Στο κρεμαστό γεφύρι των Δολιανών Ευρυτανίας

Τα πρώτα λόγια για την περιοχή και για το υπέροχο γεφύρι τ’ ακούσαμε από το στόμα του Λουκά Γιαννακούλη (1) το προηγούμενο απόγευμα, καθώς σμίξαμε ψηλά στα Βαρδούσια.  Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μας, καθώς βρεθήκαμε με παλιούς γνωστούς στο βουνό, απ’ τις συναντήσεις που έμειναν για πάντα χαραγμένες μέσα μου.  Όταν το φως της ημέρας έγειρε πίσω από την Πυραμίδα-Γιδοβούνι, η ψύχρα μας βρήκε και γι’ αυτό βολευτήκαμε για τη συνέχεια της κουβεντούλας, στο αποθηκάκι του καταφυγίου.  Ήταν πρώτης τάξεως «φωλιά», όταν δεν θες να στήσεις αντίσκηνο.  Όσοι κι αν ήμασταν, βολευτήκαμε ο ένας δίπλα στον άλλον και ήμασταν καλλίτερα.  «Να πάτε στα Ροσκά..  Αφού έχετε χρόνο να πάτε κατά Καλιακούδα μεριά. Είναι καταπληκτικό το μέρος, θα με θυμηθείτε.  Τι νερά, τι πράγματα, να πάτε στο ποτάμι, έχει ένα γεφύρι το οποίο θυμίζει τα κρεμαστά γεφύρια με το συρματόσχοινο των Ιμαλαϊων.  Τι να σας πω, είναι πολύ όμορφο μέρος».

«Έχω ένα φίλο, που είχε σπίτι στα Ροσκά.  Πήγαμε μια χρονιά και καθίσαμε 15 μέρες.  Το χαρήκαμε.. Τι βόλτες, τι χάζι..  Μαζεύαμε σταφύλια, φρούτα όλη μέρα.  Χόρτασα βόλτες στην περιοχή», συνέχισε ο Λουκάς..  Η κουβέντα γυρόφερνε για πολλά και διάφορα, αλλά σίγουρα η ιδέα είχε πέσει.  Λίγο πριν κοιμηθούμε, ξανακούστηκε.  «Κάτσε να ξημερώσει και βλέπουμε» απάντησα, καθώς είχα μελώσει για τα καλά με τη κουβέντα της συντροφιάς.

Φώτος 1
Στην πλατεία της Αρτοτίνας, Φωκίδας.  Μετά χωρίσαμε..

Χαιρετηθήκαμε για τα καλά αυτή τη φορά, βουνίσια, και αφού ανανεώσαμε τις υποσχέσεις για σύντομη συνάντηση,  πήραμε το δρόμο μέσα απ’ τα βουνά με πρώτο προορισμό τη Δομνίστα, όπου φτάνοντας σταματήσαμε για ανεφοδιασμό.  Θυμόμουνα ότι στο μπακάλικο της πλατείας μπορούσαμε να βρούμε βενζίνη σε μπετόνι.  Μαζί με το μπετόνι βενζίνης, βρήκαμε και τον κατάλληλο άνθρωπο, πού αφού μας ρώτησε «από πού ήσαστε», «πού πάτε» και του απαντήσαμε, άνοιξε το μάτι του.  «Ήμουν χρόνια ταχυδρόμος (2) στα χωριά αυτά.  Έχω κάνει όλες αυτές τις διαδρομές με τα πόδια.  Τώρα έχουν ανοίξει δρόμοι.  Κείνα τα χρόνια τα πήγαινα όλα απ’ τα μονοπάτια, περπάτημα για ώρες.  Υπέροχα μέρη, τα ξέρω σπιθαμή προς σπιθαμή».  «Μας είπαν για το γεφύρι το κρεμαστό, κάτω απ’ το χωριό Ροσκά και είπαμε να πάμε κατά κει..»  «Να πάτε, είναι πολύ όμορφο. Να πάτε και στο Πάντα – Βρέχει..»   «Τι είναι αυτό;» ρωτήσαμε.   «Είναι ένα μέρος πιο πέρα απ’ το γεφύρι, όπου πάντα βρέχει.  Είναι έτσι το μέρος στην ποταμιά, που πέφτει συνέχεια νερό».  «Καταπληκτικό»  κάναμε και οι δυο.  «Όταν το δείτε θα ξετρελαθείτε..  Σας τα λέω αυτά γιατί, αφού πηγαίνετε κατά κει, θα σας αρέσει.  Έρχονται πολλοί ξένοι για να το δουν αυτό..».

Ευχαριστήσαμε τον άνθρωπο για όλα και μας έδειξε το δρόμο που έπρεπε να πάρουμε, αφήνοντας τη Δομνίστα.  Ο προορισμός μας ήταν ο οικισμός Ροσκά (3).  Παίρνουμε το δρόμο και το επόμενο χωριό ήταν η Σκοπιά και στο σημείο που ο δρόμος διχάλωνε σταματήσαμε και ρωτήσαμε.  Το χωριό κρατούσε κόσμο ακόμα και στη λιακάδα της ημέρας είχαν βγει όλοι έξω.  Το πέρασμά μας στο χωριό, τους είχε κιόλας συγκεντρώσει στο πλάτωμα.  Ανταλλάξαμε «καλημέρες» και αποκαταστήσαμε επαφή στα λόγια.  Εμείς ρωτώντας για το δρόμο που οδηγεί στα Ροσκά, ενώ είχαν κιόλας προλάβει να μας απαντήσουν με το «κατάσκοποι ήσαστε..»!  Εάν δεν είχαμε συνηθίσει χρόνια στα βουνά θα μας πείραζε, αλλά μετά από τις τόσες φορές που τόχαμε συναντήσει, το εκλάβαμε ακούγοντάς το «ευχάριστα».  Δεν είπαμε πολλά, γιατί σαν ..«κατάσκοποι που ήμασταν» δεν έπρεπε να περιμένουμε και απαντήσεις – και να θέλαμε να ρωτήσουμε – και αφού μας έδειξαν το δρόμο, χαιρετήσαμε και φύγαμε.  «Νάναι καλά οι ανθρώποι», σιγο-μουρμούρισα πιο πολύ για ν’ ακουστεί απ’ τον Γιώργο δίπλα μου, που χαμογέλασε.

