Στους Άη-λιάδες της Χελιδόνας και η επιστροφή μας

Φτάνουμε στο διασελάκι, όπου στο ξωκλήσι του Αγίου Σώστη, πλάτωμα για αντίσκηνο, πουρναριά μεγάλη, μάντρα, πεζούλι και παγκάκια. Στον πρόναο του ξωκλησιού, σκεπασμένος χώρος όπου μπορεί ν’ απαγκιάσει κανείς. Απ’ το διασελάκι αυτό, ανατολικά, ανάμεσα σε δάσος από πουρναριές, μονοπατάκι που οδηγεί σε αρχαιολογικό χώρο, βάσεις αρχαίου κτίσματος, που στέκεται επί της ράχης. Το σημείο και η θέα είναι εντυπωσιακή, καθώς βλέπει την χαράδρα του Καρπενησιώτη ποταμού απ’ το Παναιτωλικό μέχρι το Βελούχι.
Πίσω στην κατασκήνωση βάσης, στις διαδικασίες οργάνωσης του χώρου, εν όψει του ερχομού της βραδιάς. Στήνουμε τα αντίσκηνα στο πλάτωμα της ράχης, μαζεύουμε ξύλα για τη φωτιά, επιλέγουμε το σημείο που θα την ανάψουμε (στην πλάτη του τοιχίου), απέναντι απ’ το παγκάκι που είναι τοποθετημένο και δεμένο με αλυσίδα στον τοίχο, Ξεκινάμε το τσιπουράκι, μέχρι να ετοιμαστεί το γεύμα.

Ξεκινήσαμε..

Ακόμη κρατάει το φως της ημέρας, πιότερο κρατούν φως οι ψηλές κορφές της Καλιακούδας, ενώ η χαράδρα του Προυσού έχει χάσει από ώρα κάτι, που το αναπληρώνει ο ήχος των νερών του ποταμού, που φτάνει μέχρι εδώ ψηλά. Αφού κρύφτηκε ο ήλιος πίσω απ’ το Παναιτωλικό, αστέρια γεμίζουν τον ουράνιο θόλο. Αστέρια φωτεινά, ζωντανά σαν να σου ανοιγοκλείνουν το μάτι. Ο γαλαξίας, σωστός γίγαντας τα βρίσκει σκούρα με τόσα αστέρια παντού. Όταν αυτά αρχίζουν να πέφτουν, διασχίζοντας τη στενή χαράδρα του Προυσού, το σκηνικό αναδεικνύεται σε γιορτή με βεγγαλικά. Αραχτοί στη γη, με τα μάτια στον ουρανό, λικνιζόμαστε για ώρες ανάμεσα στα αστέρια, μεθυσμένοι, όχι απ’ το τσίπουρο αλλά απ’ τη μαγεία της νύχτας. Όταν η σιωπή επικρατεί ολοκληρωτικά για ώρα, σερνόμαστε μέχρι τα αντίσκηνα, να τεντώσουμε το κορμί μας για το υπόλοιπο της νύχτας.
Στις 0430, αξημέρωτα, αυτοκίνητο κάνει στην εμφάνισή σου στο μέρος, φωνές, κουβέντες κοφτές και κουδουνάκια σκυλιών κυριαρχούν στον χώρο, επικρατούν για λίγο, ώσπου όλα ηρεμούν και πάλι. Το επόμενο έργο κυνηγών παίζεται στις 0600, πάλι με την ίδια σειρά, λίγο πριν αρχίσει να φωτίζει και χάνονται και αυτοί στον χώρο. Η επόμενη άφιξη είναι αυτή της ημέρας, όπου ροδοχαράζει. Ώρα να σηκωνόμαστε, να ετοιμαστούμε για την ανάβαση στο βουνό.

