Περάσαμε με το αεροπλάνο κοντά στο βουνό Αίνος και πριν
προσγειωθούμε, είδα την κορυφή του βουνού με την ψηλή κεραία του.
Στο δρόμο για το χ. Κατελειό ο ταξιτζής μας είπε για το βουνό τους και για
το μοναδικό κεφαλλονίτικο έλατο, [Ο Αίνος της Κεφαλλονιάς είναι
κατάφυτος με ένα είδος ελάτου, την «κεφαλληνιακή ελάτη», μοναδική στον
κόσμο].
Στο Κατελειό, τις μέρες που ακολούθησαν ρώτησα τους κατοίκους, αλλά
κανείς δεν είχε πάει στην κορυφή του. Δεν ήξεραν να με πληροφορήσουν
τίποτα περισσότερο από ό,τι εγώ γνώριζα για το βουνό. Στους νέους που
ρώτησα, για πρόσβαση στο χ. Επανοχώρι, ακούστηκε εξώκοσμο. Όπου
πήγαινα κουβαλούσα μαζί μου τον χάρτη του νησιού και προσπαθούσα να
βρω την πιο κατάλληλη προσέγγιση για το βουνό, απ’ εδώ που
βρισκόμασταν. Μέχρι στιγμής δεν εύρισκα καλλίτερη απ’ αυτή του χ.
Επανοχωρίου. Ο χάρτης δεν με βοηθούσε πολύ αλλά ήταν κάτι. Κάθε
τόσο σήκωνα τη ματιά μου ψηλά και κοίταζα τις κορφές του, που φαινόταν
στο βάθος. Τα πρωϊνά φαινόταν καθαρός, τις μεσημεριανές ώρες
κρυβόταν στο σύννεφο και το απόγευμα ξεπρόβαλλε μέσα από τις ζεστές
ακτίνες του ήλιου, που το φως του τούδινε μια ξεχωριστή ομορφιά. « Θα
πρέπει να ξεκινήσω όσο γίνεται νωρίτερα, σκέφθηκα, ο ήλιος είναι δυνατός και ο καιρός ασταθής. Μεσημεράκι βγάζει μπουρίνι, πρέπει να δω πως θα
κινηθώ..»

Οι μέρες κυλούσαν και εγώ ρωτούσα για κάθε τί που θα μπορούσε να
φανεί χρήσιμο για την εξόρμησή μου. Κάτι ταξιτζήδες ήξεραν το χ.
Επανοχώρι. Αλλά κανείς δεν είχε κάνει την «κούρσα», διαδρομή:
Πυργιαράτα – Επανοχώρι. Ένας εισπράκτορας λεωφορείου, που τα
λέγαμε, μου είπε ότι είναι απόσταση και ένας γεροντότερος που άκουγε
την συζήτηση, είπε: Είναι το ψηλότερο χωριό στον Αίνο.. Καλό είναι αυτό
σκέφθηκα, μονολογώντας, κάτι βγήκε από την κουβεντούλα με τους
ανθρώπους. Έμαθα για τα δρομολόγια τα πρωϊνά, όπως ότι υπήρχε
λεωφορείο στις 0630 από το χ. Κατελειό για το Αργοστόλι και αυτό με
βόλευε. Μετά οι φήμες μιλούσαν για απόσταση 45’ λεπτών ως το
Επανοχώρι, αλλά κανείς δεν είχε πάει για να το επιβεβαιώσει και στον
χάρτη μου το υπολόγισα 3 – 5 χιλ. Γενικώς, όπου ρωτούσα για το βουνό
με κοιτούσαν παράξενα, και θα σκεφτόντουσαν «άλλος ένας τρελός».
«Αλπινιστής δηλαδή είσαι;» με ρώτησε ο γέρο ψαράς. «Μ’ αρέσουν τα
βουνά και κάνω ορειβασία» «τί να σου πω, έχω δει στην τηλεόραση πως
ανεβαίνουν στα βράχια, λέω θα πέσουν» ανταπάντησε. Ο κύριος από
δίπλα, που φάνηκε να έχει μια σιγουριά στο λόγο του, συμπλήρωσε:
«Πάντως είναι δρόμος για το Επανοχώρι, δεν έχω πάει ποτέ, θάναι 45΄ με
τα πόδια»..