Φώτος 2
Ο όγκος της Καλιακούδας, απ’ την Ροσκά Ευρυτανίας

Ο δρόμος από ώρα είχε φανερώσει την ξεχωριστή όψη του.  Ολόγυρα βουνά, βαθιές ρεματιές, στενές λουρίδες γης, καλλιέργειες που πιστοποιούσαν την ανθρώπινη παρουσία στο.. χάος!  Προσπεράσαμε αγροικίες, εικονοστάσια σε χαρακτηριστικά σημεία, όπως διάσελα, άλλα δύσκολα περάσματα, αλώνια, ξανά και ξανά πεζούλες, ίχνη παλιών πετρόστητων μονοπατιών.  Πάνω που είχαμε περάσει τα υποτιθέμενα χιλιόμετρα για να φτάσουμε –είχαμε από ώρα χάσει το λογαριασμό και απλά ακολουθούσαμε το χωμάτινο στενό δρόμο –διασταυρωθήκαμε με αυτοκίνητο.  Κάναμε κάμποσες μανούβρες για να χωρέσουμε και όταν τα καταφέραμε είχαμε την ευκαιρία να ανταλλάξουμε και κάποιες κουβέντες με τον άνθρωπο της αντίθετης κατεύθυνσης.  Ήταν ο γραμματέας του χωριού Ροσκά και γύριζε στο κεφαλοχώρι (Δομνίστα).  Του είπαμε για τον σκοπό μας και ποιοι ήμαστε και για το γεφύρι, που μας είχαν πει.  «Αξίζει τον κόπο να πάτε.  Να πάτε και στο Πάντα Βρέχει.  Είναι πολύ ωραία πράγματα.  Ακόμη και το παλιό μονοπάτι, που έρχεται στο χωριό, αξίζει να το περπατήσει κανείς και να θαυμάσει κανείς την δουλειά που έκαναν οι παλιοί.  Αφού ήσαστε ορειβάτες να έρθετε στα βουνά μας, είναι πολύ όμορφα».  «Περνάει τον χειμώνα αυτός ο δρόμος»; ρώτησε ο Γιώργος και πήρε την απάντηση: «Δεν περνάει.  Οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού, καμιά 10ριά, φροντίζουν και κάνουν απ’ το καλοκαίρι τις προμήθειές τους για να έχουν, όταν είναι αποκλεισμένοι για μέρες.  Μόνον το μονοπάτι, η παλιά στράτα περνάει.  Συνήθως ο δρόμος κλείνει έως το διάσελο.  Αυτό είναι το κομμάτι που το πιάνει ο καιρός.  Άντε να πάτε γιατί θα αργήσετε, έχετε δρόμο και καλό δρόμο νάχετε..».   Ευχαριστήσαμε τον Γραμματέα και χωρίζουμε.  Το χωριό δεν ήταν μακριά.  Περάσαμε το διάσελο και πήραμε την κατηφόρα για το χωριό, που έλαμπε στο φως του ήλιου στα κεραμίδια, καθώς οι στέγες των σπιτιών είχαν αντικαταστήσει τις σχιστόπλακες.  Στο άπλωμα του τόπου, καθώς περάσαμε το μνημείο Ηρώων και το Κοινοτικό γραφείο, σμίξαμε  με τους κατοίκους στο προαύλιο του μαγαζιού, που λιάζονταν στον φθινοπωρινό ήλιο.  Αυτό που μας έκαμε μια πρώτη εντύπωση, ήταν η παρουσία των γυναικών στη μάζωξη αυτή.  Χαιρετήσαμε και μετά από αρκετές κουβέντες, -που δεν έδειχναν να πείθουν – μας απάντησαν για τον δρόμο, που οδήγούσε κατά την ποταμιά που τον είχαν ανοίξει τελευταία. Προσφέρθηκαν να μιλήσουν κανά –δυο όπου και μπλεχτήκαμε.  Στο τέλος, ένας γέροντας, ακούστηκε να λέει «να προσέξετε να σταματήσετε σ’ ένα πλάτωμα και να μην πάτε έως το τέλος του δρόμου, γιατί από εκεί είναι πιο εύκολο να βρείτε το μονοπάτι που οδηγεί στο γεφύρι».

Ευχαριστήσαμε τους ανθρώπους και είπαμε να πάρουμε το δρομίσκο που κατηφόριζε προς το ποτάμι.  Από ώρα ήμασταν αντικριστά με τις κορφές της Καλιακούδας, που κυριαρχούσαν στο σκηνικό.  Διατρέξαμε τον δρόμο έως εκεί που τελειώνει, καθώς δεν αναγνωρίσαμε την λάκα που μας είπε ο μπάρμπας.  Φτάσαμε στο τέλος του δρόμου, ο οποίος σταματούσε ψηλά μη βγαίνοντας  σε γεφύρι.