Ανηφορίζοντας

Τα αστέρια φωτίζουν ακόμη για τα καλά τον τόπο. Ετοιμαζόμαστε και λέμε να επιχειρήσουμε την ανάβαση από το διάσελο που είμαστε. Σημάδια κόκκινα πάνω σε πέτρες, πιστοποιούν ότι κάτι παίζει απ’ εδώ. Ρωτὠ τον Στάθη για το υψόμετρο του Άη Σώστη και παίρνω την απάντηση ότι «είναι 880μ.». Και λέω «για την κορφή θα θέλουμε κάνα τριάρι ώρες». Ο Στάθης συμπληρώνει: ότι «θέλουμε 0230ω. και η διαδρομή λέγεται Αηλιάδες. Και πρόκειται για μια πορεία με διαδοχικά ανεβοκατεβάσματα, τόχω κατεβάσει στο GPS του κινητού μου με σύντομη περιγραφή». «Εντάξει, πάμε» ακούγεται από κάποιον, αβασάνιστα! Ξεκινάμε χαλαρά, η μέρα προμηνύεται υπέροχη, ο ήλιος βγαίνει απ’ τις πλαγιές της Καλιακούδας. Αρχικά στέλνει μια δέσμη απ’ τις αχτίνες του, που περνάει ανάμεσα από το αντίστοιχο διάσελό της, σημαδεύοντας κατά το χ. Προυσός. Ο ήχος απ’ το ποτάμι ακούγεται πιο έντονα απ’ τα χαμηλά, τα εύθραυστα φύλα απ’ την αγριοκερασιά μπροστά μου τρεμοπαίζουν, τρία πουλάκια περνάνε στο ξέφωτο δίπλα μου και γρήγορα κρύβονται στα έλατα, και εμείς αργά, μουδιασμένα, σέρνουμε τα πόδια μας για τα ψηλώματα. Τα κόκκινα σημάδια σηματοδοτούν ένα μονοπάτι-κατεύθυνση ανάμεσα από έλατα, αρχικά παίρνοντας λίγο ύψος και στη συνέχεια, κάνουν μια μεγάλη σε έκταση τραβέρσα με κατεύθυνση ΝΔ. Στην συνέχεια το μονοπάτι γυρίζει Βόρεια σε αραιοκαλυμμένο πεδίο, όπου συναντάμε κυνηγό σε καρτέρι, ενώ λίγο πριν είχαμε σμίξει με το σκυλί-γκέκα που γυρόφερνε εδώ και εκεί. Περνάμε σιωπηλά και ανηφορίζουμε σε χορταριασμένο πεδίο, μέχρι το επόμενο διασελάκι-λαιμό. Σταματάμε, μελετάμε το πεδίο. Μπροστά μας, δυτικά, ένα ορθωμένο τραχύ πεδίο, με έλατα. Ψάχνουμε τα σημάδια, τίποτα το ιδιαίτερο! Κάνουμε κυκλωτική ανάβαση και ξαναβγαίνουμε στην επόμενη κορφή. Ψάχνοντας για σημάδια δεν βρίσκουμε κάτι. Κατεβαίνουμε ό,τι έχουμε ανέβει σε απότομο πεδίο και σκάμε σ’ ένα ακόμη διασελάκι. Ανάσα! Μέχρι τώρα έχουμε ανεβοκατέβει τρία υψίκορφα πεδία, που είναι διατεταγμένα το ένα μετά το άλλο στη σειρά, το ένα ψηλότερο του άλλου. Οι αναβάσεις είναι απαιτητικές λόγω του πεδίου και οι καταβάσεις τους ανάλογες. Απ’ το τρίτο διασελάκι (λαιμό) βρίσκουμε μπροστά μας κόκκινα σημάδια, που τα ακολουθούμε σε ένα πολύ δύσβατο πεδίο. Η κίνησή μας γίνεται ανάμεσα σε πουρναριές, έλατα και πυκνή βλάστηση. Βγαίνουμε στην επόμενη κορφή και ξανακατεβαίνουμε αποτομιά στο επόμενο διασελάκι. Εδώ το πεδίο είναι γυμνό πια. Κορφές ψηλές κάπου στο βάθος.

Η κλίση..