Οι μέρες μας κόντευαν να τελειώσουν για τις οικογενειακές διακοπές,
έπρεπε να βιαστώ. Ετοίμασα τα υλικά που θα έπαιρνα μαζί μου. Πήγαμε
οικογενειακά στην Σκάλα, πούταν κεφαλοχώρι και προμηθεύτηκα τυράκια,
μία κονσέρβα swan, γαλατάκι μακράς διαρκείας, cream crakers και έτσι
είχα με το παραπάνω ό,τι χρειαζόμουν. Πίσω στο χωριό, οι νέοι με
ρώτησαν αν είχα ανέβει στο βουνό τους και το εγχείρημά μου κυκλοφόρησε
σ’ όλη την παροικία! Η κυρία Δόξα, η νοικοκυρά μας, μου έδωσε ένα
αγγούρι από τον μπαχτσέ της, σωστό αριστούργημα, νάναι καλά. Δυο
τσίχλες των παιδιών που βρέθηκαν μπροστά μου, απ’ αυτές που κάνουν
δροσερή την αναπνοή, και τις «στέρησα» των παιδιών, αφού τις έκρυψα
για να τις πάρω μαζί μου..
Ο καιρός έκανε συννεφιές και βροχή ψηλά και μετά ακολούθησαν δυο
μέρες με ζέστη, ήταν καιρός να φεύγω γιατί θα ξαναχαλούσε.
Προγραμμάτισα την ανάβαση την επομένη και είπα στην κυρία Δόξα να
μου «χτυπήσει» στις 0600 και έπεσα να ξεκουραστώ. Σηκώθηκα νωρίτερα
και όταν χτύπησε η κυρία Δόξα, ήμουν κιόλας έτοιμος. Βγήκα στον δρόμο
και στάθηκα στις λεύκες, που γινόταν πανηγύρι με το ξύπνημα των
πουλιών. Αναβρασμός επικρατούσε και στις τάξεις στρατού και ναυτικού.
Ο πλωτάρχης περίμενε το γιο του διοικητού, για να πάνε για ψάρεμα!
Είχαν όμως «κλειδώσει» αλλού το δόλωμα και αλλού τα αγκίστρια και δεν
μπορούσαν να τα βρουν.. Όταν έμαθαν ότι θα πήγαινα στο βουνό, έτσι
τους ήρθε να αφήσουν τα θαλασσινά και να με ακολουθήσουν. «Πλάκα»
γινόταν, μέχρι που ήρθε το λεωφορείο, οι εμπλεκόμενοι το δόλωμα
έψαχναν, ενώ η βάρκα ήταν αραγμένη στα φύκια.
Φύγαμε στην ώρα μας. Έβγαλα τον χάρτη για να ξέρω που πρέπει να
κατέβω και όταν ήρθε ο εισπράκτορας του είπα το σκεπτικό μου και μου
είπε: «Ξέρω, εγώ θα σου πω» και τον ευχαρίστησα. Στις 0700 ήμουν κάτω
από το λεωφορείο, μακριά από το τελευταίο χωριό Μουσάτα, μπροστά σ’
ένα ανηφορικό χωματόδρομο, που δεν έγραφε τίποτα. Το θετικό ήταν ότι
βρισκόμουν στις πλαγιές του βουνού, και όχι στη θάλασσα, είχαμε περάσει
το ύψος της κεραίας (υποτιθέμενης κορυφής) που έβλεπα. Φορτώθηκα το
σακίδιο μου και πήρα τα πόδια και έβγαλα την πυξίδα από την τσέπη. Το
τοπίο σκληρό με πουρνάρι, σκίνο, αποκαϊδια, λιθάρια, θυμάρι και
αγριόβατα. Ο δρόμος ανηφόριζε κάνοντας στροφές, χωρίς να είναι δρόμος
για αυτοκίνητο. Τέτοιο μπορεί νάχε καιρό να περάσει, αλλά στεκόταν καλά,
καθώς μου θύμισε δρόμο ρωμαϊκής εποχής για άμαξες! (Τί είπα τώρα).
