Φύγαμε με το καινούργιο αμαξάκι κατά τις πέντε το απόγευμα, αφού φορτώσαμε τα πράγματα, τελετουργικά. Ελέγχθησαν, μπήκαν και βγήκαν δυο φορές σύμφωνα με το σχέδιο που είχε καταστρώσει ο owner του νέου οχήματος, περί τακτοποιήσεως εσωτερικού χώρου καινούργιου οχήματος, αλλά και εν γένει «πιάσε τ’ αυγό και κούρευτο».
Μετά από 18 χρόνια 2CV, μια καινούργια εποχή ξεκινούσε και τούτο ήταν το αμάξι που όφειλε να πραγματώσει τα όνειρά του, βάρος τρομερά μεγάλο, όχι μόνο για τον ιδιοκτήτη, αλλά και για τους παρατρεχάμενους…
Με λιγοστές κουβέντες καλύψαμε την απόσταση μέχρι το χωριό, συνολικά 192 χιλ. όπως κατέγραψε ο μετρητής, παράξενο, με τα παλιά πούχαμε όταν τα μετρούσαμε, έγραφαν 175! Δεν είχαμε να πούμε και κάτι καινούργιο, εκτός του καινούργιου αμαξιού, επειδή στη «CDιέρα» έπαιζε εκλεκτή κλασσική μουσική – αυτό το όχημα ήθελε βιόλα και βάλε- είχαμε και βιόλα, που δεν την κουβαλήσαμε λόγω μεγέθους.. Φυσικά πραγματοποιήθηκαν κάμποσες μετρήσεις εξωτερικής θερμοκρασίας, έλεγχος μέσου όρου κατανάλωσης καυσίμων, παρατηρήσεις περί αντιστάσεως σε πλευρικό άνεμο και άστο να πάει, άντε να φτάσουμε επιτέλους..
Μια μικρή στάση έγινε στη Σουβάλα (Πολύδροσο) (1) για ψωμί, μιας και την τελευταία στιγμή θυμήθηκα ότι «το ψωμί είναι το σημαντικότερο πράγμα» και ότι οι αρχικές οδηγίες περί τροφίμων ήταν ότι, επειδή είχε τώρα πλέον αγοράσει καινούργιο αμάξι (ήταν πολύ απασχολημένος με κάτι δουλίτσες και δεν προλάβαινε), μου είχε δώσει εντολές να φροντίσω εγώ για το φαγητό της εκδρομής, πράγμα που έκανα. Ευτυχώς πια τώρα, που σιγά – σιγά επιστρέφαμε στις αρχέγονες φόρμες, ήταν εύκολο: αυγό σφικτό, ψωμί που κόβεται με το χέρι, κρεμμύδι και σκόρδο, πράγμα που μας ανάγκαζε να περπατάμε σε απόσταση πενήντα μέτρων ο ένας απ’ τον άλλο. Δεν έκανα τίποτα απ’ αυτά εκτός της αγοράς ψωμιού καθ’ οδόν!

Κάτω Αγόριανη (Λίλαια) Παρνασσίδος
Φτάσαμε στο χωριό, στο σπίτι του παππού μου (Παλουκομήτρου) ξεφόρτωσε ο ίδιος τα πράγματα, κάτι που σε άλλα αμάξια κατά το παρελθόν δεν γινόταν ποτέ, οδήγησε το αμάξι σε ιδιαίτερα ελεγχόμενο σημείο (προστατευόμενο) για να διανυκτερεύσει και μετά άραξε στο χαγιάτι. Αρκετά για σήμερα. Ευτυχώς που σηκώθηκε μερικές φορές για να ξαναγεμίσει το ποτήρι με το κονιάκ, κρατώντας πάλι ένα επίπεδο να μην το φέρει το μπουκάλι κοντά του. Αυτό παραπέμπει σε παλαιότερες καταστάσεις, όπου στο χαγιάτι συντροφιά με διάφορα μπουκάλια, το πρωί, στο δρόμο για τα βουνά, βρισκόμασταν.. σε διαφορετικό βουνό, απ’ αυτό που είχαμε προγραμματίσει! Αλλά αυτά ήταν πιο παλιά..