Ανηφορίζουμε την επόμενη πλαγιά και καλύπτουμε και το επόμενο ύψος της, μέχρι που αποφασίζουμε να πλαγιοκοπήσουμε το πεδίο. Το χορταριασμένο πεδίο, νοτισμένο, γλιστράει. Αλλού η πορεία μας γίνεται ελευθέρας βοσκής, ενώ αλλού ακολουθούμε κάποια απομεινάρια από γιδόστρατα, «σύρμα». Ο ήλιος έχει πάρει να γείρει. Το φως θέλει δυο ώρες ακόμη, όπως το κόβω, για να μας αφήσει και εμείς θέλουμε ανάλογο χρόνο για την ψηλή κορφή. Θα νυχτώσουμε. Έχουμε καθυστερήσει πολύ. Έχουμε πέσει έξω. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την επιστροφή. Απ’ την ίδια διαδρομή το αποκλείσαμε.

Μαλακώνει..

Μετά από «σύσκεψη», γυρίζουμε βόρεια εγκαταλείποντας την ψηλή κορφή της Χελιδόνας, 1.973μ., ενώ στην νοητή οπτική ευθεία μας η ματιά μας σπάει στο διάσελο, όπου δρόμος ανεβαίνει και κεραία αναμεταδότη, πιστοποιεί την κλασσική ανάβαση για την ψηλή κορφή. Υψομετρικά έχουμε φτάσει στα 1.700μ. θέλουμε καμιά 200αριά μέτρα σε ύψος για την ψηλή κορφή, αλλά έχουμε πέσει έξω από χρόνο. Οι διαδοχικές ανεβοκατεβάσεις μας έχουν κουράσει και αποφασίζουμε να διακόψουμε την πορεία μας για την ψηλή κορφή και να βρούμε δρόμο διαφυγής και επιστροφής στη βάση μας.
Η ώρα είναι 1500 μ.μ., όταν αποφασίζουμε να «σπάσουμε», να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια για να «πατήσουμε» την ψηλότερη κορφή της Χελιδόνας, υψ. 1.975 μ. βρισκόμενοι καμιά διακοσαριά μέτρα χαμηλότερά της, λέμε τώρα.. Γέρνουμε στη μεγάλη λεκάνη που ξεκινάει απ’ την ψηλή κορφή και στενεύει στην ποτίστρα του Ποτιστή και χωρίς κομπασμούς, αφήνουμε τα σώματά μας να «κυλήσουν» κατά κει. Κάνουμε δεξιά, σε μια μεγάλη ανοικτή λεκάνη, που στο τέλος της διακρίνουμε ποτίστρα. Παίρνουμε την κατηφοριά προσεκτικά, πέφτουμε μέσα στην λεκάνη, όπου μονοπατάκι, στη συνέχεια δεξαμενή και σωλήνας μέχρι εκεί που στενεύει, έλατα και μονοπάτι που μας βγάζει σε δρόμο, όπου ποτίστρα και βρύση, ονομασία Ποτιστής. Εδώ «σκάνε» τα κόκκινα σημάδια και απ’ εδώ συνεχίζουν τα κίτρινα σημάδια με ΒΔ. κατεύθυνση, που θεωρητικά πρέπει να οδηγούν στο διάσελο με τον αναμεταδότη.