Όπου μπορούσα, έκοβα δρόμο με κατεύθυνση το άγνωστο. Σε
διασταύρωση, έκανα αριστερά και ο δρόμος στην πρωϊνή ησυχία του
ξεμάκρυνε αρκετά αριστερά. Φοβόμουν μήπως με βγάλει μακριά αλλά
άνοιξα το βήμα μου και σε λίγο βρέθηκα σε ξερολιθιές με αμπέλια. Σίγουρα
πλησίαζα χωριό, σκέφθηκα, είχα κάνει κιόλας 45’ κα νάσου συναντώ γέρο
βοσκό. Αφού τον καλημέρισα με πλούσιο λεξιλόγιο, για να πιστέψει ότι
είμαι ΄Ελληνας, άρχισε να με κατατοπίζει. Απ’ ό,τι κατάλαβα, ό,τι μπόρεσα
να συγκρατήσω, είχα να διασχίσω το χωριό, να βγω στο αμπέλι με τα
κυπαρίσσια, μετά να πιάσω δεξιά την ράχη για να βγω ψηλά. Εκεί, θα κάνω
δεξιά και θα πέσω στο οροπέδιο πούναι οι βοσκοί. Υπάρχει και νερό,
Ρωτώντας τους θα σου δείξουν την δημοσιά που οδηγεί στην ψηλότερη
κορφή – κεραία. Τον ευχαρίστησα και χώθηκα μέσα σε ελιές, που όμως
τώρα δεν είχα ορατότητα. Έπιασα ένα μονοπάτι και σε μια ανηφοριά στα
ριζά του χωριού, συνάντησα άλλον χωρικό και μου ξεκαθάρισε: «να
θυμάσαι το μονοπάτι που οδηγεί στην Λακουδίτσα (Έζα). Θα δεις όπως
πας ένα χείμαρρο, που χωρίζει το χωριό στα δύο. Θα βγεις στα αριστερό
μέρος και λοξά θα κάνεις πάνω, εκεί ξαναρωτάς. Ο δρόμος θα σε οδηγήσει
χωρίς προβλήματα στην δημοσιά, από το να μπερδευτείς ευθεία ψηλά».


Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω, περνώ τον χείμαρρο βγαίνω αριστερά και
τα γαυγίσματα των σκυλιών απειλητικά από δίπλα μου. Σηκώθηκε το
χωριό στο πόδι και κάτι γριές βγήκαν να με περιεργασθούν. Ευκαιρία να
ρωτήσω για την πορεία μου: «Παω για Λακουδίτσα (Έζα), πάω καλά»;
Μια γριά με την κόρη της κούνησε το κεφάλι και με οδήγησαν πιο πέρα.
Εκεί φώναξαν στον γέροντα, που ήταν στο περιβόλι και του είπαν να με
καθοδηγήσει. Ευχαρίστησα τις γυναίκες και πλησίασα τον μπάρμπα.
Χωρίς πολλά μου έδειξε αυτός κατά την πλαγιά μέσα από τα αμπέλια και
απ’ ό,τι κατάλαβα θα υπήρχε μονοπάτι που θα το εύρισκα. Εντάξει, πάμε
παρακάτω (δηλαδή παραπάνω). Αφήνω τα σπίτια του οικισμού πιάνω ένα
μονοπάτι, που ανηφόριζε μια ρεματιά. Το πέτρωμα παράξενο και η πλαγιά
ζόριζε με την κλίση της. Ήμουν πολύ χαμηλά ακόμη, ο ήλιος δεν με είχε
προλάβει, ενώ κάτω στον κάμπο ο ήλιος φώτιζε το μεγαλόπρεπο
μοναστηριακό συγκρότημα του Αγίου Γερασίμου, με το καμπαναριό να
ξεχωρίζει. Άρχισα να ανεβαίνω με την σκέψη, να βγω ψηλά πριν με
προλάβει ο ήλιος στο «ζόρι». (Τί σκέψεις κάνει κανείς!!) Άκουσα κάτι γίδια
να ροβολάνε και είχα το κοπάδι τους από πάνω μου και τον βοσκό από
κοντά. Το μονοπάτι ανέβαινε αριστερά της ρεματιάς, αλλά διέκρινα και
άλλο στα δεξιά μου που έμπαινε μέσα σε δάσος. Συνάντησα τον βοσκό
που από χαμηλά μου έκανε σινιάλο να τον πλησιάσω και, αγκομαχώντας,
τον έφτασα. Του είπα πού πάω και από πού είμαι. Χάρηκε όταν του είπα
ότι και ο παππούς μου έχει πρόβατα και ότι μ’ αρέσουν τα βουνά.
