Στο Ξεροβούνι Ευβοίας, 1.417μ

«Βρίσκεται στην κεντρική Εύβοια, στο ΝΑ άκρο της Δίρφης αλλά αποτελεί ξεχωριστό βουνό με δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.  Χωρίζεται καθαρά από τη Δίρφη με το δρόμο Στενή – Στρόπωνες, που περνά από το διάσελο Μεσοράχη στα 950 μ.  Είναι βουνό πάρα πολύ απόκρημνο και για τις αναβάσεις απαιτούνται λίγες γνώσεις αναρριχήσεως.  Άλλες κορυφές: Ζυγός, 1.102μ, Σκοτεινή, 1.362μ.  Η ανάβαση γίνεται από το διάσελο Μεσοράχη σε 0300ω. περίπου» (Νέζη Νίκου1978:149) ..Το πρωί, νύχτα ακόμη, είμασταν στον δρόμο.  Ρίξαμε στο αμάξι ότι είχαμε και δεν είχαμε, ο καφές να είναι σε πρώτη ζήτηση και στον δρόμο για την γειτονική Εύβοια.  Μέχρι εκεί κουβεντούλα και φιλάκια, αφού ο καιρός ήταν μαζί μας..  Φτάνουμε στη Νέα Αρτάκη, έχει φωτίσει για τα καλά και ο φούρνος με το χωριάτικο έκανε και τυρόπιττες.  Ρίξαμε κάτι μέσα μας για νάρθουμε στα ίσια  μας και γαλατάκι από πάνω για κάτι πιο υγιεινό (ανάμεσα σε 18 καφέδες και δύο πακέτα τσιγάρα)!

Απ΄ το Ξηροβούνι ο όγκος της Δίρφης

Στρίβουμε για Στενή με την κουβέντα να κρατιέται σε γενικότητες και επιμέρους σε θέματα σφαιρικό-αλλότρια!   Συνεχίζουμε με διάφορα ποικίλης ύλης, κάτι φάνηκε στο βάθος, αλλά δεν ήταν δυνατόν, άστο δεν ήταν αληθινό.  Συνεχίζουμε το ταξίδι με τα δικά μας και σε λίγο βλέπουμε μπροστά μας τον κώνο της Δίρφης κουφέτο και δίπλα το Ξεροβούνι.  Κοιτάζουμε τον Γιωργάκη, που είχε δει προ ημερών ξέχιονο, κοιτάζει και μένει παγωτό.  Καλά μας τα είχε πει, μόνον που αυτά που μας είπε, ήταν δυο μέρες πριν και εν το μεταξύ έριξε κάμποσο νέο χιόνι. Περάσαμε στη Στενή γεμάτοι προβληματισμό και στο διάσελο, υψόμετρο 950μ., το χιόνι ήταν «σοβαρό».  Κάναμε και εμείς τους σοβαρούς, και αλλάξαμε ρουχισμό και, σαν να μην τρέχει τίποτα, κινήσαμε για το Ξεροβούνι.  Ευτυχώς που είχαμε πάρει μαζί μας χειμερινές αρβύλες και ένα σκοινί από συνήθεια, λες και κανείς δεν ήθελε να πιστέψει τα λόγια του Γιώργου, καταχείμωνο, λες και δεν είχαμε εμπειρία από άλλα βουνά τέτοιο καιρό..

Ο Γιώργος αν και μαρμαρωμένος κατάφερε να προχωρήσει στο χιόνι, λέγοντας κάθε τόσο ακατανόητα και ακατανόμαστα λόγια, για να δικαιολογήσει το πόσο έξω είχε πέσει!  Δεν το πίστευε!  Οδηγηθήκαμε στη βάση της ορθοπλαγιάς όλοι μαζί, αφού διασχίσαμε το πεδίο βρίζοντας ο ένας τον άλλο για να περάσει η ώρα, λες και μας κορόϊδεψαν που βρήκαμε τόσο χιόνι, ενώ είχαμε υποσχεθεί στους εαυτούς μας ότι θα πάμε σε ανοιξιάτικη βόλτα…