Το σούρουπο απ’ το χαγιάτι του σπιτιού, ήταν μαγευτικό. Ο καιρός διατηρούσε μία υγρασία και αχλή, αλλά καθώς η νύχτα έπεφτε, τα φώτα απ’ τα χωριά στο Καλλίδρομο, καθώς και αυτά καταμεσής στον κάμπο, έδιναν μια ξεχωριστή διάσταση. Οι διάφοροι ήχοι του χωριού, τα πουλιά στα δένδρα που προσπαθούσαν να βολευτούν και ο ήχος των αεροπλάνων, μας απογείωνε. Προσέξαμε ότι ο θόρυβος των αεροσκαφών ήταν συχνός και έντονος. Υποθέσαμε ότι ήταν ημέρα Πέμπτη και ότι η Τανάγρα είχε νυχτερινές ασκήσεις. Ή ότι ίσως ο αεροδιάδρομος ήρθε πιο εδώ, αφού κλασσικά περνάει πάνω απ’ τον Κορινθιακό. Είπαμε, είπαμε.. μέχρι που ανέλαβα να μαγειρέψω για βραδινό.
Το γεύμα ήταν απ’ τα μισοέτοιμα: ριζονάτο με κάρι, (στην ετικέτα αναφέρει ότι μπορεί να ταΐσει μέχρι και τέσσερα άτομα, αλλά τόσα χρόνια είμαστε με την απορία, πως γίνεται να μην φτάνει ούτε για ένα άτομο) γίγαντες πλακί (έτοιμο-πιάτο), αγγουροντομάτα σαλάτα και μπόλικο ψωμί, «ολικής αλέσεως», όπως μου το είπε η φουρνάρισσα, μιας και αυτό της είχε ξεμείνει την ώρα που περάσαμε από το γειτονικό χωριό. Ευτυχώς την κατάσταση την έσωσε το ψωμί, γιατί θα έτρωγε και μένα. Παραδόξως δεν ακολούθησαν διάφορα «ξύδια» τύπου τσίπουρο, ουίσκι, κρασί, απεναντίας, με γενναία φωνή ακούστηκε το: «πάμε για ύπνο, θα σηκωθούμε στις 0530». Παραξενεύτηκα, κάπως μου φάνηκε, αλλά δεν είπα τίποτα (το ερμήνευσα ότι θα έφταιγε το άγχος του καινούργιου αμαξιού). Πολύ προχωρημένο τον βρίσκω, για τα δεδομένα του, αλλά το βρήκα πολύ ενθαρρυντικό για τα δικά μου δεδομένα.

Κοιμηθήκαμε πολύ καλά, σηκωθήκαμε την προβλεπόμενη ώρα πράγμα απ’ τα παράξενα. Ετοίμασα τσάι βουνού, κουλουράκια της Βάνας, νύχτα ακόμη, εκεί που χάραζε, αράξαμε στο χαγιάτι. Αυτό το χαγιάτι είναι όλα τα λεφτά.. Ο κάμπος μπροστά μας έκλεβε την παράσταση τώρα, καθώς η πάχνη σκέπαζε και ξεσκέπαζε τα δένδρα κι αυτά με την σειρά τους, έδειχναν γίγαντες, που σαλεύουν, άλλαζαν σχήμα και… Ένα ολοζώντανο χοροθέατρο με την πάχνη και τα δένδρα μπροστά στα μάτια μας, να μην ξέρεις που να κοιτάξεις. Ο ουρανός συννεφιασμένος, δεν είχε αστέρια, αλλά ακόμη ήταν σκοτεινά.
Πάμε για τα ψηλώματα του Παρνασσού
Φορτώσαμε το αμάξι, σωστό τελετικό, κλείσαμε το σπίτι που μας φιλοξένησε για τη βραδιά και πήραμε το δρόμο για το ψηλώματα του Παρνασσού (2). Αφήσαμε πίσω την Αγόριανη (Λίλαια), φτάσαμε στη Σουβάλα (Πολύδροσο). Διασχίσαμε το χωριό, ανηφορίσαμε ακολουθήσαμε τη δημοσιά που ανεβαίνει στην Επάνω Σουβάλα και στη συνέχεια στο χιονοδρομικό κέντρο της Φτερόλακας. Η διαδρομή πολύ όμορφη, το πεδίο μέσα στο δάσος, όπου έχουν φυτρώσει πανταχόθεν κατοικίες. Φτάσαμε στο ύψος της Επάνω Σουβάλας, όπου διαπίστωσα (είχα καιρό να περάσω) ότι εκεί που είχε πέντε σπίτια παλιά, τώρα έγιναν εκατό. Το χωριό θα ξεπεράσει την Επάνω Αγόριανη σύντομα. Η διαδρομή ανηφορίζει και παντού χωματόδρομοι και εξοχικές, πέτρινες κατοικίες. Από κοντά και οι σηματοδοτήσεις του μονοπατιού 22, που ανηφορίζει κι αυτό με τα πόδια, αλλά δυσκολεύεται να πρωταγωνιστήσει ανάμεσα σε τόσους δρόμους και κατοικίες.

Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι δρόμοι έχουν ζώσει ολόγυρα τον ορεινό όγκο του Παρνασσού, εκεί που τα χωριά απ’ τις τρεις κατευθύνσεις (νότια-δυτικά και βόρεια), είχαν για χρόνια πέσει στην αφάνεια, το χιονοδρομικό ήρθε και τα έσπρωξε. Έμεινε το βόρειο-ανατολικό κομμάτι του (Αμφίκλεια έως τη Δαύλεια), που σε επίπεδο ανθρώπινης επέμβασης δεν «αναρριχήθηκε» στο βουνό. Αυτή η πλευρά που περιλαμβάνει το ωραιότερο ανάγλυφο του βουνού με τις ψηλές, απότομες κορφές, δεν «βγάζει» σε χιονοδρομικά κέντρα (σημεία τεχνητής συσσώρευσης αδρεναλίνης), οπότε τα χωριά απ’ αυτή τη πλευρά δεν κατακλύστηκαν από «ξενόφερτους» με τις εξοχικές κατοικίες ανάμεσα στα παλιά χωριά και το χιονοδρομικό κέντρο. Ξεφύγαμε, άστο..
Φτάσαμε στο χιονοδρομικό κέντρο της Φτερόλακκας, όπου στο τεράστιο κτίριο, με τα διάφορα διασκορπισμένα αξεσουάρ, υπήρχε ένα αυτοκίνητο, πιθανά φύλακας ή τεχνικός για δουλειές. Αφήσαμε την άσφαλτο και μπήκαμε στο χωμάτινο δρόμο που κατευθύνεται νότια και διασχίζει την μακριά λεκάνη, με το όνομα «Σαχάρα», ονομασία που πρέπει να έχει αποδοθεί από ορειβάτες, όταν το χειμώνα τη διασχίζει κανείς για να προσεγγίσει τη Λιάκουρα είναι μακριά και με χιόνι. Το βουνό κρατάει χιόνια, μεγάλες χιονούρες, όπου δεν το βλέπει πολύ ο ήλιος. Ο δρόμος «καθαρός» όχι πατημένος, αλλά είχαμε πλέον όχημα, με το οποίο στοχεύαμε να προωθηθούμε όσο μπορούμε και μετά να το κόψουμε με τα πόδια, κάνοντας την κορυφογραμμή απ’ την κορφή Σέσι μέχρι τη Λιάκουρα. Τη διαδρομή κατά μήκος της Σαχάρας την είχαμε κάνει κάμποσες φορές, οπότε συνεχίσαμε χαλαρά, μέχρι που συναντήσαμε επί του δρόμου τη δεύτερη χιονούρα και πηγαίνοντας να τη διασχίσουμε.. (2/3 δρόμου με χιόνι και λιγότερο από 1/3 ξέχιονο), το αμάξι κόλλησε και μετακινήθηκε γλιστρώντας όλο αριστερά, όπου ήρθε και κάθισε 10 πόντους απ’ τον γκρεμό!

Σταματήσαμε, κοιταχτήκαμε.. ψύχραιμα, σκάβοντας με τα πιολέ για να έρθουν με την όπισθεν οι ρόδες, να πατήσουν στην μέσα ροδιά, ο Γιώργος στο τιμόνι με αναμμένη μηχανή και όπισθεν, εγώ απ’ την πλευρά του γκρεμού να σπρώχνω με τα χέρια το όχημα απ’ τον ολοκαίνουργιο προφυλακτήρα, και το αμάξι βγήκε. Ουφ!!!
Για μισή ώρα, καθώς περπατούσαμε φορτωμένοι με τους σάκους στην πλάτη δεν ανταλλάξαμε κουβέντα! Μόνο το γκρεμό κοιτούσαμε! Ο Γιώργος έριχνε ματιές πίσω να δει εάν φαίνεται το αμάξι. Μετά αναλύσαμε το θέμα σε τόσο βάθος και πλάτος, που δεν καταλάβαμε για πότε φτάσαμε στην κορυφογραμμή απ’ όπου έπρεπε να διασχίσουμε. Νισάφι πια! Κάτι για να αλλάξουμε διάθεση και ματιά! Ήμασταν σε αλπικό πεδίο και.. βλέπαμε αλλού.