Μούδειξε το φουντωτό δένδρο στον ορίζοντα, σημάδι του ότι έπρεπε να
βγω εκεί και μετά θα κάνω δεξιά 100 μέτρα και θα βγω στη δημοσιά..
Θέλεις πάντως, τρεις ώρες για την κεραία. Ευχαρίστησα τον άνθρωπο και
η ώρα ήταν 0830. Συνέχισα και με λιγοστές στάσεις βγήκα στο
χαρακτηριστικό δένδρο. Έκανα δεξιά στο ύψωμα που ήταν γυμνό από
δένδρα αλλά διατηρούσε θαμνώδη βλάστηση με πουρνάρια, θυμάρια και
καλοκαιρινά αγριολούλουδα. Τα πετρώματα όμως με τα παράξενα σχήματα
έκλεψαν την παράσταση.

Βγήκα ψηλά σε λατομείο, μπροστά μου πια η δημοσιά, αριστερά οι
εγκαταστάσεις του και δρόμοι όλων των ειδών που έκοβαν τον τόπο.
Βγήκα επιτέλους στην δημοσιά. Παρατήρησα, ότι δεξιά μου απλωνόταν
ένα τεράστιο οροπέδιο κλεισμένο με κεραίες και στάνες προβάτων. Πήρα
τον δρόμο και μόλις έστριψα στην πρώτη στροφή του δρόμου, συνάντησα
στα δεξιά μου πηγάδι με νερό. Ο δρόμος ανηφόριζε σιγά – σιγά, τα δάση
πρόβαλαν μετά το άδειο τοπίο και το κεφαλλονίτικο έλατο με χαιρέτησε
μέσα στην πρωινή του μεγαλοσύνη. Τα νέα του κλαδιά ψηλά στις κορφές
με τα κουκουνάρια, όρθια να στέκουν καντηλέρια, τυλιγμένα στο
αραχνούφαντο πέπλο της ρητίνης, έμοιαζαν σαν από παραμύθι. Οι
μέλισσες να βουίζουν στον αγέρα γύρο μου και η πρωινή ησυχία να γίνεται
τραγούδι. Σε λίγο έφτασα στην «πύλη», όπου και επίσημα πια το βουνό με
υποδεχόταν με ανοιχτές τις αγκάλες του, «Εθνικός δρυμός Αίμου» όπως
διαλαλούσε η σχετική πινακίδα. Πέρασα την πύλη και το τοπία έγινε
παράξενο όμορφο. Ολόγυρα δάση, το μάτι να αιχμαλωτίζεται και το μυαλό
κολλημένο στους ήχους των πουλιών. Αφέθηκα στην δημοσιά, που
οδηγούσε βαθιά μέσα με σε δάσος, με σκοπό να με οδηγήσει στην κορυφή
– κεραία. Ο ήλιος δυνάμωνε και η δημοσιά ανηφόριζε. Έφτασα σε τσίγκινη
καλύβα στα δεξιά μου και δίπλα το οίκημα του δασαρχείου, υψ.1.220μ.
Κάθισα να πάρω ανάσα. Στο παγούρι μου το νερό ήταν μετρημένο, αφού
το νερό του πηγαδιού ήταν ακατάλληλο. Ξεκίνησα να προχωρώ όταν
θυμήθηκα τα λόγια του βοσκού που μούχε πει: να κόψω δρόμο μέσα από
το δάσος για να αποφύγω μια μεγάλη στροφή της δημοσιάς.

Το μονοπάτι μου φάνηκε παράδεισος μέσα στο δάσος. Αγριολούλουδα
ολόγυρα, σκαθάρια, πεσμένοι κορμοί να σαπίζουν στο έδαφος, και πιο κει
πέρδικες να πετούν τρομαγμένες από την παρουσία μου. Βγήκα στον
δρόμο ψηλότερα και έφτασα στην διασταύρωση της δημοσιάς.