Ο Γιώργος θυμήθηκε κάποιες κουβέντες του Χρήστου Λάμπρη για το υπέροχο χωριό, Στουρνάρα, που το είχε επισκεφθεί κατεβαίνοντας απ’ την άλλη μεριά, απ’ το διάσελο της Καλιακούδας.  Ο δρόμος φαινόταν να κατεβαίνει ζιγκ – ζαγκ μέσα σε σάρα, αλλά δύσκολα να πιστέψει κανείς ότι μπορεί να είναι δρόμος αυτός.

Φώτος 3
Ο Κρικελλοπόταμος (Κρίκελλο – Δομνίστα)

Κοιτάζοντας ολόγυρα διέκρινα ένα μονοπάτι στα ανατολικά, το οποίο κατέβαινε απ’ το χ. Ρωσκά.  Στην νοητή του ευθεία οδηγούσε στο γκρεμισμένο τσιμενταρισμένο γεφύρι.  Όσο και να το ψάξαμε, άλλο μονοπάτι δεν βλέπαμε.  Βρισκόμασταν στο ίδιο ύψος με το μονοπάτι, που κατηφόριζε στην απέναντι πλευρά, μόνον που για να φτάσουμε εκεί ήταν μια άλλη ..ιστορία.

Βαδίσαμε σε παλιά μονοπάτια που είχαν κλείσει.  Περάσαμε ερείπια αγροικιών που τα είχε πνίξει η βλάστηση και κινηθήκαμε δύσκολα κατά μήκος της όχθης.  Σε κάποιο σημείο αναγκαστήκαμε να πέσουμε μέσα στη ρεματιά και βαδίσαμε αντίθετα με τη ροή του Κρικελλοπόταμου.  Το νερό ήταν λιγοστό και απ’ την άλλη μεριά η χωμάτινη όχθη, από την οποία περνούσε το μονοπάτι, δεν ανεβαίνοταν.  Φτάσαμε σε τοιχίο, ξερολιθιά, μέσα στην κοίτη της ρεματιάς και αυτό μας χαροποίησε.  Επιτέλους κάποιο σημείο, που έδειχνε ότι άνθρωποι είχαν κάνει «κάτι» σε τούτη την ζούγκλα.  Σκαρφαλώσαμε στην ξερολιθιά και βγήκαμε σε καλοπατημένο μονοπάτι.  Μέχρι τη ρεματιά ερχόταν καλά.  Μετά την ρεματιά χαλούσε διότι αυτό διέσχιζε σάρες.  Ήταν όμως το μονοπάτι που οδηγούσε στην ποταμιά.  Το πήραμε και κατηφορίσαμε προς το ποτάμι.  Περάσαμε πεζούλια και ξανασυναντήσαμε υποδομή τέτοια του μονοπατιού, που σήμαινε ότι κόσμος είχε δουλέψει γι’ αυτό, καθώς πηγαινοέρχονταν άνθρωποι και ζώα.

Ανασηκώσαμε τα ρούχα μας, πήραμε τα πράγματα στον ώμο και διασχίσαμε προσεκτικά το νερό του ποταμού.  Πιάσαμε το μονοπάτι της αντίπερα όχθης, πούταν πιο πατημένο και ακολουθώντας το πήραμε ύψος.  Γρήγορα τώρα είχαμε μια άλλη θεώρηση του τόπου και είδαμε επιτέλους το γεφύρι που ψάχναμε.  Ήταν τώρα στα δυτικά μας, εκεί που στένευε η κοίτη του ποταμού.  Είχαμε κάνει ένα μεγάλο κύκλο και θα φτάναμε πια στο γεφύρι, αφού πρώτα επισκεπτόμασταν τον οικισμό Στουρνάρα, που τόση ώρα βλέπαμε από μακριά.  «Η Στουρνάρα (Δολιανά) Ευρυτανίας είναι ένας μικρός, ορεινός και απομονωμένος οικισμός στις νότιες πλαγιές της Καλιακούδας, ο οποίος απέχει 39 χμ. από το Καρπενήσι 24 χμ. από το Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας. Το σημερινό του όνομα είναι Στουρνάρα προς τιμή του Αγίου Γερασίμου του νέου του Καρπενησιώτη, ο οποίος καταγόταν από τα Δολιανά από την οικογένεια Σταθόπουλου ή Στουρνάρα και μετανάστευσε από τα Δολιανά στο Μεγάλο Χωριό.  Ο Άγιος Γεράσιμος ο νέος ο Καρπενησιώτης καταγόταν από τα Δολιανά Ευρυτανίας (1787-1812). Αρχικά είχε ασπαστεί τον ισλαμισμό, αλλά μετανόησε κι έγινε μοναχός στο ΄Αγιο Όρος. Στις 3 Ιουλίου 1812 αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους στην  Κωνσταντινούπολη  για την αλλαξοπιστία του. Εκεί που ήταν το πατρικό του οι Μεγαλοχωρίτες χτίσανε έναν ναό. Το 1960 πολλοί κάτοικοι του χωριού μετανάστευσαν στην Αμερική. Τα τελευταία χρόνια ζει στο χωριό ένας κάτοικος, ο Νίκος Μουτογιάννης.  ωστόσο, κατά την απογραφή του 2011, εμφάνισε πληθυσμό 17 κατοίκων.  Μαρτυρίες αναφέρουν πως στο χωριό Δολιανά Ευρυτανίας το 1454 μ.Χ. κατοικούσαν δέκα οικογένειες, από τις οποίες οι δυο ήταν χήρες γυναίκες. Υπήρχαν δυο νερόμυλοι και οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία».   Διαδίκτυο: Στουρνάρα (Δολιανά) Ευρυτανίας

