Οι συνάδελφοι
Βέβαια δεν πολυκατάλαβα τί έγινε, όταν φτάσαμε να προβάλλεται η σειρά με τα βουνά μας! Επειδή είχα την τύχη να έχω και μια άλλη δουλειά -υπάλληλος υπήρξα- στην οποία οι εργαζόμενοι είναι απλοί άνθρωποι, όπως όλοι οι άνθρωποι, που πηγαίνουν σε δουλειά, έχουν παιδιά, συνήθως δύο, ένα αμάξι που το συντηρούν και το πολύ-συζητούν, ένα εξοχικό ή σπίτι στο χωριό, ρίζες ελιές, που είναι πολύ σημαντικό πράγμα στη ζωή μας, συζητούν για το πόσο πετρέλαιο έκαψαν φέτος σε σχέση με πέρυσι και την έγχρωμη τηλεόραση τελευταίως, ακολούθησαν σκηνές απερίγραπτου κάλλους! Ξέρεις τί είναι να σε βλέπουν στο δωμάτιό τους έγχρωμο, εκεί που δεν μπαίνει εύκολα κανείς;

Ξαφνικά λοιπόν οι συνάδελφοί μου ανακάλυψαν – το «κουτί» είναι μόνιμα ανοικτό στα σπίτια μας – βλέποντας κάποια από τα επεισόδια ή ακούγοντας από τρίτους ότι «αυτός» που παρουσιαζόταν στο σπίτι τους μέσα, δεν είναι άλλος παρά ο «δικός τους άνθρωπος» με τον οποίο δουλεύανε μαζί, πατούσανε κουμπάκια, συζητούσαν, γελούσαν και ξενυχτούσαν.. Αυτό δεν είναι ένα απλό πράγμα! Είναι κάτι σαν να βρέθηκαν ξαφνικά συγγενείς με τον πρόεδρο της χώρας! Όλοι κολακευόμαστε να γνωρίζουμε κάποιο πρόσωπο σπουδαίο όπως τον πολιτικό, τον γιατρό, τους ανθρώπους του θεάματος ή τον περιπτερά της γειτονιάς μας που, παρ’ όλες τις προσπάθειές μου να μην με αντιπαθήσει δεν κατάφερα και πολλά, διαβάζοντας λάθρα περιοδικά και εφημερίδες..
Το τί ακολούθησε δεν λέγεται! Η «φήμη» μου πέρασε γρήγορα από στόμα σε στόμα και τα σχόλια έδιναν και έπαιρναν. Ο προϊστάμενος με φώναζε «Αναπούρνα», αφού είχε διαβάσει για την Ελληνική αποστολή στο Ιμαλάια. Όταν οι συνάδελφοι απευθυνόντουσαν σε μένα κατέβαζαν πρώτα όλα τα γνωστά τους βουνά και μετά το όνομά μου. Άλλοι είχαν πάει για κυνήγι στο βουνό και ρωτούσαν τί όπλα κουβαλάμε μαζί μας, άλλοι καθόντουσαν δίπλα μου, μήπως και φωτογραφηθούν και σε άλλους θάπρεπε να απαντήσω τί φιάλες οξυγόνου χρησιμοποιούμε!
Πόσο ακόμα έπρεπε να προσπαθήσω να απαντώ στα διάφορα ερωτήματα των συναδέλφων, όπως: Τί το κάνετε τόσο καλό κυνήγι που συναντάτε, πού το διαθέτετε, με τα φίδια τί κάνετε; Άλλος ήθελε χόρτα και τσάϊ του βουνού και μου παρήγγειλε ένα φόρτωμα στο επόμενο επεισόδιο. Προχωρημένες ερωτήσεις με ήθελαν να πρέπει να σκαρφαλώσω στο Ιμαλάια και αν δεν κάνω λάθος είχαν κινήσει διαδικασίες με πρωτοβουλία δική τους, να μου χορηγηθεί άδεια άνευ επιστροφής!
Τώρα, όλοι μου χαμογελούσαν και αισθανόντουσαν «κάπως» για μένα. Ο πρώτος star της εποχής θα ζήλευε εάν άκουγε τί και πόσα μου λέγανε.. ‘Άλλος με ήθελε με φουστανέλα, άλλος ένα είδος Τάσου στο «αγαπητικό της βοσκοπούλας» και άλλος που δεν είχε δει καλά – καλά το φιλμ, να με ρωτάει συνεχώς να του απαντήσω «πώς έκανα βαρκάδα στις κορυφές του Ολύμπου»!