Είχαμε βγει στην κορφή Σέσι, 2.152 μ. Πιάσαμε την κορυφογραμμή και κινηθήκαμε νότια. Η πορεία εντυπωσιακή, έχοντας διαρκώς στα αριστερά μας την χαράδρα της Βελίτσας, με τα λούκια να βγαίνουν εδώ πάνω, ανάμεσα στις κορφές Σέσι, Νίψι, Άνθρωπος και τέλος η Λιάκουρα. Κάτω στο βάθος ο κάμπος, η δημοσιά, ο ήλιος με την κουφόβραση. Εδώ πάνω ένα ψυχρό ελαφρό αεράκι, αλλά με μια άλλη αίσθηση, εξώκοσμη, αλλά πραγματική. Καθισμένος στην άκρη του γκρεμού, σκεφτόμουνα πώς φαίνονται αυτές εδώ οι κορφές που τώρα στέκομαι, όταν διασχίζω με το αυτοκίνητο τη δημοσιά, απ’ το ύψος του χωριού της Αγίας Παρασκευής. Κάθε τόσο σταματούσα και τις φωτογράφιζα. Απ’ αυτό το σημείο φωτογράφιζα και τον κάμπο, δηλαδή από τα ψηλά προς τα χαμηλά. Η πρώτη εικόνα εντυπωσιακή η δεύτερη ουδέτερη. Αυτή η διαφορά οφείλεται στο διαφορετικό επίπεδο και είναι πράγματι άλλης τάξης τα ψηλώματα.

Συνεχίσαμε νότια, όπου πρόβαλε μπροστά μας ο εντυπωσιακός όγκος της Λιάκουρας και αριστερά μας η κορφή Άνθρωπος. Ανεβήκαμε στον Άνθρωπο, 2.327 μ. λουφάξαμε για λίγο στο μισογκρεμισμένο γιατάκι της κορφής και απ’ εκεί, πέσαμε νότια, στο οροπέδιο Λυκέρι, όπου ήταν μες στη χιονούρα και τους κρόκους. Στα δεξιά μας, πέρασμα, παλιό μουλαρίσιο μονοπάτι, που έβγαιναν αργά το καλοκαίρι οι τσοπάνηδες στη λάκα Λυκέρι για να αρμέξουν, καθώς ήταν μαζεμένα εκεί τα πρόβατα. Σημειώσαμε δυο παλιά μαντριά στις νότιες πλαγιές του Άνθρωπου. Στη λάκα Λυκέρι, όπου δολίνη, στα ριζά της Λιάκουρας, κρατάει νερό. Απ’ την άλλη μεριά της λάκας, σημάδι κόκκινο, όπου διέρχεται μονοπάτι που οδηγεί στις Τσάρες (νερό).
Αφήσαμε την ανάβαση στην κορφή της Λιάκουρας, που είχαμε πραγματώσει κατά το παρελθόν κάμποσες φορές – είχαμε αφήσει μοναχό του το καινούργιο όχημα και φίδια μας είχαν ζώσει – και πιάνοντας το καλογραμμένο (τσοπάνικο) μονοπάτι, «κόψαμε» την διάσχιση και κατηφορίσαμε-πέσαμε στον δρόμο που διασχίζει τη «Σαχάρα». Επιστρέψαμε και για στάση διαλέξαμε τα Αϊλοκαϊτικα καλύβια (3), όπου πέτρινο κυκλικό (πρώην μητάτο) εξωκλήσι και στάνες. Το εκκλησάκι εντυπωσιακό, φτιαγμένο με τη μέθοδο της εκφορτικής τάσης και οι στάνες εξίσου ενδιαφέρουσες. Το προαύλιο, τα μαντρί, το στρογκολίθι και ιδιαίτερα οι πέτρες (4) στις οποίες ακουμπούσαν πάνω παγοκολώνες για να συλλέγουν χιονόνερο. Ολόγυρα ο τόπος στρωμένος στους κρόκους, που καταλαμβάνουν τον χώρο εκεί που λιώνουν τα χιόνια. Ο καιρός κρατούσε μια αχλίδα, ο ήλιος δεν μπορούσε να επικρατήσει, έκανε κάποιες προσπάθειες, αλλά δεν ολοκλήρωνε, η ελαφρά συννεφιά αντιστεκόταν. Πήραμε τα πόδια μας, κόψαμε δρόμο για να επισκεφθούμε από κοντά ένα όχημα που έχει πέσει σε ρεματιά – επηρεασμένοι γαρ – και όταν το φτάσαμε, διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για αμάξι του χιονοδρομικού κέντρου (διαβάσαμε Παρνασσού και είχε και νούμερο στην πόρτα). Δεν ξέραμε να ερμηνεύσουμε πώς είχε βρεθεί εκεί. Φυσικά είχε πέσει, αλλά..

