Αφιερώνεται στον Γιώργο Κολόζη
..γείραμε κατά κάτω, όπως έδειχνε στην χαρακτηριστική πινακίδα, διαβάσαμε Αμυγδαλέα (1). Το χωριό ήταν στην κάτω μεριά του δρόμου και αυτό μας έκανε να σκεφθούμε ότι το ακρωτήριο μπορεί να ήταν κοντά. Το χωριό στην «ησυχία» του δεν μας βοήθησε και πολύ. Δρόμος για την θάλασσα δεν υπήρχε και πολύ περισσότερο να βρίσκαμε κάποιον που θα μας έδειχνε ότι τουλάχιστον πάμε καλά. Πήραμε το δρόμο προς τα πάνω να βγούμε στον «κεντρικό», μιας και η προσπάθειά μας για να βρούμε το ακρωτήρι δεν περνούσε απ’ την Αμυγδαλιά. Στο έβγα του οικισμού πέφτουμε πάνω σε άνθρωπο. «Επ’ τι γίνεται; πώς πάμε; πού είναι ο Κάβο Ντόρoς»; O άνθρωπος παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και πιάνοντάς μας απ’ τον ώμο, μας λέει: «Εδώ Κάβο Ντόρος. Εδώ στην Αμυγδαλιά ο Κάβο Ντόρος». Το μάτι του γυάλιζε. Τα παιδάκια του πούταν από δίπλα, μας κοιτούσαν όλο έκπληξη.. Αδιέξοδο.. Ευχαριστήσαμε τον άνθρωπο και δικαιολογήσαμε την επίσκεψή μας στα μέρη τους. «Έτσι ήρθαμε να δούμε το ακρωτήρι» (2) είπαμε, χωρίς και εμείς να ξέρουμε τι γυρεύουμε..

Βγήκαμε ψηλά στον «κεντρικό». Μακρύτερα, μπροστά στον κόμβο με τις πινακίδες φάνηκαν κάτι φιγούρες ανθρώπινες να περνούν στην σειρά πάνω στο μονοπάτι με τα ζώα φορτωμένα Σο χρυσαφί φόντο της πλαγιάς οι φιγούρες ανάμεσα στα φορτιάρικα ζώα, χανόντουσαν. Μέχρι να πλησιάσουμε, είχαν χαθεί πίσω από την πλαγιά. Το μονοπάτι οδηγούσε στον οικ. Βρέστηδες. Στον κόμβο πάνω πέφτουμε πάνω σε άνθρωπο, που είχε τα πρόβατα ψηλότερα και αυτός άραζε στον δρόμο. Σηκώθηκε, στηρίχτηκε στην γκλίτσα του, νέος άνθρωπος γύρω στα τριάντα. Τον χαιρετάμε και τον ρωτάμε: «Πάτε ευθεία στο χωριό Πρινιά και απ’ εκεί με τα πόδια στον Άγιο Ελευθέριο»; «Έχει κάτι να φάμε εκεί;»! «Όχι, στο χ. Αμυγδαλιά θα βρείτε. Έχει και πανηγύρι το χωριό σήμερα»! «Ναι;» «Είναι του Άϊ Φίλιππα σήμερα» (11 Οκτωβρίου) «Μπα, δεν το ξέραμε..» «Ε, αποκριές δεν έχουμε; Τι νομίζετε, έφτασαν τα Χριστούγεννα»! Μπα σε καλό μου, κοίτα εδώ κοίταζα απ’ εκεί, δεν είχα τι να πω. Μουγκαμάρα. «Άντε να γυρίσετε στο χωριό (Αμυγδαλιά), έχει φαγητά, έχει γλέντι, κάτι θα βρείτε να φάτε σίγουρα..» «Ευχαριστούμε, τα ξαναλέμε». Φύγαμε και για ώρα έχουμε μείνει άφωνοι..