Βέβαια, έχοντας γίνει πρόσωπο δημόσιο, έπρεπε να απαντώ σε όλες τις ερωτήσεις, απορίες και σχόλια. Στο τέλος, ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα, όταν με συνεχάρη κάποιος λέγοντάς μου, ότι: «ωραίο το φιλμ, ωραία τα ορεινά, το Καρπενήσι..», αλλά δεν αναγνώρισε αυτόν που ήταν καβάλα σε μοτοσυκλέτα. Δυσκολεύτηκα να τον παρακολουθήσω, αλλά θυμήθηκα ένα άλλο φιλμ σχετικό με το Καρπενήσι που είχε παιχτεί την ίδια εποχή και ένας μοτοσικλετιστής έτρεχε για το Καρπενήσι! Τι να κάνεις, δυστυχώς δεν ήμουν εγώ ο easy – rider. Πάντως πρέπει να παραδεχτώ ότι ζωντάνεψα τον εργασιακό μου χώρο. Τώρα οι συνάδελφοι θυμήθηκαν τα χωριά τους, το ξωκκλήσι που πηγαίνουν τον 15Αύγουστο ψηλά στον λόφο, με ρωτούσαν εάν ήξερα μια βρύση στην περιοχή τους, που έχει το πιο κρύο νερό – αυτό με το κρύο νερό της βρύσης του χωριού τους είναι μόνιμο, ανεξάρτητα του φιλμ- και αμέσως τί κάνουμε με τους λύκους. Πού να απαντήσεις σε όλα αυτά, ακόμη και για την τύχη της κοκκινοσκουφίτσας, εάν την έφαγε τελικά ο λύκος. Βέβαια υπήρξαν και κείνες οι στιγμές που δεν μπόρεσα να απαντήσω, όπως: γιατί φορούσα κόκκινο μαντήλι στο λαιμό ή χαϊμαλί στο χέρι – παρατηρητικότητα κι’ αυτή – και σ’ αυτά «έπεσα» λίγο στα μάτια τους ως δημόσιος υπάλληλος. ‘Ένα πρόσωπο με τηλεοπτική ακτινοβολία είναι αδύνατον να μην έχει απαντήσεις για κάθε τι. Τώρα έπρεπε να απαντώ και να δικαιολογώ το κάθε τι που δεν καταλάβαιναν. Ποια είναι η γνώμη μου για το ατύχημα στα Ιμαλάια, εάν θα πήγαινα εγώ, εάν έχω ανέβει στον Όλυμπο, εάν με το μπαστούνι (πιολέ) τραβιόμαστε από τα βράχια και ανεβαίνουμε, οι μπότες είναι ειδικές; «Οι γαλότσες που έχω σπίτι μου και τις χρησιμοποιώ όταν πλένω το αμάξι κάνουν για βουνό»; «Τα σκοινιά και γάντζους που χρησιμοποιείτε για τα βράχια κάνουν για το άπλωμα της μπουγάδας στον κήπο»; Εάν θυμάμαι καλά, και κάποιος άλλος, ενώ παιζόταν το φιλμ και δεν τόβλεπε, μονολόγησε: «άλλος με το αυτοκίνητο, άλλος με τα οικοδομικά, άλλος με τα συνδικαλιστικά» γυρίζοντας από τηλεφώνημα και συμπλήρωσε: «και αυτός (εννοούσε εμένα) με την τρέλα του»! Ναι αλλά «η τρέλα πάει στα βουνά» συμπλήρωσε άλλος.. Τί να πεις και τι ν’ αφήσεις. Χαμογελάς, συνειδητοποιείς μετά από καιρό ότι με το χαμόγελό σου είναι ό,τι πιο καλό, και αυτό το κρατάς εκεί έξω, όταν γυροφέρνεις στα βουνά πασχίζοντας να προσεγγίσεις την κορφή.