Η επιστροφή
Φτάσαμε στο αυτοκίνητό μας, μετά από 0500ω. περπάτημα, έγινε έλεγχος και σιωπηλό τρισάγιο και είπαμε να την κάνουμε σιγά – σιγά. Είχαμε μελώσει αρκετά, ήταν και σχετικά νωρίς και είπαμε να επιστρέψουμε απ’ την Αράχοβα. Βγάλαμε το brand new αυτοκίνητο στην άσφαλτο και απολαύσαμε τη διαδρομή. Κάτι από test drive δείχναμε, αλλά όπως και να δείχναμε δεν πειράζει. Έστω και έτσι, είχαμε καταφέρει να βγούμε στα ψηλά, να ιδρώσουμε και να τραβηχτούμε στα βράχια, οπότε και μια σφαιρική ανάλυση της γιαπωνέζικης τεχνολογίας αυτοκινήτων, δεν με χάλασε.
Βουνά να περπατάμε, να σκαρφαλώνουμε, να γίνονται και όπως γίνονται..

Κατηφορίζοντας, σταθήκαμε να κολατσίσουμε στα έλατα, όπου ξαπλώσαμε (εγώ, ο Γιώργος προτίμησε πέτρα άσπρη, ολοκάθαρη) στο φρέσκο χορτάρι, ανάμεσα σε αγριολούλουδα, που δεν ήθελες, αλλά δεν μπορούσες να μην πατήσεις και όταν σηκωθήκαμε εγώ είχα ρετσίνι στο παντελόνι! Αυτό ήταν μέγα θέμα για το καινούργιο αυτοκίνητο (και παλιό να ήταν το ίδιο), οπότε εδώ φάνηκα τυχερός, είχα ορειβατικό παντελόνι. Άλλαξα και έτσι ξαναγύρισε η καρδιά του στη θέση της..
Συνεχίσαμε το test drive όπου στα Λιβάδια Αραχόβης κοντέψαμε να αποτρελλαθούμε από τα αμέτρητα κτίσματα, χίλια και λίγα λέμε, «ρουμελιώτικου» καθαρά τύπου. Αποκαμωμένοι από τις συνεχείς μετρήσεις, τις στροφές και τον ήλιο φτάσαμε στην Αράχοβα. Καθημερινή στην Αράχοβα (5), με τα σχολεία στην μονοήμερη εκδρομή τους και τα ανάλογα πούλμαν στον δρόμο, δοκιμάσαμε την υπομονή μας και όταν ελευθερωθήκαμε απ’ την αραχωβίτικη αιχμαλωσία και πήραμε ευτυχείς το δρόμο για τη Λειβαδιά, πέσαμε πάνω στο ράλι αντίκας «Ακρόπολης»! Μετρήσαμε κάμποσα αμάξια, την θρυλική πόρσε, λίγα μίνι και πάει λέγοντας. Όταν βαρεθήκαμε να μετράμε μάρκες και να καταγράφουμε ήχους μηχανών άλλης εποχής, 1970 και βάλε, συνειδητοποίησα, ότι και εμείς ήμασταν λάτρεις μιας άλλης εποχής, όπως και οι κάτοχοι αυτών των αντικών. Παλαιότερα πηγαίναμε στα βουνά με δημόσια μεταφορικά μέσα, τραίνο και λεωφορεία ΚΤΕΛ, μετά με το 2CV άντε αργότερα υπήρξε και FIATάκι, αλλά καθώς προσπερνιόμασταν με αντίθετες κατευθύνσεις, αυτοί ανηφόριζαν και εμείς κατεβαίναμε, διαπίστωνα ότι τώρα πια είχαμε οριστικά αλλάξει, ότι κι αν λέγαμε για να λέγαμε, καταλήξαμε και στο φιλοσοφικό συμπέρασμα ότι, όλα μα όλα αλλάζουν, όπως και οι εποχές, όπως και τα.. αυτοκίνητα!
