966. Μέχρι το 1970 οι κάτοικοι του Σέλλο εγκατέλειψαν τον οικισμό». (πληροφορητής Γιάννης Μάκκας, από Στύλους Μάραθου Αγράφων)
Με αφορμή τους Γυφτανδρέα Χαλκιά, και Κώστα Μπαλωμένο, σε βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα του Ηλιόπουλου Δ. Αναστασίου(Επιμέλεια)2018: Δημοτικά τραγούδια Ευρυτανίας συλλογή Σπύρ. Δ. Περιστέρη 1959, 1962, διαβάζω: Δήμος Καρπενησίου, Δ.Ε. Αγράφων, απ το χωριό Μάραθος, σημειώνονται οι κάτωθι: «Βιολί Μπαλωμένος Κωνσταντίνος (Μάραθος ή «Μύρεσι», οικισμός Σέλλο 1927 – είναι και τραγουδιστής. Φλογέρα Μπουμπουρής Απόστολος (Λάκης) (1332 -2001). Αναστασία (Σία) Σφήκα του Αριστείδη, το γένος Μπαλωμένου (1930 – Καρπενήσι, 2002), ερασιτέχνης. Μπουμπουρής Νικόλαος του Αποστόλου (Μάραθος, 1963 – ζει στο Καρπενήσι)» (2018:XLVII).
Τάκης Ντάσιος Χειμώνας 1997 και Καλοκαίρι 2008
Παραπομπές
(1) Κρέντης, υψ. 740 μ. στις νότιο-ανατολικές πλαγιές του Καυκί Αν. Αγράφων δήμου Βίνιανης νομού Ευρυτανίας. Στα 1928 είχε 148 κατοίκους, 1940 > 523, 1951 > 578, 1961 > 478, 1971 > 241, 1981 > 284, 1991 > 307, 2001 > 330.
Αγροτουριστικός ξενώνας «Μάκκας» Κρέντη Ευρυτανίας. Τηλ. 22370 31350, http://www.makkashotel.com «Το .. κλειδί για την Ευρυτανία. Στην καρδιά της Ευρυτανίας, η Κρέντη, το ξαναγεννημένο χωριό που κρατάει τα «κλειδιά» για ολόκληρη την περιοχή της πανέμορφης, άγριας και άγνωστης Δυτικής Ευρυτανίας. Σε στρατηγικό σημείο χτισμένη η Κρέντη απέκτησε τελευταία έναν από τους καλύτερους αγροτοτουριστικούς ξενώνες του νομού. Με μεράκι και προ πάντων σεβασμό στο τοπίο, ο ιδιοκτήτης του, Γιώργος Μάκκας και τα αδέλφια του Κώστας και Αργύρης άνοιξαν μια καινούργια σελίδα σ’ αυτό που λέμε ορεινό τουρισμό και διακοπές στα βουνά της Κεντρικής Ελλάδας. Τα 10 δωμάτια που διαθέτει ο αγροτουριστικός ξενώνας «Μάκκας» είναι διαθέσιμα όλο το χρόνο ως βάση για κοντινές ή μακρινές αποδράσεις από την καθημερινότητα και την επαφή με την πραγματική φύση. Γι’ αυτό και όσοι ξέρουν την Ευρυτανία και θέλουν να γνωρίσουν και νέες άγνωστες μεριές της τον χρησιμοποιούν ως ορμητήριο. Απ’ εκεί, μέσα από μοναδικές διαδρομές, μπορούν να φθάσουν οπουδήποτε είτε με αυτοκίνητο είτε πεζοπορώντας. Το κλασσικό δρομολόγιο, μιας ημερήσιας εκδρομής κάτω από τα βουνά που έζησε και έδρασε ο θρυλικός Κατσαντώνης, είναι η παραποτάμια διαδρομή του Αγραφιώτη ποταμού με προορισμό το χωριό ΄Αγραφα, όπου πάντα περιμένει το νοστιμότατο κατσικάκι στη γάστρα κι απ’ εκεί στο Μοναστηράκι για εξαίρετο ντόπιο τσίπουρο, πριν την επιστροφή στην Κρέντη για ξεκούραση. Στον ξενώνα «Μάκκας» είναι έτοιμοι πάντα να καλοδεχτούν τον επισκέπτη. Αμφιθεατρικά χτισμένος στην κορυφή του χωριού προσφέρει απεριόριστη θέα από τις βεράντες του. Ζεστά τα δωμάτιά του διαθέτουν όλες τις ανέσεις και τις ευκολίες. Στο σαλόνι του φωλιάζει το υπέροχο τζάκι, που καίει συνεχώς. Γωνιά ιδανική για ένα τσίπουρο για ν΄ ανοίξει η όρεξη. Παραδοσιακή η κουζίνα του, διαθέτει νοστιμιές με προϊόντα που βγάζει η ευρυτανική γη. Νοστιμότατο κρέας από τα περίφημα κατσίκια των Αγράφων, μοναδικό τυρί, υπέροχο μέλι, ζυμωτό ψωμί, κατσικίσιο γάλα και βούτυρο, μπακλαβάδες και καρυδόπιτες από ντόπια προϊόντα, αυγά χωριάτικα, πέστροφα από τον Αγραφιώτη. Γλυκό το βράδυ, μετά από τις συγκινήσεις της μέρας τελειώνει πάντα γύρω από το υπέροχο τζάκι του. Με κάστανα στη χόβολη, καλό κρασί και διηγήσεις για τ΄ ΄Αγραφα»..