Φώτος 4
Η εκκλησιά στον οικ. Στουρνάρα (Δολιανά) Ευρυτανίας

Η βλάστηση οργιαστική, νερά παντού.  Πεζούλια (αναβαθμίδες) με κλήματα φορτωμένα τσαμπιά (Οκτώβρης ήτανε).  Περικοκλάδες  παντού,  χορταριασμένο και το πλακόστρωτο καλντερίμι, καθώς μπήκαμε σε μια συστάδα σπιτιών.  Οι στέγες χορτάριασαν, οι μάντρες κρύφτηκαν και τα πουρνάρια είχαν γίνει δένδρα θεόρατα, σκεπάζοντας την εκκλησία.

Σε χωριό ήμασταν, αλλά χωριό δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε.  Ολόγυρα στοιχεία που στέκουν διαχρονικά.  Εδώ ο χρόνος πέρασε και έφυγε.  Το αλέτρι, το σαμάρι του μουλαριού, το κλεφτοφάναρο αφημένο στη μάντρα, είναι παρόντα και σε ισχύ.  Ηλεκτρικό ρεύμα δεν διέθετε ο οικισμός και οι λιγνές τηλεφώνου (σε σχέση με της ΔΕΗ) κολώνες, που ξεφύτρωναν ανάμεσα σε πουρναρόδενδρα, κρατούσαν το τηλεφωνικό καλώδιο.

Μέχρι στιγμής, ανθρώπινη παρουσία δεν είχαμε συναντήσει.  Σκυλιά γαύγιζαν απ’ τον διπλανό στάβλο και πάνω απ’ αυτόν σπιτικό που έδειχνε να κατοικείται, απ’ τα απλωμένα ρούχα στο χαγιάτι.  Το μονοπάτι συνέχιζε να ανηφορίζει στην δεξιά πλευρά και να παίρνει ύψος.  Οδηγηθήκαμε στην επόμενη συστάδα οικιών, όπου ήταν έρημες, κλειστές.  Πάνω απ’ τα κεφάλια μας διακρίναμε κι άλλες στέγες πνιγμένες στο πουρνάρι.  Τούτος ο οικισμός Στουρνάρα (Δολιανά) καταλάμβανε ένα μήκος τριών χιλ. απ’ την ποταμιά που είχαμε διασχίσει, έως ψηλά.

Φώτος 5
Στον οικ. Στουρνάρα

Τα σπίτια, σωστά έργα τέχνης, δίπατα, καμωμένα απ’ την πέτρα του τόπου, φώλιασαν όλο και ψηλότερα στα πλευρά της Καλιακούδας, προσπαθώντας να μειώσουν την απόσταση που τους χώριζε απ’ το «ύψος» του διάσελου.  Εκεί ψηλά δεν μπορούσαν να ριζώσουν, βρήκαν τόπο λίγο χαμηλότερα.  Τους δύσκολους μήνες του Χειμώνα επικοινωνούσαν, χρησιμοποιώντας τη στράτα για το χωριό Ψιανά.  Η παραποτάμια κίνηση πρόσφερε προστασία.  Τους άλλους μήνες η κίνηση προς το υψηλό διάσελο ήταν καλλίτερη.  Χειμώνα – Καλοκαίρι οι ανθρώποι είχαν να παλέψουν με τον τόπο.  Ο τόπος είναι σκληρός.  Ότι και να έκαμες έπρεπε να περπατήσεις.  Να βγεις στο χωράφι (αναβαθμίδα), να πέσεις στο ποτάμι ή να ψηλώσεις μέχρι το διάσελο.  Δεν υπάρχει σιάδι, χαλάρωμα, παρά μόνον ανάσες για ξαπόσταμα και ξανά πάνω –κάτω.

Διατρέξαμε τον οικισμό, που θα μπορούσαμε να περάσουμε μια ολόκληρη μέρα σεργιανίζοντας  εδώ και εκεί, αλλά η βροχή είχε προειδοποιήσει και το γεφύρι για το οποίο είχαμε φτάσει μέχρι εδώ ακόμα να το δούμε, άσε που είχε φτάσει απόγευμα.