Τάκης Ντάσιος, αρχές Μαΐου 2007
Παραπομπές
(1) Οικισμοί :
Πολύδροσος η. (έως 1928 Σουβάλα, έως 1940 Πολύδροσο), ύψ. 380μ. δήμου Παρνασσού νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 1.567 κατοίκους, 1940 > 1.486, 1951 > 1.528, 1961 > 1.511, 1971 > 1.312, 1981 > 1.306, 1991 > 1.350, 2001 > 1.465 Κατά την αρχαιότητα στη θέση του οικισμού υπήρχε η πόλη Έρωχος με ιερό της Δήμητρας, αφιερώματα του οποίου εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άμφισσας. Γεγονότα: 1824, Οκτ. μάχη μεταξύ Τούρκων, που κατευθύνονταν στην Άμφισσα και Ελλήνων, υπό του Δυοβουνιώτη, που τους ανέκοψαν.
Άνω Πολύδροσος, (Άνω Σουβάλα) υψ. 770μ. στις πλαγιές του Παρνασσού, δήμου Παρνασσού κοινότης Πολυδρόσου. Στα 1928 είχε (-) κατοίκους, 1940 > 142, 1951 > 5, 1961 > 0, 1972 > 2, 1981 > 69, 1991 > 39, 2001 > 15
Λίλαια η: Αρχαία πόλη της Φωκίδας κοντά στον οικ. Λίλαια. Σώζονται λείψανα ακροπόλεως. Καταστράφηκε μετά τον 3ο Ιερό Πόλεμο (357-347) π.Χ.)
Λίλαια (έως 1928 Κάτω Αγόριανη), υψ. 330μ. δήμου Παρνασσού νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 678 κατοίκους, 1940 > 730, 1951 > 664, 1961 > 589, 1971 > 463, 1981 > 496, 1991 > 459, 2001 > 3.703
Καλύβια Λιβαδιού Αραχόβης, υψ. 1.100μ. σε ένα οροπέδιο του Παρνασσού. Στα 1961 είχε 74 κατοίκους, 1971 > (-), 1981 > 85, 1991 > 221, 2001 > 363,
Τα Καλύβια Λιβαδιού είναι το πιο ορεινό χωριό του νομού Βοιωτίας. Πρόκειται για παλιό κτηνοτροφικό χωριό, χτισμένο σε ένα οροπέδιο του Παρνασσού σε υψόμετρο 1.700 μέτρων. Στο παρελθόν υπήρχαν σε αυτό μόνο θερινές κατοικίες κτηνοτρόφων από τη γειτονική Αράχοβα. Από την δεκαετία του ’80 όμως, λόγω της μεγάλης τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής του Παρνασσού, σημειώθηκε οικοδομική έκρηξη που συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες. Σήμερα ο οικισμός έχει πολυάριθμες πολυτελείς χειμερινές κατοικίες, ταβέρνες, καφετέριες, καταστήματα με είδη χειμερινών σπορ κλπ.
Τα Καλύβια Λιβαδιού αναγνωρίστηκαν ως οικισμός το 1961. Ανήκουν στον Δήμο Διστόμου – Αράχοβας – Αντίκυρας. Πολύ κοντά στον οικισμό βρίσκονται τα χιονοδρομικά κέντρα του Παρνασσού. Στη δυτική πλαγιά πάνω από το οροπέδιο που είναι χτισμένος ο οικισμός βρίσκεται το σπήλαιο Κωρύκειο άνδρο.