Κερασοχώρι (έως 1928 Κεράσοβο), ύψ. 1.000 μ. στις νότιες πλαγιές του Καυκί, ύψ. 1.753 μ. δήμου Βίνιανης, νομού Ευρυτανίας. Στα 1928 είχε 528 κατοίκους, 1940 > 516, 1951 > 395, 1961 > 406, 1971 > 518, 1981 > 318, 1991 > 274, 2001 > 247. Απέχει 45 χιλ. της πόλης του Καρπενησίου.
Καφετέριες – μπαρ «΄Ανεμος». Τηλ. 2237031452 Το πανέμορφο Κερασοχώρι έχει το δικό του χώρο διασκέδασης τον «Άνεμο». Μία καταπληκτικά διακοσμημένη αίθουσα, όπου μπορείτε να απολαύσετε το ποτό σας και να γλεντήσετε υπό τον ήχο υπέροχων ακουσμάτων
Μάραθος, (έως 1928 Μήρυσι), υψ. στις πλαγιές του Προσηλιακό, ύψ. 1.864 μ. δήμου Αγράφων νομού Ευρυτανίας. Στα 1928 είχε 472 κατοίκους, 1940 > 324, 1951 > 387, 1961 > 361, 1971 > 79, 1981 > 59, 1991 > 111, 2001> 181. Ο συνοικισμός Σέλλο (Στέλο) ανήκει στο χωριό Μάραθος, μαζί με τους: Βαρβαριάδα, Σελίστα, Κλοπουκίτσα (Κλομποκίτσα), Δραμάλα, Κρανιά, Γεφυράκι, Παλιοχώρι, Πλατάνους (Πλάτανοι) και Στύλος
Μάραθος (Κωδικός 02370)
Ορειβατικός ξενώνας – ταβέρνα: Πεσλής Χρ. 02370 95869
Μπούρα Μαρία 22370 95690
Σέλο, το, ύψ. 1.000 μ. κοινότητα Μαράθου Δημου Αγράφων νομού Ευρυτανίας. Στις βόρειες πλαγιές του Καυκί, ύψ.1.753 μ. Στα 1928 είχε 237 κατοίκους, 1940 > 272, 1951 > 191, 1961 > 219, 1971 > 135, 1981 > 64, 1991 > 62, 2001 > 88. Απέχει 73 χιλ. από την πόλη του Καρπενησίου.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Λουκόπουλου Δημητρίου1929: Στ’ ΄Αγραφα, ένα ταξίδι με εικόνες, σειρά: Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, Νο 57, κεντρική πώλησις Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη, Οδός Σταδίου 52 (Μέγαρον Αρσακείου) εν Αθήναις
- Λουκόπουλου Δημητρίου1930: Στα βουνά του Κατσαντώνη σειρά: Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, κεντρική πώλησις Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη, Οδός Σταδίου 52 (Μέγαρον Αρσακείου) εν Αθήναις
- Σταμέλου Δημήτρη1980: Κατσαντώνης, η αποθέωση της παλικαριάς, Μυθιστορηματική βιογραφία ιστορικά και βιβλιογραφικά τεκμηριωμένη, σειρά: Νεοελληνικά λογοτεχνία, Αρ. 246, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι .Δ. Κολλάρου και Σίας Α.Ε., Αθήνα
- Γρανίτσα Στεφάνου1976: Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε.
- Μπουμπουρή Κώστα2002: Κατσαντώνης, εποποιία και θρύλος, έκδ. Συλλόγου «Απανταχού Μαραθιωτών»
- Νέζη Νίκου2010: Τα ελληνικά βουνά, γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2, Ηπειρωτική Ελλάδα (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, ΄Ηπειρος, Μακεδονία, Θράκη), εκδ. Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας Αναρρίχησης –Κληροδότημα Αθ. Λευκαδίτη
- Σταματελάτου Μιχαήλ, Βάμβα Σταματελάτου Φωτεινή2012: «Γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδας», τόμοι Α, Β, Γ, για αυτή την έκδοση Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
- Πεζοπορικός χάρτης2019: ΄Αγραφα, κλίμακας 1:50.000 Topo 50 2.5/4.1 εκδ. ΑΝΑΒΑΣΗ