Ξαπόσταμα

Σκορπισμένοι ο ένας πίσω και ο άλλος πιο μπροστά, παίρνουμε τα πόδια μας κατά το ευδιάκριτο μονοπάτι, που φιδοσέρνει στον πάτο της λεκάνης, σημαδεύοντας από ώρα την ποτίστρα. Όταν φτάνουμε στο νερό, ανασυντασσόμαστε, κάνουμε ένα απολογισμό της ημέρας, ενώ το φως χαμηλώνει, όπως και εμείς έχουμε χαμηλώσει από ώρα, φτάνοντας στις παρυφές του δάσους.
Απ’ εδώ περνάει η σηματοδοτημένη κύρια χάραξη για τις ψηλές κορφές του βουνού, ενώ εμείς έχουμε επιχειρήσει τη διαδρομή Αηλιάδες απ’ το ξωκλήσι του Άγιου Σώστη. Μπαίνουμε στο μονοπάτι που κόβει «δρόμο» σε σχέση με τον χωμάτινο δρόμο που κάνει μεγάλα ζιγκ – ζαγκ για να βγει στο διάσελο της κεραίας – αναμεταδότη. Η κλίση κάμποση αλλά το μονοπάτι είναι καλογραμμένο και έτσι δεν έχουμε να πολυσκεφθούμε για τον δρόμο της επιστροφής. Όσο μακρύς και νάναι, ξέρουμε ότι θα μας «ρίξει» στο χωριό. Το φως της ημέρας ολοένα και λιγοστεύει μέσα στο δάσος και η σιωπή παίρνει τη θέση της. Ευκαιρία για συνομιλία με τον εαυτό μας, αν και κάπου – κάπου κάτι αγριολούλουδα ξεπετάγονται και μας κλέινουν το μάτι, κάτι οι λειχήνες στα κλαδιά των ελάτων, κάτι οι σωριασμένοι κορμοί, όλο και κάτι τραβάει το μάτι, σε κάτι ενδιαφέρον σκοντάφτουμε. Το φως ολοένα και λιγοστεύει και έρχεται η ωραιότερη ώρα της ημέρας.. Τούτη τη μέρα δεν φυσάει, δεν κάνει κρύο όταν ο ήλιος είναι ψηλά, αλλά καθώς το φως γίνεται ολοένα και πιο χλωμό, βοηθούμενο απ’ τη στέγη του δάσους, να και η υγρασία που παραφυλάει και κάνει αισθητή την παρουσία της. Έρχεται και δένει με τον ιδρώτα του κορμιού, που δεν έχει προλάβει να στεγνώσει απ’ την προσπάθεια κατά την ανάβασή μας. Καλώς την.

Αη-λιάδες

Κόψαμε κατά το κατέβασμά μας κάμποσες στροφές στον δρόμο, ακολουθώντας τη σήμανση του μονοπατιού, και στα δεξιά μας αφήνουμε το τεράστιο «κομμάτι» της πλαγιάς που έχει σκεπάσει το Παλιό Χωριό και σιγά – σιγά μπαίνουμε, νύχτα πια, στο Παλαιό Μικρό Χωριό. Είχα ξαναβρεθεί στο χωριό πριν από χρόνια και κείνο που διατηρούσα έντονα στην μνήμη μου ήταν τα παλιά, ωραία σπίτια.
Τα πρώτα πέτρινα σπίτια, μας υποδέχονται ως φαντάσματα, δεξιά και αριστερά του σοκακιού που διασχίζουμε. «Φαντάσματα» γιατί είναι ακατοίκητα με τα πορτοπαράθυρα ανοικτά και οι κληματαριές αφρόντιστες έχουν ξεφύγει και να γέρνουν στις μάντρες. Στη συνέχεια συναντάμε την εκκλησούλα και στην κατηφοριά, χαιρετάμε τα παλιά κτίσματα, επιβεβαιώνοντας αυτό που θυμόμουν πριν χρόνια. Πέφτουμε στον κεντρικό δρόμο του χωριού, όπου πινακίδες γνωστοποιούν πληροφοριακά στοιχεία για την περιοχή. Βαδίζουμε κατά τη πλατεία περνώντας μπροστά απ’ το σπιτικό, που έχουν ρίξει πρόσφατα πλάκα, στο ύψος του δρόμου και έχουν ξεκαλουπώσει. Προσπερνάμε και το φορτηγάκι με τους ανθρώπους που έχουν φορτώσει τις τάβλες της πλάκας στη καρότσα, χαιρετιόμαστε και, αφήνοντας στα δεξιά μας το πρώτο μαγαζί-ταβέρνα (σβηστό), στεκόμαστε στο αμέσως επόμενο, που έχει τα φώτα αναμμένα και δείχνει ότι μέσα υπάρχουν και ανθρώποι. Στα τραπεζάκια αφήνουμε τα σώματά μας να στεριώσουν στις καρέκλες, ακουμπάμε από δίπλα τα αξεσουάρ μας και ο Γιώργος φροντίζει να κάνει την παραγγελιά. Όταν έρχονται οι μπύρες, νύχτα για τα καλά, – η πλατεία όχι φωταγωγημένη κι ας είναι Σάββατο βράδυ -, δεν φυσάει, και εμείς ξαναμμένοι απ’ την ολοήμερη προσπάθεια στο βουνό, αισθάνομαι σαν βγήκαν στο δρόμο μας οι θεοί και μας κερνούσαν απ’ το δικό τους νέκταρ. Αμίλητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον με τα μάτια κλειστά, αν και ιδρωμένοι και βουτηγμένοι στο νυχτερινό πούσι, εντούτοις τούτη η μικρή στάση για ανάσα, είναι βάλσαμο.