Ο κολλητός μου
Ο κολλητός μου είναι το κάτι άλλο, μια ολάκερη ζωή. Τί να πρωτοθυμηθώ και τι να αφήσω! Πρωτοσμίξαμε πριν πολλά χρόνια και από τότε γίναμε αχώριστοι. Δεσμοί στην παρέα με τα σοβαρά και τα αστεία, σαν είμασταν παιδιά, δεσμοί στον χώρο του βουνού, μιας και των δυο μας η φύση ήταν το πάθος. Εκδρομές, περιπέτειες, ιστορίες να λέμε και τα χρόνια να περνούν. Ανάμεσα στα μικρά διαστήματα που βλεπόμαστε τα τελευταία χρόνια, λέμε λίγα, καταλαβαίνουμε περισσότερα και κάθε φορά αφήνουμε τα υπόλοιπα για την επόμενη φορά. Η άλλη φορά έρχεται ανάμεσα από τρεξίματα, υποχρεώσεις, οικογενειακά και επαγγελματικές ουρές, που δεν τελειώνουν ποτέ. Μια ατέλειωτη στέρηση..

Εγώ έγινα δημόσιος υπάλληλος χωρίς να το καταλάβω και ο κολλητός μου έστησε δική του δουλειά. Ξανά τα χρόνια πέρασαν και γίναμε μεγαλύτεροι, όπως συμβαίνει με όλους μας. Στα βουνά πηγαίναμε πιο αραιά και οι εκδρομούλες μας είχαν αραιώσει. Ακόμη και οι «ετήσιες γιορτές βουνού» που είχαμε καθιερώσει, αφού κάναμε οικογένεια, διακόπηκαν, σαν πέρασαν τα χρόνια και ούτε που τα μνημονεύαμε. Επειδή εγώ είμαι μεγαλύτερος του κολλητού μου και τα χρόνια καθώς περνούν δυσκολεύουν το σώμα – μιας και η απομάκρυνση απ’ το βουνό βλάπτει σοβαρά την υγεία – μπήκα σε πρόγραμμα ατομικής προσπάθειας και συντήρησης. Βλέπεις οι συνθήκες.. Έτσι λοιπόν άρχισα να επισκέπτομαι το γειτονικό βουνό πιο συχνά και αυτό στα μάτια μου ορθώθηκε και από το βουναλάκι των παιδικών μας χρόνων έγινε βουνό. «’Εγραψα» και το άλλο κοντινό στις οικογενειακές ημερήσιες εκδρομούλες και αργότερα, το Κορακοβούνι το άφησα για «σκαρφάλωμα», αφού η Βαρυμπόμπη μούπεφτε μακριά!. Όταν και το βουνό ξεμάκρυνε, ανακάλυψα το γειτονικό στάδιο και τρέχοντας στο στίβο με βηματο-μετρητή στη μέση μου και φεγγαράδα ονειρευόμουν ότι σκαρφαλώνω τα 10.000 βήματα στον Κόρακα των Βαρδουσίων. Παραλλαγές αυτού του τελευταίου ήταν το τρέξιμο στο πευκοδάσος του νοσοκομείου της Σωτηρίας, που θύμιζε άγρια φύση – αφού κινιόμουν μέσα σε παλαιό, ξεχασμένο πευκόδασος -, αλλά κάποια στιγμή βέβαια, τα πεύκα τελειώνουν και δίχως να το καταλάβεις έχεις βγει στις πολυκατοικίες της τσιμεντούπολης. Και όλα αυτά για μια «φυσική» ανάσα με μπόλικο ιδρώτα, προσπάθεια για ένα άγγιγμα του αγέρα με άπειρα όνειρα, που μπορούσαν να καλπάζουν αχαλίνωτα σε κορφές και διαδρομές καινούργιες.