Απόκριες, Χριστούγεννα, μα ήμαστε στα καλά μας; Μήπως ήμαστε σε άλλον κόσμο, μήπως δεν είμαστε ξύπνιοι, τι μας είπαν; Πως γίνεται; Καλά νάναι ανήμερα του Άϊ Φίλιππα, αλλά οι Απόκριες που κολλάνε; O άνθρωπος φαινόταν μια χαρά.. Ο δρόμος μας οδήγησε αρχικά στον οικισμό Σχίζαλη και μετά στον Πρινιά. Κάναμε κάμποσο δρόμο και ακόμα ρωτώντας ένα βοσκόπουλο «Ποιον απ’ τους δυο δρόμους να πάρουμε για να σιμώσουμε στον Άγιο Ελευθέριο»,
μας υπέδειξε τον κάτω με το σήκωμα της γκλίτσας. Το τοπίο ολόγυρα καμένο και αυτό έκανε τον τόπο να έχει μια ξέχωρη ένταση και ατμόσφαιρα. Κάτω η θάλασσα και στις μικρορεματιές και τις αγροικίες. Εκεί που νομίζεις ότι ο τόπος είναι έρημος, εκεί ανακαλύπτεις ότι είναι γεμάτος από μικρές διακριτικές αγροικίες.

Ο δρόμος κατευθύνεται ανάμεσα σε εδάφη καμένα και σε άλλα σημεία από δάση βελανιδιάς. Πολύ εντυπωσιακό! Η θάλασσα τώρα κάτω σε προκαλεί. Είναι η στιγμή πια που η θάλασσα ξαναπαίρνει τη θέση της, όχι μόνο στα μάτια μας αλλά και μέσα μας. Ο ήχος του νερού, το κύμα που σκάει στην βραχώδη χερσαία γη δίνει έντονα το παρόν της. Βράχια που γλιστρούν μέσα στην θάλασσα, τραβούν το μάτι. Ω! μαγικές εικόνες!
Ανθρώπινη φιγούρα όρθια στην θάλασσα μέσα, στηριζόμενος στα βράχια, ψαρεύει. Βάρκα με μηχανή πλησιάζει και με προσπάθεια παίρνει τον μοναχικό ψαρά. Η βάρκα απομακρύνεται όλο παραλία. Ίσως να πηγαίνει στο χωριό Αμυγδαλέα. Σήμερα είναι του Άϊ Φίλιππα και έχει και πανηγύρι. «Θα ακολουθήσει γλέντι», μας είπαν.
Το μάτι αναζητά διέξοδο στην θάλασσα. Το μονοπάτι πια διασχίζει το δάσος με τις βελανιδιές και σε καμένο πεδίο, μετρά απόσταση πια απ’ το ακρότερο σημείο. Το τοπίο είναι μαγικό, που σε καθηλώνει. Ο βράχος Ντόρο στην θάλασσα (Αράπης), με τον φάρο πάνω του, σε μαγνητίζει. Η θάλασσα χτυπά πάνω του. Σηκώνονται τα κύματα ψηλά και διώχνουν τους γλάρους, που προσπαθούν να βρουν κάτι να φάνε στα αφρισμένα κύματα, που σκάνε στα βράχια.
Τούτος ο βράχος είναι το ακρότερο σημείο μέσα στην θάλασσα. Ένας βράχος που κατρακύλησε απ’ το βουνό της στεριάς, ένα βότσαλο πεταμένο, απ’ το οποίο αγναντεύουμε την απεραντοσύνη του Αιγαίου. Σήκωσα ένα βότσαλο και το πέταξα προς την μεριά της θάλασσας. Δεν πήγε παρά λίγα μέτρα πιο κάτω. Με τη δύναμη του χεριού ενός τσοπάνη, που με τέχνη και δύναμη θα πήγαινε μακρύτερα. Σκέφθηκα και το χέρι ενός δράκου, απ’ τα Δρακόσπιτα της Όχης, σαν το κυλούσε, πόσο μακριά θάφτανε..