Μακριά η κορυφή..

Πρώτα μας πλησιάζει το λυκόσκυλο, φιλικά και διακριτικά. Μετά εμφανίζεται ο κύριός του, ο οποίος μας λέει ότι «Με κάθε ευκαιρία φροντίζω να βρίσκομαι στο χωριό. Φέτος, για πρώτη φορά θα αφήσω το λυκόσκυλο να ξεχειμωνιάσει στο χωριό, φύλακας του σπιτιού αλλά και των λιγοστών κατοίκων του χωριού. Δείχνει να ανταποκρίνεται άνετα»
Το απέναντι μαγαζί – ταβέρνα πούναι ανενεργή έχει τα φώτα κλειστά και δεν μπορούμε να δούμε τον χώρο του μέσα στη νύχτα, (μπαλκονάτα, πλατάνια και βρύσες) αφού φωτιζόμαστε με τη λάμπα του μαγαζιού. Εμείς έξω να απολαμβάνουμε την παγωμένη μπύρα και κάνα δυο ντόπιοι ανθρώποι το ποτό τους μέσα στη σάλα του μαγαζιού. Όταν μαζευόμαστε και οι τέσσερις, ξαναπίνουμε μια ακόμη μπύρα και αποφασίζουμε να πάρουμε τα πόδια μας, γιατί έχουμε ακόμη δρόμο, μέχρι τον νυχτερινό προορισμό μας, τον Άγιο Σώστη.
Αφήνουμε το μαγαζάκι, χαιρετάμε τους λιγοστούς κατοίκους και βαριά η καλογερική, πιέζουμε τα πόδια μας να ακολουθήσουν, μιας και έχουμε πιαστεί με την ολιγόλεπτη στάση μας. Μπορεί, αλλά αυτές οι στάσεις μετά από ώρες περπάτημα, στο πρώτο μαγαζάκι του γειτονικού χωριού, είναι θεόσταλτες και είναι ιεροσυλία να προσπεράσεις.. Συνεχίζουμε επί του κεντρικού δρόμου, αφήνουμε στα αριστερά μας το τεράστιο πλατυμέτωπο σχολείο και την επιβλητική εκκλησία με το καμπαναριό της και πριν πιάσουμε την ανηφορίτσα για την πηγή του Μπότσαρη, ανεφοδιασμός σε νερό.