Φώτος 6
Οικία στον οικ. Στουρνάρα

Πριν βγούμε στης εκκλησιάς το πλάτωμα νάσου μπροστά μας ξεφύτρωσε μέσα απ’ τα πεζούλια και τα περιβολάκια ένας άνθρωπος, κοντός στο μπόι, που κούτσαινε και μπήκε στο μονοπάτι μπροστά αποφεύγοντας να μας μιλήσει, πιθανά σίγουρος ότι θα πέφταμε πάνω του.  Μας είχε πάρει είδηση μετά το τρόμαγμα της γυναίκας και στο άψε –σβήσε πετάχτηκε μπροστά μας..  «Μπάρμπα γεια σου» έκανα, «πώς πάει, τι χαμπάρια».  Σταμάτησε, γύρισε πια κατά τη μεριά μας και μας κοίταξε.  Πρόσεξα, ότι είχε μια φιλική όψη, πέρα από τη δυσκολία του..  «Τι γίνεται, θα θέλαμε να βγούμε στο κρεμαστό γεφύρι στο ποτάμι..  Πάει το μονοπάτι απ’ εδώ;  Είναι αυτό που πατάμε, είναι αυτό που φεύγει κάτω από την εκκλησιά»;  Είπα επίτηδες πολλά λόγια και το άπλωσα με πολλές λέξεις για να του δείξω ότι ήμαστε Έλληνες.  Δεν έπεσα έξω.  Μετά από ώρα σιωπής μας είπε: «Δηλαδή Γερμανοί ήσαστε»; «Έλληνες ήμαστε και είπαμε να κάνουμε καμιά βόλτα κατά δω, να δούμε τα μέρη..»,  «Μπα ΄Ελληνες» έκανε «Γερμανοί έρχονται εδώ και περνούν το ποτάμι.  Όταν τους πρωτοείδα μια βολά στο ποτάμι τρόμαξα.  Ψάρευα πέστροφες και τρόμαξα.  Περνούν το ποτάμι με κείνα τα πράγματα..  Σας άκουσα εγώ όπως ανεβαίνατε απ το ποτάμι.  Είχα τα πρόβατα στα πεζούλια και άκουγα ομιλίες».  «Ήρθαμε από την ποταμιά και θέλαμε να πάμε στο γεφύρι το κρεμαστό για να περάσουμε απέναντι». «Ναι απ’ εδώ φεύγει το μονοπάτι και πάει κάτω, βγάζει στο γεφύρι».  «Το χειμώνα πως τα βγάζετε πέρα» ρώτησα «;Μένουμε κάνα – δυο οικογένειες, το παλεύουμε..».  «Ο δρόμος  περνάει ψηλά στο διάσελο αυτή την εποχή»; «Περνάει μέχρι να πέσουν χώματα και να κλείσει.  Έρχεται έως εδώ, πίσω από το μαντρί, νάτος». (Κάνει μια κίνηση με το χέρι και δείχνει κατά κει).

Το τοπίο ήταν ήρεμο.  Εύκολα διακρίναμε ίχνη ανθρώπινων δραστηριοτήτων εδώ κι εκεί, όπως πεζούλια, ερείπια από καλύβια, κολώνες όρθιες με τηλεγραφικό σύρμα πεσμένο το καλώδιο στο έδαφος.  Επιτέλους ήμασταν στο μονοπάτι που οδηγούσε στο γιοφύρι..

Μπήκαμε στο μονοπάτι που ήταν και δεν ήταν, και που κρατιόνταν στην όχθη της ρεματιάς, έχοντας οπτική επαφή με το χωριό.

Φώτος 7 (εξώφυλλο)
Το κρεμαστό γεφύρι στον Κρικελλοπόταμο, που ενώνει τους οικ. Ροσκά –Στουρνάρα

Ο μπάρμπας βλέποντάς μας να βολοδέρνουμε μέσα στην βροχή, να έχει αφήσει σπίτι και ζωντανά και κατηφόριζε κι αυτός προς τα κάτω (το μονοπάτι που είχαμε ανέβει νωρίτερα  για το χωριό), φωνάζοντας.  «Ίσια κάτω, πιάστε το σύρμα»!.  Εγώ να προσπαθώ να πιάσω μια λέξη και να την αποκρυπτογραφήσω, να του φωνάζω: «Κάτω»;  και να κάνω και κινήσεις ανάλογες με τα χέρια ‘απ εδώ’ και να δείχνω την αποτομιά.  Φυσικά να μην τον βλέπω και να απαντώ στο αέρα!.  Μέσα στην βροχή δυο άνθρωποι να προσπαθούν να συνεννοηθούν από απόσταση και να μην καλο-βλέπονται.  Ο μπάρμπας να φωνάζει και εγώ να πιάνω μισές λέξεις και να απαντώ με παντομίμα (κινήσεις).  Η εικόνα πρέπει νάταν κάτι παραπάνω από αστεία.  Είχαμε οπτική απόσταση 800 μέτρα βρισκόμασταν σε αντικριστές όχθες μιας πλατιάς με όχθες ποταμιάς, να βρέχει και όσο και να προσπαθώ να μην μπορώ να προσδιορίσω το δικό του σημείο.  Αυτός κοντός και εγώ κουφός!  Εκείνο που καταλάβαινα από την ένταση της φωνής ήταν ότι κατηφόριζε παράλληλα με την δική μας πορεία, κάνοντας ότι μπορούσε για να μας «ξεσκαλώσει».  Αυτό το παιχνίδι κράτησε όσο να αποφασίσω να κινηθώ.  Δεν έβλεπα άλλη λύση.  Το μικρό μονοπάτι που δεν δικαιολογούσε την ποιότητά του ανάλογα με την ύπαρξη ενός γεφυριού, μας είχε οδηγήσει στο ίδιο αρχικό σημείο, αριστερά του πλατώματος της εκκλησίας.  Αυτό που έμενε να κάνουμε ήταν να πάρουμε πάλι το παλιό χαλασμένο μονοπάτι, που δεν έδειχνε ιδιαίτερο, και να κατεβούμε.  Φωνάζω στον Γιώργο, που γυρόφερνε πίσω απ’ την εκκλησιά και τρόμαξα να αποκαταστήσω επαφή μαζί του.  «Καιρός ήταν να χαθούμε και μεταξύ μας» μονολόγησα.  «Έλα» του φωνάζω «πάμε κάτω δεν βρίσκω άλλη λύση», είχα κουραστεί, στην πραγματικότητα είχα γίνει ράκος.