Τα γιδόστρατα σμίγουν πια εδώ. Απ’ όπου και να ροβολήσεις, όλα δείχνουν να τερματίζουν στο στέρεο έδαφος, που μοιάζει η γη με απλωμένο χέρι παλάμης, ως να πλησιάζει και να χαιρετίζονται με το νερό της θάλασσας. Πάνω του το εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, δακτυλίδι στην απλωμένη παλάμη. Εδώ στο ακρότατο σημείο η ανθρώπινη παρουσία υποκλίνεται μπρος στην απεραντοσύνη της ανοικτής θάλασσας. Την ώρα του δειλινού τα χρώματα του φωτός τρεμοπαίζουν με τα κύματα της θάλασσας. Τούτη την ώρα της προσευχής, η θάλασσα ανατριχιάζει. Βγάζει υπόγειους ποταμούς, που σχηματίζουν στην επιφάνειά της άπειρα σχήματα. Ακόμη και τα κύματα, που χτυπιούνται στα βράχια, μπροστά απ’ το εκκλησάκι, μαλακώνουν. Οι γλάροι επιτέλους καταφέρνουν να καθίσουν σ’ αυτά.
Η νύχτα θα πάρει τη θέση της στο σκηνικό και η αθέατη πλευρά της Όχης θα αναδειχτεί «φωτίζοντας» και θα «φωτίσει». Δυο ανθρώπινες φιγούρες, στο άκρο της γης, αγναντεύουν στο σκοτάδι. Ας πάρουμε την θέση μας και ας συμμετάσχουμε στο μυστήριο της νύχτας. Είναι η ώρα που το βουνό σμίγει με την θάλασσα και εμείς, φωλιασμένοι ανάμεσά τους, κοιτάζοντας την λάμψη του φάρου.
Διαλέγουμε για την βραδινή μας συνέχεια μια ερημική «ταράτσα», στο δάσος με τις βελανιδιές και ετοιμαζόμαστε για την γιορτή της νύχτας που έχει έρθει. Πάνω στην καλοστρωμένη χωμάτινη οροφή στήνουμε την κατασκήνωσή μας. Μέχρι να πέσει για τα καλά η νύχτα, οι φάροι στα γειτονικά νησιά, μας χαιρετούν. Τα καράβια, ανάβουν τα φώτα τους. Μετράμε τους φάρους που βλέπουμε και βρίσκουμε τρεις σε οπτική επαφή μαζί τους, αν δεν μετρούμε και κάνα απ’ τ’ αστέρια που τρεμοσβήνουν.
Την ώρα του δειλινού σμίγουν μ’ αυτά με την υποδοχή του φεγγαριού, που κάνει τη θάλασσα χρυσαφένια. Τα φορτηγά καράβια στολισμένα μοιάζουν χριστουγεννιάτικα δένδρα. (Μπορεί νάναι αυτή η αιτία που έχουν φτάσει τα Χριστούγεννα του ανθρώπου..) Ο γκιώνης ακούγεται από το δάσος με τις βελανιδιές αλλά γρήγορα εστιάζουμε στους ήχους της θάλασσας. Βρισκόμαστε 300 μέρα ψηλότερα απ’ την επιφάνεια της θάλασσας, σ’ ένα μπαλκόνι, που δείχνει να βγαίνει πάνω απ’ αυτήν. Οι ήχοι της θάλασσας προσπαθούν αλλά δεν φτάνουν ίσα με εδώ πάνω. Εμείς μπορούμε να τους ονειρευτούμε. Τα κύματα σκάνε μαλακά στα βράχια τώρα, τα σκουξίματα των πουλιών δεν φτάνουν. Ο μόνος θόρυβος είναι αυτός των μηχανών απ’ τα πλοία που πηγαινοέρχονται.

Η νύχτα έρχεται πια στην ώρα της. Το φεγγάρι κάνει στην θάλασσα μια ολόχρυση λουρίδα, σωστός ποταμός με χρυσάφι. Οι φάροι ζωντανεύουν και τα φώτα των οικισμών στα μακρινά νησιά φαίνονται. Είναι η ώρα της απόλυτης σιωπής, η ώρα των αισθήσεων και των παραισθήσεων. Οι φάροι να αναβοσβήνουν, τα καράβια να χάνονται και να εμφανίζονται άλλα και ο ουρανός γεμάτος από αστέρια και ποτάμια από γαλαξίες. Κουρνιασμένοι στον τοίχο του ερημικού σπιτιού, της «ταράτσας-«Καμπαλά», πάνω σ αυτό το υπέροχο μπαλκόνι, μπαλκόνι με θέα στη θάλασσα, είμαστε μετέωροι ανάμεσα σε γη και ουρανό, ανάμεσα σε θαλασσινό αεράκι κι αυτόν το αγέρα που κατεβαίνει απ’ το βουνό. Το φεγγάρι προχωράει, τα αστέρια επιβάλλουν την κυριαρχία τους – είναι άλλωστε περισσότερα – καταλαμβάνοντας ολόκληρο τον θόλο, και έτσι αυτός γεμίζει ολοκληρωτικά με μύρια, άπειρα φωτεινά σώματα, αστέρια που ακουμπούν στης θάλασσας το πρόσωπο ή λάμψεις αστεριών, που αντικατοπτρίζονται σ’ αυτή. Έχουμε περάσει σε άλλη διάσταση.