..Ας το κόψουμε για κάτω

Στο μαντρί, πάνω από την πηγή Μπότσαρη σε μια παλαιότερη επίσκεψή μας για χειμερινή στην Χελιδόνα, θυμάμαι τον μπάρμπα, που συζητώντας μας απέτρεψε να πάμε απ’ αυτή την διαδρομή, την ανατολική προσέγγιση της Χελιδόνας. (διαδρομή Αηλιάδες). Θυμάμαι τα λόγια του που μας είπε να πάμε από την κλασσική: «Παλιά απ’ εδώ, απ’ τους Αηλιάδες ανέβαινε κόσμος, έχει παλιά πεζούλια ψηλότερα.. όμως δεν το ξέρετε το μέρος και πού περνάει και γι’ αυτό να τ’ αφήσετε. Είναι χιόνι και δεν το βλέπεις το μέρος. Εγώ το ξέρω το μέρος γιατί γύριζα χρόνια, μην ακούσετε τί θα σας πουν στο χωριό, ότι μπορείτε να πάτε απ’ εδώ, να μην τους ακούσετε»..
Προχωράμε και σταματάμε ακόμη μια φορά στο ξενοδοχείο (High class), για να προμηθευτούμε «αγίασμα». Δυστυχώς στην πλατεία δεν έχουν τσίπουρο που ζητάμε, μιας και αυτό που κουβαλάγαμε μας έχει τελειώσει την πρώτη βραδιά, οπότε μια στάση σε ό,τι μπορούμε να βρούμε κάτι, μας λοξοδρομεί ελαφρώς. Διασχίζουμε την αυλή και στη σάλα του ξενοδοχείου, δυο νομάτοι παρακολουθούν το αποψινό ματς και η υπάλληλος δεν ξέρει πόσο να μας χρεώσει το κρασί. Σημειωτέον το ξενοδοχείο λουξ δεν διαθέτει τσίπουρο, ενώ οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού, πίνουν ουίσκυ. Αναγκάζεται να πάρει τον ιδιοκτήτη και αυτός της δίνει τηλεφωνικώς οδηγίες ότι το μπουκάλι κρασί κοστίζει 24 ευρώ και μας το αφήνει 18! Ας είναι! Παίρνουμε δύο φιάλες, τις ρίχνουμε στο σακίδιο και σέρνουμε τα πόδια μας, βαριά, στον ελαφρώς ανηφορικό δρόμο για τον προορισμό μας. Η νύχτα ολοένα και γίνεται πιο σκοτεινή και υγρή, συντροφιά στη κουβεντούλα μας.

Βλέπεις, το διάσελο ψηλότερα κρατούσε ακόμη φως..

Τις στιγμές αυτές που φορτωμένος το σακίδιο, το βάρος σου και την κούραση και ό,τι άλλο θες, (έλατα, ουρανός, μ’ αστέρια, σκουξίματα, σκιές) κουβεντιάζεις με τον συνοδοιπόρο σου πλάι – πλάι, για ό,τι μπορεί να γεννήσει η στιγμή και το μέρος. Δεν μιλάμε για το βουνό που ανηφορίζαμε ολημερίς, ούτε για τις ομορφιές του, ούτε καν για τις δυσκολίες του. Μιλάμε για την ίδια τη ζωή, για την συντροφικότητα, την επικοινωνία και τη Δημιουργία. Μέσα στης νύχτας τη σιωπή, ο μοναδικός ήχος είναι αυτός των ποδιών μας, που προσπαθούν να ελαφροπατήσουν, μιας που δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τα τεχνητά μέσα (φακός κεφαλής) για να βλέπουμε την πορεία μας. Και τι τα χρειαζόμαστε? Περπατάμε όπως οι ορεινοί, που τα σηκώνουν τα πόδια τους λίγο πιο πάνω, για να μην βρίσκουν σε εξογκώματα, για να μην σκοντάψουν στου δρόμου τις ανωμαλίες. Βλέπουμε, μέσα στη νύχτα, η κόρη των ματιών διαστέλλεται για να βλέπει καλλίτερα και όλες οι αισθήσεις βρίσκονται σε υπερδιέγερση. Ο δρόμος, η πορεία μας περιτοιχίζεται δεξιά και αριστερά απ’ τα έλατα και ψηλά στον ουρανό τα αστέρια του ουράνιου θόλου. Είναι κείνες οι αιώνιες στιγμές που δεν πατάμε στο έδαφος, αλλά με το κεφάλι ψηλά ακολουθούμε τον ουράνιο ποταμό αστεριών του γαλαξία, που δεν βλέπουμε όμως την ώρα να φτάσουμε στον Άη Σώστη, ενώ παραμιλάμε..
Επιτέλους, κάποτε στο τέλος μιας κουραστικής μέρας, ξεχαρβαλωμένοι, αλλά ευτυχείς μαζευόμαστε στον κύκλο της φωτιάς.. Όταν τα βλέφαρα βαραίνουν πια πολύ και το κρασί στερεύει, η θράκα απ’ τη φωτιά σιγο-σπινθηρίζει και τα αστέρια του ουρανού έχουν εισχωρήσει στα εγκεφαλικά κύτταρά μας, αποσυρόμαστε στα τέσσερα για ύπνο. Χωμένοι στους υπνόσακους, με ανοικτά διάπλατα την πόρτα του αντισκήνου, τα αστέρια στήνουν χορό στα κεφάλια μας. Η νύχτα συνεχίζει αγκαλιά με τα αστέρια, ενώ δίπλα μου ο Γιώργος, συνεχίζει να ροχαλίζει από ώρα!!!