Στα βραχώματα του ξηροβουνίου

Στεκόμαστε στη βάση της ορθοπλαγιάς, εκεί που αρχίζει η κλασσική ανάβαση και για λίγο ερωτοτροπούμε με την κόψη σαν το Ρωμαίο που περιμένει την Ιουλιέτα να ρίξει τις κοτσίδες της για να ανεβούμε!  Ακολουθεί συζήτηση με υψηλούς προβληματισμούς της τάξεως: «τι λες;» «δεν λέω ξέρω εγώ..»  «βγαίνει;» «λες;» «μπας και κολλήσουμε και μπλέξουμε;» «ρε συ ένα Ξεροβούνι να μην ανέβουμε, ούτε 3ου βαθμού δεν είναι»  «ναι αλλά δεν έχουμε υλικά να πάρει η ευχή..  και αυτό στο χιόνι στο βράχο πώς θάναι;»..  Εκεί που το συζητάμε κάνουμε την πρώτη προσπάθεια, βγαίνουμε 15 μέτρα ψηλότερα και κολλάμε στο χιόνι!   Οδηγεί ο Γιωργάκης τον οποίο ακούω να προβληματίζεται (δηλαδή να βρίζει).  Έχει ένα διάλογο προσωπικά με το χιόνι, όχι με τον βράχο.  Ακολουθεί ένας σοβαρότερος προβληματισμός στο βράχο γαντζωμένοι.  Περνά μπροστά ο Γιώργος και φτιάχνοντας σκαλοπάτια στο χιόνι, ψηλώνει  κάμποσα μέτρα.  Ακολουθούμε.  Το πρόβλημα δεν είναι η δυσκολία των περασμάτων, αλλά το παγωμένο χιόνι στην επιφάνεια του βράχου, που είναι εκτεθειμένος.  «Γιατί από κει ρε Γιώργο|»; του φωνάζω και μου απαντά «τώρα πάω να βγω»..  «Δεν είναι καλλίτερα από τα δεξιά στο χιονισμένο»; επιμένω εγώ και παίρνω την απάντηση «Ναι αλλά από κεί είναι εκτεθειμένο»..  Πάλι καλά που δεν με διαολόστειλε, ευγενής ήταν.  Βλέπεις, οδηγούσε και είχε αυτός τις επιλογές..

Γυροφέρνουμε  το βράχωμα, πάνω στην ώρα που ο Γιωργάκης κάνει τις προσπάθειες του να βγει ψηλότερα.  Κάνει ένα πέρασμα 3ου βαθμού και αφού περνά από πίσω απ’ τον Γιώργο, βρίσκει μέρος για να σιγουρέψει τη θέση του.  Ανάσα! «Άντε να δεθούμε ρε παιδιά και βλέπουμε»!  Ρίχνει ο Γιώργος το σκοινί και δενόμαστε ο ένας πίσω από τον άλλον και πάμε ψηλότερα.  Μπροστά μας χιονισμένο πεδίο αρκετής κλίσης και ανακεφαλαιώνουμε την κατάσταση. 

Στη διαδρομή μας

Ξεκινήσαμε κάνοντας πατήματα στο χιόνι που καθώς που καθώς δεν ήταν παγωμένο αυτό, η μύτη της αρβύλας έμπαινε μέσα καλά.  Προχωρήσαμε σταθερά και καλύψαμε την απόσταση μέχρι τα ριζά του βράχου.  Εδώ έπρεπε να τραβερσάρουμε δεξιά, για να περάσουμε χαμηλά του βράχου.  Εάν στο τέλος της τραβέρσας, όπου το χαρακτηριστικό μυτίκι, όρθιος λεπτός φρουρός μας έκοβε την πορεία και μας δυσκόλευε να πάμε ψηλότερα.

Ο Γιώργος περνά μπροστά από μένα, πούμαι δεύτερος δεμένος και δοκιμάζει τα βήματά του.  Κάνει την μισή διαδρομή η οποία είναι εκτεθειμένη και γιατί εκεί που ενώνεται το χιόνι με το βράχο δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει.   Περνάει το σκοινί σε προεξοχές του βράχου για να έχουμε καλλίτερη ασφάλεια.  Βγάζει όλο το μήκος  της τραβέρσας και στρίβει αριστερά, όπου  υπάρχει όμως συνέχεια!  Ακολουθούμε ανάλογα και περνάμε το εκτεθειμένο.  Παίρνουμε ύψος σε μεγάλη κλίση, που όμως τώρα τα πατήματα του προπορευόμενου πατούν με σιγουριά.  Ο δεύτερος τα σιγουρεύει ακόμη περισσότερο με αποτέλεσμα να κινηθούμε σε αρκετά γρήγορα ρυθμό, καίτοι είμαστε δεμένοι.  Βγαίνουμε στη ράχη, όπου σ’ ένα παταράκι σταλιάζουμε για ανάσα.  Μπροστά μας, ανατολικά – νότια λίγο, φεύγει η κορυφογραμμή που ψηλώνει.  Ο αέρας εδώ είναι ιδιαίτερος, πιστοποιώντας το εκτεθειμένο των ψηλωμάτων.  Το χιόνι όπως κολλάει πάνω στα βράχια το μορφοποιεί σε πίνακες γλυπτικής σε άπειρους συνδυασμούς και παραλλαγές.  Το σκηνικό μοιάζει να έχει παραδοθεί σε κάποια μαγική χώρα παραμυθένια.