Πού να κλείσεις τα μάτια σου μπρος και μέσα σ’ όλο αυτό; Η νύχτα μας καλεί κοντά της, μας ροφάει όλο και πιο βαθιά στο κάστρο της αθέατης πλευρά της.
Η νύχτα έχει προχωρήσει, πολύ, το φορτηγό πλοίο γυρίζει κατεύθυνση προς την στεριά. Η μηχανή κατεβάζει στροφές και φαίνεται να χώνεται ανάμεσα στα βράχια του φάρου και της στεριάς. Για λίγο ακόμη τα φώτα φαίνονται, έως να χαθούν κάτω από τα πόδια μας. Μένει ο ήχος της μηχανής να ακούγεται, μέσα στις πρώτες πρωινές ώρες και συ με την φαντασία σου φτιάχνεις πειρατές που βγήκαν στην σπηλιά, κρυμμένη απ’ την άλλη μεριά της ράχης..
Τα χρώματα σιγά –σιγά αλλάζουν. Ο ουρανός αφού περνάει απ’ όλες τις διαβαθμίσεις του χρυσαφί, μολυβένιου, γκρίζου προετοιμάζεται για την μεγάλη υποδοχή. Το σκοτάδι κρατάει, αλλά μέσα απ’ το άνοιγμα του αντίσκηνου, ανάμεσα σε γλάρωμα και ξύπνιο, γινόμαστε μάρτυρες των μυστικών της νύχτας και το πρωϊνό φως μας βρίσκει στυλωμένους να καρτερούμε τον ήλιο να βγει απ’ το βυθό της θάλασσας. ‘Όταν βγαίνει, είναι ντυμένος σε σύννεφο και βγαίνοντας ψηλότερα απ’ την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ εμείς αλλού τον περιμένουμε!

Αφήνουμε την «ταράτσα», που μας φιλοξένησε για την νύχτα και ξαναβγαίνουμε στης Όχης τα χωριά. Ο ήλιος της ημέρας σκορπάει ένα καθάριο φως που λούζει τις ράχες και τα ψηλώματά της. Στρίβουμε στην διασταύρωση που δείχνει για Σχίζαλη, ακολουθώντας την, 5 χιλ. Το τοπίο ονειρικό. Οι πλαγιές με καφετί χορτάρι να κόβονται από μονοπάτια, πρόβατα να βόσκουν χαμηλά και βοσκόπουλα να σκαρίζουν απέναντι σε ολοπράσινο κομμάτι γης –Όαση – στο γενικό καφετί της πλαγιάς. Το χωράφι σφύζει από «ζωή», ενώ δείχνει έργο τέχνης. Κάτω από τα πόδια μας το παλιό μονοπάτι οδηγεί στο χωριό, παλιό, στρωμένο μονοπάτι.
Το χωριό (Σχίζαλη) μόλις τόχει βρει ο πρωινός ήλιος και στα πάνω σπίτια του, που τα βρίσκει πρώτα, οι γυναίκες έχουν απλώσει τις πολύχρωμες μπουγάδες τους για να στεγνώσουν. Ο καπνός απ’ τα τζάκια συναντά την άχνα της πρωινής δροσιάς, καθώς ο ήλιος λούζει τώρα τον τόπο. Οι κότες σκόρπια και εκείνο που μας κάνει εντύπωση είναι η ησυχία του τόπου. Το χωριό κρατάει τον κόσμο του, το μαρτυρούν τα καπνισμένα τζάκια και η απουσία γαυγισμάτων από σκύλους. Το κάθε τι βαλμένο στη θέση του. Είναι όλα τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά. Τα προσπερνάς, τα κοιτάζεις, αισθάνεσαι ότι είναι εκεί αλλά αυτά δεν κραυγάζουν, δεν χειρονομούν. Όλα κυλούν φυσικά, να, όπως τα βοσκόπουλα που είναι χαμηλότερα απ’ τον δρόμο και αλληλοκοιταζόμαστε και μετά χαιρετιόμαστε κουνώντας το χέρι μας..