Αράχοβα (έως το 1949 Αράχωβα), ύψ.960μ. στις πλαγιές του Παρνασσού, δήμου Αραχόβης νομού Βοιωτίας. Στα 1928 είχε 3.572 κατοίκους, 1940 > 3.595, 1951 > 3.052, 1961 > 3.056, 1971 > 2.828, 1981 > 2.793, 1991 > 3.084, 2001 > 2.657 Παλιό τοπικό κέντρο, στον δρόμο προς τους Δελφούς, από τους οποίους απέχει 10 χιλ. και αφετηρία για τον Παρνασσό. Γεγονότα: 1923, την έκαψαν οι Τούρκοι,17-24 Νοεμβ.1826, η μάχη της Αράχοβας, ελληνοτουρκικές συγκρούσεις με νίκη των Ελλήνων και πρωταγωνιστή τον Γ. Καραϊσκάκη. 2 Νοεμβ. 1828 την ελευθέρωσε ο Δημήτριος Υψηλάντης. Πρόσωπα: Γεννήθηκε ο Παπαϊωάννου Λουκάς, γιατρός, συγγραφέας, καθηγητής ΑΕΙ,1831
(2) Παρνασσός, «το όνομά του προέρχεται από τον ήρωα Παρνασσό, πού έκτισε πόλη η οποία καταστράφηκε στον κατακλυσμό. Οι κάτοικοι γλίτωσαν τον πνιγμό φτάνοντας, οδηγούμενοι από τα ουρλιάσματα των λύκων, στη κορυφή. Εκεί έχτισαν την Λυκώρεια από ευγνωμοσύνη προς τους λύκους. Παράδοση που την αναφέρει και ο Παυσανίας. Άλλος μύθος κοσμογονικός για τον κατακλυσμό λέει ότι το σκάφος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, που ταξίδευε πάνω στα νερά, προσάραξε στην κορυφή του Παρνασσού. Ο Δευκαλίων και η Πύρρα έριχναν πάνω από τους ώμους τους πέτρες, που γινόντουσαν άνθρωποι. Άντρες από τις πέτρες του πρώτου, γυναίκες από τις πέτρες της δεύτερης. Από το γάμο του Δευκαλίωνα με την Πύρρα θα γεννηθεί ο Έλλην, ο γενάρχης του Ελληνικού Έθνους. Ο μύθος για τον Κατακλυσμό με τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα αναφέρεται και από τον Πίνδαρο στους Ολυμπιονίκες του και από τον Πλάτωνα στον Τίμαιο» Κωνσταντινίδη Θάνου1991:15,6)
(3) «Στο Αϊλοκαϊτικο» «..Ένας καλόγερος από το μοναστήρι του Άη-Λουκά τον λέγανε Γερόθεο (Ιερόθεο), πήγε να ανταμώσει στη Λιάκουρα τον «Κατεβατό» και να δει ατός του τον πόλεμο που κάνανε τα στοιχεία. Νοέμβρη μήνα ξεκίνησε. Πήρε κοντά του ούλα τα χρειαζούμενα για να ξεχειμάσει κει πάνω σε μια σπηλιά, που είναι κοντά στην κορυφή, πάνω απ’ τις Αϊλοκαϊτικες στρούγγες, στο Κάτω Λυκέρι. Σήμερα το λένε Ασκηταριό. Τί είδε όμως παιδιά μου αυτός ο παλαβός κανένας δεν έμαθε. Σαν λιγοστέψανε τα χιόνια και πατήσανε οι τσοπάνηδες το βουνό πήγανε να ανταμώσουνε τον καλόγερο και να τους ιστορήσει τα όσα είδε. Μα πού ο Ιερόθεος.. πού τα ράσα του.. Μέσα στη σπηλιά βρήκανε κάτι ανθρώπινα κόκκαλα σκόρπια από τα ζουλάπια που τάχανε ξεγδάρει απ’ το κρέας τους. Τον ξέκανε η βαρυχειμωνιά. Λένε όπως πως βρήκανε γραμμένα στη σπηλιά απ’ το χέρι του Γερόθεου, αυτά: «Είδα το πάλεμα στοιχείων, είδα και το παλάτι. Κι’ άλλο δεν φοβήθηκα σαν του Μαρτιού τ’ απόγειο» (Λάππα Τάκη1937:18)