Ο κολλητός μου είναι πνιγμένος. Εάν εγώ κάνω και κάποια διαλλείματα, αυτός είναι μονίμως με το κεφάλι «μέσα». Σε κάτι διαστήματα ανάσας που βλεπόμαστε, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να λέμε για την βουνίσια ζωή, λες και ήμασταν συνταξιούχοι τσοπάνηδες!. Τελευταία, όταν σμίγουμε στα κρυφά, μού ψιθυρίζει για την χειμερινή που θα κάνουμε οι δύο μας και θα είναι πολύ δυνατή! Χαμογελάω.. Κάθε φορά που γυρίζω απ’ το γειτονικό βουνό περνώ απ’ το σπίτι του. Με βλέπει ξαναμμένο, με εξάρτηση κανονικού βουνού και ζηλεύει. Μου το λέει.. Αφήνω κάτι από λουλούδια στην σύντροφό του, μοιράζω τούμπες στα παιδιά του και αφήνω να απλωθεί ολόγυρα εκείνη «η μυρωδιά» του βουνού, όπως έχει ποτίσει πάνω μου (ιδρώτας είναι). Άλλοτε γυρίζω από αναρρίχηση στο Κορακοβούνι με το σακίδιο στην πλάτη, όπου έχω αφήσει να γλιστρήσει το σκοινί απ’ έξω, και τρελαίνεται. «Τι διαδρομή έγινε σήμερα;» «VIIIIIII+ plus και κάτι ψιλά», «μπράβο» «ναι έκανα μια καινούργια 3 Χ 8 = 24-2 = 22 αλλά regular».. Περνά αυτός από το σπίτι και δεν με βρίσκει. Του λένε ότι τρέχω στις γειτονιές και φεύγει. Ξαναέρχεται στο σπίτι για δουλειά και με βλέπει με φόρμα αθλητική. Με ρωτάει από πού έχω γυρίσει απ’ το βουνό και τι διαδρομή έκανα.. Άντε τώρα να πιστέψει ότι μόλις τέλειωσα τα πιάτα της κουζίνας και ετοιμάζομαι να καθαρίσω το μπάνιο!
Ο «Λάκης»
Ο «Λάκης» είναι φίλος καλός από τα χρόνια πίσω. Έχουμε μια διαφορά ηλικίας σημαντική, αλλά ο ίδιος, ο Λάκης, με την φρεσκάδα και τη βιασύνη της νιότης του, τα προσπερνά όλα. Γνωριστήκαμε στις γειτονιές της πόλης μας και σφραγίσαμε την φιλία μας στις εξορμήσεις των βουνών. Αρχικά, μικρές απλές εξορμήσεις στο γειτονικό βουνό, με εμένα να οδηγώ, να προτείνω, να συμφωνεί και να ακολουθεί. Βλέπεις τα χρόνια, η πείρα, οι αναφορές άλλων, μεγαλοποιούν τα πράγματα και δεν δυσκολεύεται κανείς να γίνει ειδικός, μεγάλος, παντογνώστης. Αναπτύσσεται ένα πλέγμα σχέσεων μεταξύ «οδηγού» και νεόφερτου, που έχει να δώσει πολλά και στους δυο μας, εάν λειτουργήσει σωστά. Στο πρόσωπο του Λάκη εγώ εύρισκα τον φίλο και συνοδοιπόρο και αυτός σε μένα τον πεπειραμένο φίλο και αστείο συζητητή, οπότε προσπαθούσαμε να ισορροπήσουμε τα πράγματα είτε στους δρόμους της πόλης τρέχοντας ή ανηφορίζοντας κάνα βουνό. Τόσες ώρες συντροφιάς, πολλές ώρες, λέγαμε πολλά. Ιστορίες για τα βουνά, για τους θρύλους τους, για τις νοοτροπίες των ορειβατών, για τα κατορθώματά τους, μέχρι να περάσουμε στα «δικά» μας τα βουνά – τα βουνά που είχαμε περπατήσει μαζί – και να θυμηθούμε τις περιπέτειές μας, τα λάθη, τις δικές μας υπερβολές και χούγια..

Ο Λάκης «παρακολουθεί» τι λέω, τι κάνω, γιατί προτιμώ αυτό το υλικό από το άλλο, βλέπει όλα τα μπιχλιμπίδια μου και διερωτάται τί κάνουν όλα αυτά.. Σκέφτεται να αγοράσει σακίδια και με ρωτά, βρίσκεται με καινούργιο υπνόσακο του εξωτερικού και οι αρβύλες βιαστικά αγορασμένες απ’ εδώ, ευτυχώς, για να προλάβει την στημένη με φίλους εκδρομή στα χιόνια. Γελάμε με τα παθήματά μας και ανακαλύπτουμε στα λόγια μας την ανθρώπινη φύση, που ολοένα ζητά περισσότερα και χάνεται στα φανταχτερά και κραυγαλέα.. Χρόνια στο βουνό παρατηρείς την φυσική απλότητα της ομορφιάς, που λειτουργεί με τάξη, ρυθμό και αρμονία. Αντί να γίνεσαι απλούστερος, φορτώνεσαι ένα σωρό άχρηστα πράγματα, γιατί ζεις μακριά του.