Τρομάζεις στη σκέψη μήπως και διαταράξεις κάτι. Μόνον η ματιά επιτρέπεται να πλανιέται και το σύνολο των αισθήσεων, είναι όλα πραγματικά, αλλά την ίδια στιγμή και τόσο εύθραυστα.
Για άλλη μια φορά το παράξενο συναίσθημα να σαρώνεις με το μάτι το χωριό, ένα είδος σύνθετης κατοικίας με τις στέρνες, τα περιβόλια, τα χαμόσπιτα, το μαντρί, τη ρεματιά, το μονοπάτι και το μάτι να σταματά στο παραδεισένιο ξεκομμένο κομμάτι γης που δείχνει και είναι υπέροχο.

Ο δρόμος μακρύς αλλά σε κάθε στιγμή και νέα όψη του σκηνικού, πρωτόφαντες μικρολεπτομέρειες που αναδεικνύονται με το πλάγιο πρωϊνό φως. Στην στροφή του δρόμου σταματάμε για να μην διαταράξουμε το σκηνικό. Δυο γυναικείες μορφές με μαντήλια στο κεφάλι να αγναντεύουν το βουνό. Η αίσθηση μαγική. Ακίνητες, ασάλευτες, όπως τις κοιτάζουμε, (πλάτη), μου δίνουν την εντύπωση ότι είναι αρχαϊκά αγάλματα. Η εικόνα κρατάει μερικές στιγμές. Όταν αντιλαμβάνονται την παρουσία μας, το σκηνικό χαλάει, ταράζονται και απλά μετακινούνται. Είναι κι αυτό μιας στιγμής έργο. Στιγμές. Στο επόμενο χωριό πριν μπούμε, μια θειά κάποιας ηλικίας μας χαιρετά και μας σταματά: «παιδάκι μου σας πήρα για την ΔΕΗ! Τρία χρόνια τους παρακαλάω να έλθουν να μου φτιάξουν μια ασφάλεια που έχει πέσει από την κολώνα της ΔΕΗ και δεν έρχονται. Ο ένας απ’ αυτούς είναι και από τα μέρη μας, απ’ το χωριό Κομήτι, τίποτα. Είδα το χρώμα του αυτοκινήτου και, επειδή και της ΔΕΗ είναι το ίδιο, βγήκα μπας και κάνω τίποτα..» «Τόσα χρόνια.. και δεν έρχονται; εδώ στις ερημιές, που είναι τόσο σημαντικό το ρεύμα..» «Τι να κάνω παιδάκι μου, έχω και δυο παιδιά φευγάτα, ο ένας είναι στην Κάρυστο και ο άλλος στην θάλασσα».. «Θειά μακάρι να μπορούσαμε να βοηθήσουμε.. «Καλό χειμώνα, κουράγιο» «Γειά σου παιδάκ’ μ».