Φώτος 8
Αποχαιρετώντας το κρεμαστό γιοφύρι..

Η βροχή είχε κόψει σε ένταση για λίγο.  Ούτως ή άλλως ήμασταν μούσκεμα.  Πήραμε τα πόδια μας προς το μαγικό γεφύρι  Οι φωνές του μπάρμπα είχαν κοπάσει, σημάδι ότι ήμασταν σε σωστό δρόμο.  Είχαμε χαμηλώσει και σίγουρα ήμασταν στο μονοπάτι.  Οι φωνές-οδηγίες δεν χρειάζονταν γι’ αυτό σταμάτησαν.  Δεν είχαμε και τρόπο να τον ευχαριστήσουμε τον άνθρωπο.  Λίγα μέτρα περπάτημα και ξεπρόβαλλε στην στροφή, εκ μαγείας το γεφύρι!

Μετά από τέτοια αναζήτηση, άξιζαν τούτες οι στιγμές.  Μέσα στο μολυβένιο του ουρανού, το κρεμαστό γεφύρι φάνταζε «αράχνη» ψηλά στα τοιχώματα ενός φαραγγιού.  Είχαμε αρκετά μιλήσει τόση ώρα οπότε εδώ τα λόγια φάνηκαν περιττά  Πλησιάσαμε διστακτικοί και δοκιμάσαμε τα κρατήματά του.  Τα άκρα του συρματόσχοινου έμπαιναν βαθιά στον βράχο.  Τα σύρματα έδειχναν ν’ αντέχουν.  Το σανιδένιο «πάτωμα» είχε αρχίσει να υποφέρει.  Στο μέσο της κρεμαστής γέφυρας σταθήκαμε και μετρήσαμε το ύψος και τα όρθια τοιχώματα του φαραγγιού.  Στον πάτο ο Κρικελλοπόταμος συνέχιζε το ταξίδι του. Κάθε προσπάθεια περιγραφής περιττή.  Τόσα χρόνια στα ορεινά και δεν είχα δει άλλο τέτοιοι γεφύρι.

«Είχε δίκιο ο Λουκάς» αναφώνησα.  «Θυμίζει Ιμαλάϊα, εκείνος τόξερε γιατί τα είχε επισκεφθεί.  Τα θυμίζει ο τόπος εδώ»…  Τον ευχαριστήσαμε δυνατά, απ’ την γέφυρα πάνω, πίνοντας την τελευταία γουλιά νερού απ’ τα παγούρια μας, τσουγκρίζοντάς τα!

Τάκης Ντάσιος, Φθινόπωρο 1992

Παραπομπές

(1) Λουκάς Γιαννακούλης γεννήθηκε στην Λιβαδειά, 1960 και από μικρή ηλικία εκδήλωσε την αγάπη του για το βουνό.   Σπούδασε  αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.  Ένωσε τη ζωή του με την Μαρία Μπόμπολα το 1962 και απέκτησαν τρία παιδιά: τον Γιάννη, τον Γιώργο και τον Ανδρέα.  Ως καταξιωμένος αρχιτέκτονας – μηχανικός διακρίθηκε για την ανάπλαση χώρων και τη διαμόρφωση τοπίων.  Ως αθλητής έγραψε τη δική του ιστορία στην ορειβασία και στον μηχανοκίνητο (μη ανταγωνιστικό) αθλητισμό.  Ήταν άνθρωπος της ζωής, «σφιχτοδεμένος» με τη φύση.   Έπαιρνε την οικογένειά του σε πολλές από τις δραστηριότητές του, γιατί ήθελε να ζει όσο περισσότερα πράγματα μπορούσε μαζί με τα αγαπημένα του πρόσωπα.  Έφυγε από κοντά μας στις 30 Νοεμβρίου 2013, σε ηλικία 53 ετών, σε αυτοκινητιστικό, αγωνιστικό ατύχημα.

Η ορειβατική του διαδρομή: 

Υπήρξε μέλος του Ε.Ο.Σ. Θεσσαλονίκης.  Διπλωματούχος Γαλλικών Σχολών Ορειβασίας (C.A.F – F.F.M. / E.N.S.A.) από το 1984.  Εκπαιδευτής ορειβασίας από 7-12-1987.  Οδηγός Ελληνικών βουνών από 14-07-1993

Ορειβατική δραστηριότητα στην Ελλάδα

Όλυμπος (Νέα) (12) στο Στεφάνι (Α.ΒΑ. ορθοπλαγιά) 160 μ. V-

Λ. Γιαννακούλης –Β. Βαμβακάς στις 6-6-1982

Κ. Όλυμπος (Νέα) στα Τέμπη «Miro», 110 μ. VI

Λ. Γιαννακούλης –Μ. Βαμβακάς στις 25-6-1983

Κ. Όλυμπος (Νέα (10) στα Τέμπη «Lammergeier»-direct 250 μ. VII-,

Λ. Γιαννακούλης- Μ. Μαλακού-Σ. Τσακιρίδης στις 5/5-11-1983

Αποστολές-αναβάσεις-αναρριχήσεις σε βουνά της Ασίας

Annapurna South 7.219 μ. Προσπάθεια ανάβασης από μέλη διαφόρων Συλλόγων (οργάνωση αποστολής Ε.Ο.Σ. Αθηνών), όπου συμμετείχε και ο Λουκάς Γιαννακούλης (Ε.Ο.Σ. Θεσσαλονίκης)  8-9-1985 /6-11-1985