Τάκης Ντάσιος, Νοέμβρης 2013

Ενδεικτική βιβλιογραφία

• Λουκόπουλου Δημητρίου1930: Στ’ Άγραφα, ένα ταξίδι με εικόνες, κεντρική πώλησις Βιβλιοπωλείον Ιωαν, Ν. Σιδέρη, εν Αθήναις
• Σφήκα Γιώργου1980: Tα βουνά της Ελλάδας, 1η έκδοση, σειρά Ελληνική φύση, Αθήνα
• Αδαμακόπουλου Τρ, Χατζηρβασάνη Βασ., Ματσούκα Πην.1986: Τα βουνά της Ρούμελης, οδηγός πεδίου για τα ελληνικά βουνά, εκδ. Πιτσιλός
• Τσίπηρα Κώστα1992: Στα Ελληνικά βουνά, οι 50 ωραιότερες πεζοπορικές και οικολογικές διαδρομές, εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα
• Κούτση Θανάση (Επιμ.)1999: Ταξίδια, ετήσιος οδηγός χειμερινές διακοπές, στην αγκαλιά των βουνών, αναζητώντας τη γαλήνη σε 10+1 ορεινά χωριά, άρθρο «Παλαιό Μικρό Χωριό, στα μονοπάτια της ιστορίας» των Βασσάλου Κική, Κουτσούκου Γιάννη, στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 19 Νοεμ. 1999
• Αθανασιάδη Θοδωρή, Αλεξάκη Ζερμαίν (Κείμενα-φωτογραφίες)1999: «αφιερώματα: Σάμος, Χίος, Ευρυτανία, Άγραφα» στο Touring 40 ταξίδια σε βουνό και θάλασσα το ΄99, Auto Τρίτη 1999, εκδ. MOTOR PRESS HELLAS A.E.
• Νέζη Νίκου2010: Τα Ελληνικά βουνά, γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2, Ηπειρωτική Ελλάδα (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη), εκδ. Ε.Ο.Ο.Α. κληροδότημα Αθ. Λευκαδίτη
• Σταματελάτου Μιχαήλ, Βαμβά Σταματελάτου Φωτεινή2012: Γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδας, έκδ. Δ.Ο.Λ. ΤΑ ΝΕΑ
• Περιοδικό Μικροχωρίτικα γράμματα, έκδοση της αδελφότητας Μικροχωριτών, «Η μεταμόρφωση του Σωτήρος»
• Γαλάνη Λάμπρου (Επιμ.) «Από το Καρπενήσι στον Προυσό» των Καλογήρου Α. και Συκά Β. τεύχος 22, στο Περιηγήσεις με την ΗΜΕΡΗΣΙΑ,
• Γαλάνη Λάμπρου (Επιμ.) «Ανακαλύπτοντας την Ευρυτανία» των Τσαντούλα Αλέξανδρου-Πηνελόπη, ταξιδιωτικοί οδηγοί στην ΗΜΕΡΗΣΙΑ, ιδιοκτησία ΗΜΕΡΗΣΙΑ Α.Ε.Ε.
• Περιηγητικός χάρτης2008: Ευρυτανία. Κλίμακας 1: 110.000. εκδ. EOT & N.Ε.Τ.Π. Νομού Ευρυτανίας

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s