Ανηφορίζουμε στο χωριό Αντιά. Τούτο το χωριό το θυμόμαστε πριν χρόνια και είπαμε να μπούμε να το χαιρετήσουμε. Θέλουμε να δούμε τις αλλαγές με τον χρόνο, αλλά τρομάζουμε να το θυμηθούμε. Πόσο έχουμε ελαφρύνει, πόσο έχουμε χάσει την επαφή μας με το άλλο με τον έξω κόσμο. Πόσο έχουμε γίνει αλλιώτικοι. Όταν φτάνουμε στο μαγαζάκι, έχει βάλει ένα αεράκι που σπρώχνει τα φύλλα της αυλής. Η πόρτα είναι κλειστή και πουθενά ανθρώπινη φωνή. Δεν χωράμε να στρίψουμε. Απ’ το σοκάκι ξεπροβάλει ένα σκυλί, γκέκας, που δεν γαυγίζει και από πίσω ακολουθεί το μουλάρι, φορτωμένο με ξύλα. Πιο πίσω ο μπάρμπας, που μας χαιρετάει. «Τι γίνεται, πώς απ’ εδώ; τι νέα, πώς τα πάτε;» «Πώς να τα πάμε..» «Εσείς να μου πείτε, πώς θα ζήσουμε, πώς θα τα βγάλουμε πέρα. Θα πάμε καλλίτερα ή χειρότερα, που είναι ο κόσμος στο χωριό, έφυγαν όλοι πού να μείνει νέος. Εδώ είναι για γερόντια και συνταξιούχους. Πώς να αγοράσω κιμά να φτιάξω γιουβαρλάκια; Τρώμε χόρτα και πάλι χόρτα, μέχρι να σταματήσουν να βγάζουν οι μπαχτσέδες.. «Ε, τί να γίνει.. άντε και ελάτε το βραδάκι ξανά, τότε μαζευόμαστε στο μαγαζάκι, όσοι υπάρχουμε, τώρα είναι εδώ και εκεί. ΄Αντε να πούμε και καμιά κουβέντα. Άντε υγεία και καλό χειμώνα». «Ρίχνει χιόνι εδώ μπάρμπα»; «Αν ρίχνει παιδάκι΄» μας λέει «Πώς δεν ρίχνει..»!
Έχουμε πια υποβαθμιστεί σαν φιγούρες μέσα στον ορεινό όγκο της Όχης, ενώ το ίδιο το βουνό ολοένα και ψηλώνει! Πηγαίνουμε και πηγαίνουμε και οι εικόνες έχουν χάσει το νόημά τους πια και έχουν αφήσει πάνω μας την σφραγίδα μιας ταυτότητας που ξεφεύγει απ’ τον χρόνο. Εκείνο που προσέχουμε είναι ότι η αθέατη πλευρά του βουνού κρατάει – κρατάει γερά στην απομόνωσή της. Το μαρτυρούν και οι ανθρώπινες προσπάθειες, που αντίστροφα απ’ την «φανερή» πλευρά, προσπαθούν χρόνια να περάσουν στο πίσω μέρος και δεν τα καταφέρνουν. Κάτι να αντιστέκεται σ’ αυτή την πορεία, λες και ο δράκος του βουνού να μην συμφωνεί. Λες;
Τάκη Ντάσιου Φθινόπωρο 1991
Παραπομπές
(1) Οικισμοί:
Κόμιτο το, υψ. 400μ. οικισμός της Ευβοίας, επαρχία Καρυστίας, κοινότης Κομίτου. Στα 1928 είχε 286 κατοίκους, 1940 > 275, 1951 > 274, 1961 > 222, 1971 > 167, 1981 > 130, 1991 > 104, 2001 > 142
Καψούρι το, υψ.380μ. οικισμός της Εύβοίας, κοινότης Αμυγδαλέας. Στα 1928 είχε 119 κατοίκους, 1940 > 202, 1951 > 183, 1961 > 147, 1971 > 60. 1981 53, 1991 > 19, 2001 > 57
Δρυμονάρι το (έως το 1928 Συμικούκι), υψ. 240μ. οικισμός της Ευβοίας, κοινότης Αμυγδαλιάς. Στα 1828 είχε 88 κατοίκους, 1940 > (0)..1970 > 47, 1981 > 40, 1991 > 21, 2001 > 32
Θύμη η, οικισμός της Ευβοίας, κοινότης Αμυγδαλιάς. Στα 1928 είχε 91 κατοίκους, 1940 > (0)