Wabi Rum, αναρριχητική διαδρομή: Rebelote, 220 μ. VI,

Λ. Γιαννακούλης –Σταύρος Λαζαρίδης, Μάιος 1995

Άνδεις

Huascaran 6.768 μ. Ανάβαση στην κορυφή την 16-7-1987 από τον Λουκά Γιαννακούλη (Ε.Ο.Σ. Θεσσαλονίκης)   Τα άλλα μέλη του Ε.Ο.Σ. Θεσσαλονίκης  έφθασαν μέχρι τα 6.550 μ. η Μυρσίνη Μαλακού και μέχρι τα 6.300 μ. οι Πάρις Σκουτέλης, Σπύρος Καλατζής και Παναγιώτης Θεοδώρου, IΙούλιος 1987

Chopacalqui 6.400 μ.  Μέχρι τα 5.900 έφθασαν την 23-7-1987 τα μέλη του Ε.Ο.Σ. Θεσσαλονίκης Λουκάς Γιαννακούλης και Σπύρος Καλατζής.

Mont Blanc group.

Aiquille de Tour (νότια κορυφή) 3.542 μ.

Αναρριχ. πεδίο: South side, διαδρομή: Couloir Table, PD, Λ. Γιαννακούλη-Δ. Σωτηράκη, 1984

Dent du Requin 3.422  μ.

Αναρριχ. Πεδίο: SW face διαδρομή: Νormal  AD-  Λουκάς Γιαννακούλης –Δημήτρης Σωτηράκης, 1984

Aiquille du Moine 3.412 μ.

Αναρριχ. Πεδίο:South ridge (integral) διαδρομή: 600 μ. D-

Δ. Μπουραζάνης-Λ. Γιαννακούλης-Ε. Γαλάνης-Χ. Χαλδογερίδου, στις 23-7-1997

Aiquille de Roc 3.409 μ.

Αναρριχ. Πεδίο:South pillar Διαδρομή: Cordier, 500 μ., VI

Λ. Γιαννακούλης – Α. Λελεδάκη (τα 300 μ.), 1-8-1983

Aiquille du Peigne 3.192 μ.

Αναρριχ. Πεδίο: SW face διαδρομή: Vaucher, 400 μ., TD-

Άκης Λελεδάκης –Λουκάς Γιαννακούλης (μέχρι το P.3.078 μ.), 1983

Aiquille de I΄ Μ  2.844 μ.

Αναρριχ. Πεδίο: NW face διαδρομή: Galbraith-McKeith, 180 μ., VI

Λουκάς Γιαννακούλης –Μυρσίνη Μαλακού, 1984

Peninne Alps (Monte Rosa)

Gnifetti (Signal Kuppe) 4.554 μ.

Χ. Δελημπαλτάς, Λ. Γιαννακούλης, Χ. Πατέλης, Α. Λελεδάκης, Ν. Ντούρος. Α. Τσιλογεώργης, Δ. Σωτηράκης, Κ. Τσατσαράγκος, Ν. Κουζώφ, Γ. Δραζίνος, Ι. Κατριβάνος, 9-8-1985

Lyskam 4.527 μ.

Λ. Γιαννακούλης –Χ. Πατέλης, 13-8-1985

Pyramid Vincent 4.215 μ.

Αναρριχ. Πεδίο: Cresta de Soldato Διαδρομή:  1.000 μ. III

Λ. Γιαννακούλης, Χ. Πατέλης, Ά. Λελεδάκης, Ι. Κατριβάνος, 12-8-1985

Bregaglia Alps

Αναρριχ. Πεδίο:  ΝΕ. Face διαδρομή: Cassin – Esposito – Ratti, 850 μ. VI

Λ. Γιαννακούλης –Χρήστος Μπελογιάννης-Χαράλαμπος Τσουπράς –Νίκος Χατζής –Παύλος Τσιαντός (εναλλάξ)

Dolomites

Punta Tissi (Civetta) 2.920 μ.

Αναρριχ. Πεδίο: διαδρομή:Phillipe – Flamm, VI, AI

Χρήστος Μπελογιάννης – Λουκάς Γιαννακούλης, 1993»

(Νέζη Νίκου Επιμ.)2000: Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας – Αναρρίχησης 1930-2000) 70 χρόνια προσφοράς και δράσης, έκδ. Ε.Ο.Ο.Α.

Για τον Λουκά, ο Χρήστος Λάμπρης ένας από τους ανθρώπους με τους οποίους ανέβηκε στα Ιμαλάια το 1985, είπε. «Πηγαίναμε ανακαλύπτοντας το άγνωστο. Συναντήσαμε δυσκολίες. Ήταν ένα βουνό για το οποίο δεν ξέραμε πολλά κι ανακαλύπταμε τη διαδρομή. Χωριζόμασταν σε ομάδες και πηγαίναμε δύο – δυο ή τρεις τρεις.  Αντιμετωπίσαμε πολλές δυσκολίες, όμως ο Λουκάς δεν λύγισε ούτε μια στιγμή. Μιλάμε για έναν άνθρωπο με τεράστια δύναμη, έναν φίλο, που θα μου λείψει πολύ. Είχε ανοίξει δικές του διαδρομές σε μονοπάτια δύσβατα και σε πλαγιές απόκρημνες. Κι αυτό που όλοι έχουν να λένε είναι πως πάντοτε ήθελε να βοηθά. Να βοηθά τους γύρω του…».