Βραχώσαμε..

Δεμένοι μπαίνουμε στη σειρά, έχει μεσημεριάσει κιόλας και ο ουρανός μαζεύει σύννεφα. Η μεσοράχη οδηγεί στην κορφή, που δυσκολευόμαστε, επειδή με τα διάσπαρτα βράχια της με το χιόνι μας αναγκάζουν να γυροφέρνουμε διαρκώς για να αποφύγουμε τα χάσματα.  Λυνόμαστε για καλλίτερα..  Φτάνουμε στο ψηλότερο σημείο του Ξηροβουνίου.  Μεγάλη ανάσα αλλά και αυτή με σπρώξιμο και πίεση  λόγω του αέρα. Κοιτάζουμε για λούκια «στρωτά», που να σπάνε την διαδρομή  και να κατηφορίζουν σε ομαλότερο πεδίο, χωρίς βράχια, αλλά αυτό θέλει πολλή συγκέντρωση για να κάνουμε την σωστή επιλογή.  Αντί όλων αυτών των σκέψεων έχουμε να ολοκληρώσουμε την κόψη.  Τα  «χτένια» (βράχια) της κόψης   χιονισμένα πατιούνται.  Προσεκτικά περνάμε ο ένας μετά τον άλλον και βγαίνουμε σε στρωτή πλαγιά.  Εδώ παίρνοθμε μια γερή ανάσα και νερό, που δεν είχαμε πιει, αφ’ ότου είχαμε ξεκινήσει, πριν από δύο ώρες.  Συνεχίζουμε δεμένοι προς την κορυφή, που δεν αργεί να μας υποδεχτεί.  Ένας δυνατός ήλιος μας τυφλώνει και ένας παγωμένος αγέρας μας ανακατεύει τον ποτισμένο ιδρώτα του σώματος..  Μετά ο ήλιος μας αρπάζει για τα καλά.  Φαίνεται ότι έχουμε καθίσει περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε, αλλά χαιρόμαστε.  Εδώ πάνω, καθώς η κορυφογραμμή ανοίγεται και κάνει λάκες, το χιόνι κυριαρχεί ολοκληρωτικά.  Καθόμαστε για λίγο στης κορυφής το μέρος χωρίς λόγια.  Δεν έχουν θέση αυτά σε κάτι τέτοιες στιγμές.  Επί προσωπικού, θέλω να ξεφωνίσω από ευτυχία, αλλά δεν μπορώ γιατί αυτόματα σκέφτομαι την.. επιστροφή!  Αντί να χαίρομαι σκέφτομαι τον γυρισμό, πώς θα χαμηλώσουμε και προσπαθώ να κρατηθώ με συγκρατημένη αισιοδοξία.  Αντί να χαίρομαι την στιγμή, έλεγα διαρκώς μέσα μου, ότι από κάποια πλευρά του θα χαμηλώνει το βουνό ομαλά, το δείχνει το εκτεταμένο της κορυφής, το μαρτυρούν οι λάκες.. Σκέψεις κι’ αυτές!

Δεθήκαμε για σιγουριά..

Ο ήλιος του μεσημεριού προχωράει και κατηφορίζει στα νότια, αφού τα πράγματα είναι πιο βολικά.  Τουλάχιστον έτσι δείχνουν, αφού δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε το μεικτό πεδίο, αλλά την λευκή κυριαρχία του χιονιού.  Τώρα με το χιόνι!  Ο ήλιος το έχει βρει αρκετές ώρες και η κλίση του πεδίου είναι μεγαλούτσικη.  Και η δική μας παρουσία, το βάρος μας να διασχίσουμε το πεδίο;  Μακρύς και δύσκολος ο δρόμος της επιστροφής!   Η χαρά της κορυφής πρέπει να περιμένει.