Ζαχαριά η, υψ.240μ. οικισμός της Ευβοίας, κοινότης Αμυγδαλέας. Στα 1928 είχε 56 κατοίκους, 1940 > 59, 1951 > 57, 1961 > 52, 1971 > 48. 1981 > 37, 1994 24, 2001 > 48
Αμυγδαλιά η, υψ.150μ., οικισμός της Ευβοίας, κοινότης Αμυγδαλιάς. Στα 1928 είχε 178 κατοίκους, 1940 > 204, 1951 > 203, 1961 > 217, 1971 > 175, 1981 > 142, 1991 > 142, 2001 > 179
Βρέστηδες;
Πρινιά η, (και Καλαμάκι), οικ.300μ. οικισμός της Ευβοίας κοινότης Αμυγδαλέας. Στα 1928 είχε 68 κατοίκους, 1940 > 71, 1951 > 86, 1961 > 81, 1971 > 103, 1981 > 93, 1991 > 43, 2001 >
Καλαμάκι ή (Πρινιά)
Σχίζαλη η, υψ.300μ., οικισμός Ευβοίας κοινότης Αμυγδαλέας. Στα 1928 είχε 67 κατοίκους, 1940 > 93,1951 > 104, 1961 > 77, 1971 > 35, 1981 > 41, 1991 > 44, 2001 > 75
Σώτειρα η (έως 1954 Γκιάλπηδες), υψ.370μ., οικισμός της Ευβοίας, δήμου Μαρμαρίου, κοινότης Καλλιανού. Στα 1928 είχε 71 κατοίκους, 1940 > 66, 1951 > 65, 1961 > 58 1971 > 37, 1981 > 30, 1991 > 22, 2001 > 15
Αγαθό το, (έως 1940 Αγαθός), υψ. 200μ. οικισμός Ευβοίας, δήμου Μαρμαρίου κοινότης Καλλιανού. Στα 1928 είχε 143 κατοίκους, 1940 > 135, 1951 > 140, 1961 > 112, 1971 > 80, 1981 > 70, 1991 > 65, 2001 > 60
Καλλιανού ο, υψ. 200μ., οικισμός της Ευβοίας, δήμου Μαρμαρίου κοινότης Καλλιανού. Στα 1928 είχε 258 κατοίκους, 1940 > 438, 1951 > 380, 1961 > 324, 1971 > 237, 1981 > 195, 1991 > 194, 2001 > 204
Άγιος Δημήτριος, υψ. 400μ., οικισμός της Ευβοίας, Δήμου Μαρμαρίου, κοινότης Αγίου Δημητρίου. Στα 1928 είχε 477 κατοίκους, 1940 > 464, 1951 > 418, 1961 > 386, 1971 > 330, 1981 > 315, 1991 > 292, 2001 > 301
Μελισσώνας ο,(και Μελισσών, έως 1940 Μελισσώνα) υψ. 440μ., οικισμός της Ευβοίας, δήμου Μαρμαρίου, κοινότης Μελισσώνος. Στα 1928 είχε 149 κατοίκους, 1940 > 116, 1951 > 106, 1961 > 66, 1971 > 47, 1981 > 31, 1991 > 39, 2001 > 36
Φρυγάνιον το, (έως 1940 Φρύγανη), οικισμός της Ευβοίας κοινότης Παραδεισίου (πρώην Μπεζάνων). Στα 1928 είχε 151 κατοίκους, 1940 > 190, 1951 > 161. 1951 > (-)
Κατσαρώνι το, υψ.280μ. οικισμός της Ευβοίας δήμου Μαρμαρίου κοινότης Κατσαρωνίου. Στα 1928 είχε 417 κατοίκους, 1940 > 377, 1951 > 317, 1961 > 269, 1971 > 201, 1981 > 215, 1991 > 169, 2001 >120
Καλύβια τα, υψ.60μ. οικισμός της Ευβοίας, δήμου Καρύστου κοινότης Καλυβίων. Στα 1928 είχε 487 κατοίκους, 1940 > 404, 1951 > 520, 1961 > 887, 1971 > 687, 1981 > 664, 1991 > 768, 2001 > 716
Νικάσι το (Αλαμαναίικα), οικισμός της Ευβοίας κοινότης Καλυβίων. Στα 1928 είχε 398, 1950 > 418, 1951 > 289, 1961 > (-)