Το ταξίδι στα Ιμαλάια το 1985 ήταν αυτό που άλλαξε τη θεώρησή του σχετικά με την ορειβασία και την αναρρίχηση. Τον ενέπνευσε ο Τάκης Μπουντόλας, με τον οποίο συμμετείχε το 1985 στην πρώτη ελληνική αποστολή στα Ιμαλάια ως το νεότερο μέλος της. Η αποστολή είχε άδοξο τέλος, αφού δύο ορειβάτες, ο Τάκης (Δημήτρης) Μπουντόλας και Κλήμης Τσατσαράγκος έχασαν τη ζωή τους, όταν χιονοστιβάδα καταπλάκωσε την κατασκήνωσή τους, ενώ κινδύνευσε και ο ίδιος. Αυτό το γεγονός τον έκανε να δει την αναρρίχηση από διαφορετικό πρίσμα.  Τοποθέτησε την αναρρίχηση στα πλαίσια μιας προσωπικής ικανοποίησης «να μην την εμπλέκουμε με άλλα κίνητρα» και της αναβάθμιση της τεχνικής ασφάλειας του αναρριχητή.  Προς την κατεύθυνση αυτή εκπαιδεύτηκε σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά standards  και ως εκπαιδευτής μόχθησε για να ανεβάσει το επίπεδο της αναρρίχησης στην χώρα μας.

(2) Αγροτικοί διανομείς: «Η σημασία του θεσμού των αγροτικών διανομέων είναι πολύ σπουδαία.  Αυτοί οι άνθρωποι είναι γραφεία διαρκώς σε κίνηση.  Πραγματικοί ήρωες συμπαθητικοί σ’ όλο τον κόσμο.  Ανάμεσα στην Ευρυτανική έρημο, μέσα στα κατσάβραχα, τους λόγγους, το χειμώνα με τα χιόνια, τα πλημμυρισμένα ποτάμια, τις λάσπες ως το γόνατο και το καλοκαίρι μέσα στο λιοπύρι, με τη σάκα στον ώμο και τη σάλπιγγα φέρνουν τα νέα απ’ τις άκρες του κόσμου στις άκρες της Ευρυτανίας.  Στην Ευρυτανία υπηρετούν μέχρι σήμερα 25 αγροτικό διανομείς  μοιρασμένοι στα παρακάτω Γραφεία:

Καρπενήσι, 4 διανομείς έφιπποι, εξυπηρετούν 32 συνοικίες, διανυόμενα χιλ. 776 σε 2-3 βδομαδιάτικα δρομολόγια

Κρίκελο, 2 διανομείς, 1 πεζός και 1 έφιππος, εξυπηρετούν 13 συνοικισμούς, διανυόμενα χιλ. 396,5, σε 1,2,3 βδομαδιάτικα δρομολόγια

Μεσοκώμη 1 διανομεύς πεζός α΄ εξυπηρετεί 10 συνοικισμούς διανυόμενα χιλ. 145, σε 2 και 3 βδομαδιάτικα δρομολόγια

Προυσός, 5 διανομείς, 4 πεζοί α’ και 1 έφιππος, εξυπηρετούν 26 συνοικισμούς, διανυόμενα χιλ. 705 και ¾, σε 3 βδομαδιάτικα δρομολόγια.  (Γούλα Γεωργ. Δημοσθένη1946: Η Ευρυτανία και τα προβλήματά της, σ.93-95), Αθήνα.

(3) Οικισμοί:

Δομνίστα, υψ. 1.000 μ. στις πλαγιές της κορφής Δενδρούλι της Οξιάς, Δήμου Δομνίστης Νομού Ευρυτανίας,  Στα 1928 είχε 692 κατοίκους, 1940 > 698, 1951 > 557, 1961 > 370, 1971 > 298, 1991 > 193, 2001 > 584.

Σκοπιά (έως 1928 Τσεκλίστα) υψ. 1.120 μ., στις πλαγιές Πυργούλια, 1..592 μ. Δήμου Δομνίστης Νομού Ευρυτανίας.  Στα 1928 είχε 230 κατοίκους, 1940 > 378, 1951 > 37, 1961 > 18, 1971 > 6, 1981 > 222, 1991 > 29, 2001 > 102

΄Αγιος Χαράλαμπος, υψ. 880 μ, κοντά στον Κρικελλοπόταμο, Δήμου Δομνίστης  Νομού Ευρυτανίας.   Στα 1928 είχε ( -) κατοίκους….1991 > 7, 2001 > 6  .

Καστανούλα (έως το 1928 Σέλιτσα), υψ. 980 μ. κοντά στον Κρικελλοπόταμο  Δήμου Δομνίτσης, Κοινότης Ψιανών.  Στα 1928 είχε 217 κατοίκους, 1940 > 171, 1951 > 62, 1961 > 12, 1971 > 7, 1981 > 18, 1991 > 27, 2001 > 19.

Ροσκά, υψ. 1.000 μ. στις βόρειες πλαγιές του όρους Πλατανάκι, ύψ. 1.777 μ. Δήμου Δομνίστης Νομού Ευρυτανίας.  Στα 1928 είχε 350 κατοίκους, 1941 > 300, 1951 > 155, 1961 > 129, 1971 > 84, 1981 > 59, 1991 > 47, 2001 > 107.

Στουρνάρα (έως 1928 Δολιανά), ύψ.820 μ. στις πλαγιές της Καλιακούδας Δήμου Δομνίστης νομού Ευρυτανίας.  Στα 1928 είχε 182 κατοίκους, 1940 > 142, 1951 > 144, 1961 > 100, 1971 > 55, 1981 > 25, 1991 > 5, 2001 > 21.

                   

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s