(4) «Στην πλάκα για νερό» «Το μοναδικό νερό Χειμώνα – καλοκαίρι είναι το χιονόνερο. Μ’ αυτό θα ξεγελάσει τη δίψα ο κάθε διαβάτης. Σε βραχοσχισμάδες, κάρκανους, που ποτές ο ήλιος δεν τα βλέπει, κατακαλόκαιρο βρίσκεται χιόνι. Μα είναι τόσο παγωμένο, που κόβεται μονάχα με τσεκούρι. Σπάζουνε από το παγωμένο αυτό το χιόνι μεγάλες κολόνες και ύστερα το βάζουνε στον ήλιο γυρτά, πάνω σε μια πλάκα. Μπροστά της τοποθετούνε ένα ξύλινο λούκι, φτιαγμένο από έλατο, που τελειώνει στο στόμα μια καδοπούλας. Κει μέσα μαζεύεται σταγόνα – σταγόνα το χιονόνερο. Το όνομα πλάκα δώσανε σ’ όλη την εγκατάσταση. «Θα πάω στην πλάκα για νερό» ή «πάμε τα πράματα(πρόβατα) στην πλάκα», ακούς τους βοσκούς να λένε». (Λάππα Τάκη1937:29)
(5) Αράχοβα, ονομασία «Η επικρατέστερη άποψη για την προέλευση της ονομασίας της είναι πως προέρχεται από τη νοτιοσλαβική λέξη Οrechova που σημαίνει καρυδότοπος. Όμως υπάρχουν ακόμη δύο εκδοχές για την προέλευση της ονομασίας της. Σύμφωνα με την πρώτη, η περιοχή ήταν γνωστή τα χρόνια της Επανάστασης ως «Ράχωβα», λέξη ελληνικής ρίζας, η οποία προέρχεται από το συνδυασμό «ράχις» και «ωβάς», κι η οποία χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την οικιστική ένωση κατοίκων, που ζούσαν σε μικρότερα μορφώματα. Σύμφωνα πάντως με τον Αραχωβίτη συγγραφέα Γεώργιο Θ. Σύρο: Ο παππούς μου κι εγώ στην Αράχωβα1998,σ.13, εκδ. Α. Πιτσιλός, Αθήνα, η ονομασία αυτή πιθανόν να προέρχεται από το παλαιό χωριό Ράχωβο Γρεβενών, εκ του οποίου ήρθαν κάτοικοι διωγμένοι από τους Τούρκους κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Η άλλη εκδοχή θέλει τη λέξη να προέρχεται από την ελληνική «ράχις» και τη σλαβική «ova» (τόπος), άρα «Αράχωβα» (Αράχοβα) = «ραχότοπος»». (από την Βικιπαίδεια).
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Λάππα Τάκη1937: Στα ψηλώματα του Παρνασσού, Αθήνα
- Σπανδωνίδου Ειρήνη1939:Tα τραγούδια της Αγόριανηs (Παρνασού), εκδόσεις Πυρσός Α.Ε., Αθήνα.
- Δημητρίου Ν. Δημ.(Νικηφόρος)1978: Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης, τόμοι Α,Β,Γ.
- Νέζη Νίκου1979: Τα Ελληνικά βουνά, ορεογραφία, οδηγός, Αθήνα
- Σφήκα Γιώργου1980: Τα βουνά της Ελλάδας, σειρά: Ελληνική φύση, εκδ. Efstathiadis Group
- ΑδαμακόπουλουΤ.,Χατζηρβασάνη Β.,Ματσούκα Π.1986: Τα βουνά της Ρούμελης, οδηγός πεδίου για τα ελληνικά βουνά, εκδ. Τάσος Πιτσιλός, Αθήνα
- Κωνσταντινίδη Θάνου1991: Οδοιπορώντας σε Ελληνικά Βουνά (Παρνασσός, Οίτη, Ελικώνας, Χελμός), εκδ. Νεφέλη
- Τσίπηρα Κώστα1992:Στα Ελληνικά βουνά, οι 50 ωραιότερες πεζοπορικές και οικολογικές διαδρομές, Α’ μέρος σειρά: Πεζοπορία – ορειβασία, εκδ. Νέα Σύνορα, Α.Α. Λιβάνη
- Ματζώρου Δ. Γεωργίου1994: Ο καπετάν Διαμαντής ο σταυραετός της Ρούμελης (Γιάννης Κομνά Αλεξάνδρου), Αθήνα
- Μανιατέα Ηλία, Τεγόπουλου Ιωάννη (Εκδ.): Νομός Φωκίδας Στερεά Ελλάδα, Νο 15, σειρά: Ελλάδα, εκδόσεις Δομή
- Μανιατέα Ηλία, Τεγόπουλου Ιωάννη(Εκδ.): Νομός Βοιωτίας Στερεά Ελλάδα, Νο 11, σειρά: Ελλάδα, εκδ. Δομή
- Ματσούκα Πηνελόπη(Επιμ.)2009: Γκιώνα, Βαρδούσια, Παρνασσός, πράσινος οδηγός, εκδ. Anavasi