Μέσα στα χρόνια βλεπόμαστε, συζητάμε και οι σχέσεις με το βουνό, που είναι ιδιαίτερες, καθορίζουν και αυτές της πόλης. Το βουνό κάνει φιλίες και δεσμούς που αντέχουν, κρατούν και διατηρούνται στα χρόνια. Για παράδειγμα, το αυθόρμητο της κουβέντας μας ξεπηδά από το στόμα και αυτό είναι απογυμνωμένο από φτειασίδια.. Αν και έχει περάσει τώρα αρκετός καιρός από την τελευταία μας εξόρμηση, δεν θυμάμαι πως τόφερε η κουβέντα και ο Λάκης μου λέει μια μέρα: «Κοίτα να σου πω, εγώ δεν μπορώ να συγκριθώ μαζί σου. Εσύ είσαι πολύ δυνατός στο βουνό, στο περπάτημα, στο χιόνι. Εσύ κάνεις αναρρίχηση!. Μην κοιτάς, που όταν περπατάμε στο βουνό κάνεις πως είσαι κουρασμένος. Το κάνεις επίτηδες για μένα! Γι’ αυτό στέκεσαι κάθε τόσο πίσω, για να εμψυχώνεις εμένα και του άλλους. Έτσι δείχνεις πως κουράζεσαι ενώ..». Χαμογέλασα. Τι άλλο να έκανα. Αυτή η κουβέντα του Λάκη με ταρακούνησε. Περίμενε να απαντήσω και όσο δεν γινόταν συνέχισε: «Μην νομίζεις ότι δεν το έχω καταλάβει τόσο καιρό..». Άλλαξα το θέμα συζήτησης με κάποιο αστείο – αυτό το έχω μάθει καλά – και όταν χωρίσαμε στάθηκα να το συζητήσω με τον εαυτό μου. Αναλογίστηκα τις ευθύνες μου απέναντι σε κάποιες αποφάσεις, όταν είμασταν σε βουνό. Δικαιολόγησα πλήρως το σφίξιμό μου στον Όλυμπο ή Σμόλικα Χειμώνα, με το αυθόρμητο που χαρακτήρισε την εξόρμηση. Το ότι ελέγχω και παρατηρώ τον καιρό και γκρινιάζω, όταν ακόμη και στην γειτονική Πάρνηθα, χωρίς εξοπλισμό, λίγο έλειψε να αφήσουν κάποιοι τα κόκαλα τους, δεν είναι υπερβολή.
Όχι Λάκη δεν είναι έτσι, ποτέ δεν ήταν έτσι. Είμαι πολύ πιο αδύναμος από σένα και ας μην το ξέρεις. Απλώς είμαι λίγο μεγαλύτερός σου. Οι αναρριχήσεις μου δεν ξεπερνούν του Κορακοβουνιού τα βραχάκια και η μεγαλύτερη διαδρομή που έχω κάνει είναι στην ανατολική κόψη του Υμηττού, όταν ακολουθούσα δεύτερος και τραβηχτός! Όσο για την περίφημη αντοχή μου ξέχασες το ποτάμι του ιδρώτα που μ’ ακολουθεί, το βλέμμα που φεύγει, την μιλιά που δεν βγαίνει, κάτι που έπρεπε να σε παραξενέψει και όχι να νομίζεις ότι τηρώ τους βασικούς κανόνες ανάβασης!.. Δεν σταματώ για να παραδειγματίσω κανέναν. Σταματώ κάθε τόσο γιατί κουράζομαι, δεν μιλώ γιατί σφίγγω τα χείλη και προσπαθώ να υπερνικήσω το επόμενο «εμπόδιο». Εσύ θυμήσου «συμπτωματικά» ότι είσαι πάντα μπροστά και εγώ συντηρούμαι απ’ την φρεσκάδα της νιότης. Σ’ ευχαριστώ.
Σκίτσα: Βασίλης Χατζηβαρσάνης
Τάκη Ντάσιου, Φθινόπωρο 1986