Κάρυστος η, υψ.20μ. Κωμόπολη της Ευβοίας δήμου Καρύστου. Στα 1928 είχε 1.866 κατοίκους, 1940 > 2.201, 1951 > 3.118, 1961 > 3.335, 1971 > 3.550, 1981 > 4.081, 1991 > 4.663, 2001 > 4.960
(2) Ιστορικά
«Από τον όρμο της Καρύστου και μέχρι τον Καφηρέα οι ακτές δεν παρουσιάζουν σοβαρές πτυχώσεις. Στα παράλια αυτά ξεχωρίζουν μόνον δύο μικρά ακρωτήρια, η Θύμη και το Μερούθι. Έτσι φτάνουμε στο ΝΑ. άκρο της νήσου, στο γνωστό Κάβο Ντόρο ή ακρωτήριο Καφηρεύς, ένα από τα γνωστότερα ακρωτήρια του Αιγαίου και της Μεσογείου. Το δέρνουν άγριοι άνεμοι και έχουν σημειωθεί πολλά ναυάγια. Κατά τον Μεσαίωνα λεγόταν και ξυλοφάγος, ίσως επειδή εκεί γινόντουσαν πολλά ναυάγια. Αργότερα πήρε το ξενικό όνομα Κάβο –Ντόρος. Μερικοί υποστηρίζουν ότι το όνομά του οφείλεται στις χρυσαφιές ανταύγειες της δύσεως του ηλίου και άλλοι πάλι στα χρυσά νομίσματα που έβγαιναν από τα ναυάγια. Εκτός από τα ναυάγια, που είναι πάρα πολλά στο κανάλι του Καφηρέα, συνέβησαν και τα εξής ιστορικά γεγονότα: Εδώ ναυάγησε ένα μεγάλο μέρος της μοίρας του στόλου που έστειλε ο Ξέρξης μετά τη ναυμαχία του Αρτεμισίου, για να προλάβει τα Ελληνικά πλοία μέσα στον Ευβοϊκό και να τα αποκλείσει. Το 1790 στο στενό μεταξύ Καφηρέα, ΝΑ. ακτής της Ευβοίας και της νήσου ΄Ανδρου, ο Λάμπρος Κατσώνης υποχρεώθηκε να ναυμαχήσει με πολύ μεγαλύτερες εχθρικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να πάθει τη γνωστή πανωλεθρία, για την οποία μιλάει και το λαϊκό δίστιχο: «Σαν σ’ αρέσει μπάρμπα Λάμπρο ξαναπέρνα από την ΄Ανδρο». Στις 20 Απριλίου 1825 μοίρα του Ελληνικού στόλου με επικεφαλής τον αντιναύαρχο Σαχτούρη και με υποναυάρχους τον Κολανδρούτσο των Σπετσών και τον Αποστόλη των Ψαρών καταναυμάχησαν τον στόλο του Τοπάλ Πασά. Εδώ ο μπουρλοτιέρης Ματρόζος ανατίναξε στον αέρα το τουρκικό δίκροτο «Χαζενί Γκεμισί» και ο υδραίος Μπούτης μία κορβέτα 32 κανονιών». Προχωρώντας ΒΔ. από τον Καφηρέα συναντούμε το ακρωτήριο Φιλάγρα και τον ομώνυμο όρμο που κλείνει με το ακρωτήριο Λετρά. Μετά από αυτό ακολουθεί ο όρμος Καραλίδες. Από δω και πάνω και για αρκετά χιλιόμετρα η παραλία είναι απότομη και ακατοίκητη… (Ροδάκη Περικλή, Τριανταφύλλου Κώστα (Επιμ.)1960: Σύγχρονη γεωγραφία – Άτλας της Ελλάδος, εικονογραφημένη, σ.526, εκδόσεις ΑΤΛΑΣ)
Βιβλιογραφία
- Νέζη Νίκου2010: Τα Ελληνικά βουνά γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια, τ.1, Α. Η Ελλάδα, Γεωγραφία και φυσικό περιβάλλον Β. Νησιώτική Ελλάδα, τα ελληνικά νησιά και τα βουνιά τους, εκδ. Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας Αναρρίχησης – Κληροδότημα Αθ. Λευκαδίτη
- Περιηγητικός & πεζοπορικός χάρτης2019:Εύβοια-Σκύρος Topo 1:110.000 κλίμακας, εκδ. Anavasi