Το τοπίο μπροστά κατάχιονο και η κλίση μεγάλη.  Ατέλειωτη  λευκή σάρα και η τραβέρσα για να φτάσουμε στο διάσελο, στο σημείο εκκίνησής μας… Χρειάζεται να υπολογίσουμε να κρατηθούμε σ’ ένα υψόμετρο, αντί να κατρακυλήσουμε χαμηλά και να τελειώνει, πρέπει να διατηρηθούμε σ’ ένα ύψος της σάρας, που είναι κουραστικό.  Επί προσωπικού, σκέψεις εκ του υστέρων…

Ανάσα σαν ψηλώσαμε

Κάθε φορά στο βουνό θα ζω για την μετέπειτα στιγμή!  Η παρούσα  έχει τα δικά της που με δοκιμάζει.  Μια ο βράχος, που ορθώνεται μπροστά μου με προκαλεί να δοκιμαστώ μαζί του, μια η κορυφή που ανεβαίνω αλλά δεν την φτάνω, μια η πρόσκληση του  χιονιού που έχει μεγάλη κλίση και με δοκιμάζει.  Συνεχώς ανανεώνω το ραντεβού με τα στοιχεία της φύσης, ξανά και ξανά, γιατί η έλξη μου, το ενδιαφέρον μου, η αγάπη μου προσκρούει στον φόβο μου.  Η έλξη μου για το βουνό και ο φόβος..  Αγάπη για το βουνό, που κάνεις μέσα σε φόβο, δεν είναι αγάπη.  Εγώ επιθυμώ να πλησιάσω το βουνό, αλλά  το συναίσθημα του φόβου παρεμβάλλεται, δυστυχώς, ανάμεσά μας..

..Όσο συνεχίζω να τραβερσάρω, να πλαγιοκινούμαι, ανοίγοντας βήματα, πατήματα προσεκτικά δεν υπάρχει περιθώριο να διασπαστώ.  Όσο το σώμα προσπαθεί να γίνει περισσότερο ανάλαφρο, τόσο  τα πατήματά μου γίνονται πιότερα «βαριά» στο να «κόβουν» το χιόνι. Είμαι στην σωστή στάση.   Από πάνω τα όρθια βράχια της ορθοπλαγιάς προξενούν τριγμούς, και κάθε τόσο πέτρες κόβουν την πορεία μου, κατρακυλώντας από ψηλότερα.  Με την άκρη του ματιού ακολουθώ την πορεία τους που τερματίζει στο δάσος.  Πίσω ο Γιωργάκης φωνάζει: κάντε γρήγορα να περάσουμε το πεδίο.  Η ανάσα συνεχίζει να μαζεύει την γλώσσα και η κουβέντα του να σπάει την μονοτονία του χιονιού. 

Η επιστροφή μας γύρο από την ορθοπλαγιά

Η απόσταση από το διάσελο τώρα όλο και μικραίνει και η χαρά  της επίτευξης του στόχου δεν λέει να φτερουγίσει..  Έχει μείνει πίσω; Έχει στερέψει στην προσπάθεια ή έχει μορφοποιηθεί σε  πραγματικότητα χάνοντας την μαγεία του ανώφελου.. 

Τί παράξενο!  Μένει η χαρά του «αργότερα», όταν πατώντας σε στέρεο έδαφος και παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής, θα ξαναγυρίζουν τα πράγματα για να σμίξουν το σώμα με την ψυχή και αυτά με την από μνήμης ομορφιά της φύσης.

Τάκη Ντάσιου, Μάρτης 1989

Παραπομπές

Στενή Δίρφυος η, υψ.440μ. οικισμός της Εύβοιας στις πλαγιές του όρους Δίρφυς δήμου Διρφύων νομού  Ευβοίας.  Στα 1928 είχε 2.015 κατοίκους, 1940 > 1.318, 1951 >937, 1961 > 762, 1971 > 603, 1981 > 649, 1991 > 796,   2001 > 691. Απέχει 33 χιλ. από την πόλη της Χαλκίδας. Στην περιοχή χαρακτηρισμένο αισθητικό δάσος. Γεγονότα: 1821, 15 Αυγ. Ελληνοτουρκικές συγκρούσεις

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

  • Νέζη Νίκου1979:Tα ελληνικά βουνά, ορεογραφία – οδηγός, Αθήναι
  • Σφήκα Γιώργου1980: Τα βουνά της Ελλάδας, σειρά: φύση, εκδ. Efstathiadis Group
  • Αδαμακόπουλου Τ., Χατζηρβασάνη Β., Ματσούκα Π.1986: Τα βουνά της Ρούμελης, οδηγός πεδίου για τα ελληνικά βουνά, εκδ. Πιτσιλός
  • Σταματελάτου Μιχαήλ, Βάμβα Σταματελάτου Φωτεινή1012: Γεωγραφικό Λεξικό της Ελλάδας, Τόμοι Α’, Β’, Γ’, για αυτή την έκδοση Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s