Βρισκόμουν σε υψόμετρο 1.400μ. και αριστερά δρόμος οδηγούσε σε
μεγάλο πέτρινο motel, κατεστραμμένο, πιθανά παλιό σανατόριο. Έκανα
δεξιά. Έφτασα σε λάκα με φτέρες, ξερολιθιές και δεξαμενή περιφραγμένη
και κλειδωμένη. Τούτο το Πλατύ Βουνό, όπως το λένε, με τα δάση του
ολόγυρα… Δεν έβλεπα απ’ εδώ ένα άνοιγμα για να σημαδέψω την κορφή
του. Μοναδική συντροφιά οι κολώνες με τα καλώδια που οδηγούσαν δεξιά
και αριστερά. Είχα αφεθεί στην δημοσιά να οδηγεί, ώσπου, σε μια στροφή
της, φάνηκε μακριά η κεραία! Υπολόγισα ότι ήθελα 45’ για να φτάσω ίσα
με κει και βάζοντας το κεφάλι κάτω συνέχισα να περπατάω. Συναντώ μια
γίδα στην μέση του δρόμου, που έδειχνε μαρμαρωμένη, πιθανώς νάταν
άρρωστη. Μέσα στην ερημιά ακούστηκε ήχος αυτοκινήτου, που γρήγορα
με προσπέρασε. Τούτος ο δρόμος και γενικά οι δρόμοι φτιάχνονται για τα
αυτοκίνητα. Ο πεζοπόρος που δεν βρίσκει το μονοπάτι, υποχρεούται να
βγει στην δημοσιά και αυτό είναι, αν μη τι άλλο, κουραστικό. Σφίγγεις τα
δόντια και την ακολουθείς.. Φτάνω στο πλάτωμα της κορφής – κεραίας,
όταν κοίταξα το ρολόι ήταν 1145’, έχοντας περπατήσει 0445ω.

Καταμεσής οι εγκαταστάσεις της τηλεόρασης, με τις ατέλειωτες κεραίες
μαντρωμένες και ένας πρόχειρος χώρος για στασίδι ανάσας. Εδώ
συνάντησα και τους επισκέπτες του με το αυτοκίνητο, που με είχαν
προσπεράσει και με χαιρέτησαν εγκάρδια. Η ηλικιωμένη κυρία του
αυτοκινήτου να επιμένει και να με συμβουλεύει να μην το κάνω αυτό μόνος
μου και να μου το ξαναλέει και η νεαρά κοπέλα να μου υποδεικνύει ότι θα
πρέπει να ξεκουραστώ κάτι ώρες, ενώ εγώ χαμογελούσα και
προσπαθούσα να βρω νερό! Βρήκα την πόρτα της περίφραξης ανοικτή και
μπήκα για να ρωτήσω. Γινόταν χαμός από θόρυβο και ξαναβγήκα. Ένας
φύλακας με κατσάδιασε για τα καλά, πως τόλμησες και μπήκες μέσα έτσι..
Ζήτησα συγνώμη και κατευθύνθηκα στο φυλάκιο του δασαρχείου – ένα
γραφικό κτίσμα με γυάλινο παρατηρητήριο – όπου ο φύλακας μου
πρόσφερε δροσερό νεράκι από το πηγάδι. Μπροστά μου τώρα
απλωνόταν η θάλασσα και το μάτι κατέγραψε νοερά τον κύκλο που είχα
διαγράψει κατά την ανάβασή μου. Ρώτησα τον φύλακα εάν υπάρχει
μονοπάτι, που να κατεβαίνει τις πλαγιές απ’ εδώ που είμαι και κούνησε το
κεφάλι του, λέγοντας: μόνον οι βοσκοί τα γνωρίζουν αυτά, είναι κακότοπος..

Κάθισα να γευματίσω παράμερα, αισθανόμουν μια πληρότητα τώρα και
ιδιαίτερα μετά το αγγουράκι της κυράς Δόξας! Ο φύλακας των κεραιών
πλησίασε και μου ζήτησε συγνώμη για τις φωνές που μούχε βάλει. «Με
συγχωρείς βρε αδελφέ, εσύ ανέβηκες με τα πόδια και εγώ σου έμπηξα τις
φωνές. Ξέρεις πριν χρόνια με κάτι τέτοιο μου είχαν κόψει πέντε μέρες
μισθό). Άσε τώρα που βρήκα και τον μπελά μου. Ήρθαν τεχνικοί από την
Αθήνα και αναγκάστηκα να πάρω ταξί και ν’ ανέβω.. με συγχωρείς».
«Ξέχνα το, την δουλειά σου έκανες, δικό μου σφάλμα ήταν..» Μια παρέα μ’
αυτοκίνητα προθυμοποιήθηκε να τον κατεβάσει και ίσα που πρόλαβα να
του πω για την άρρωστη γίδα που είχα συναντήσει..
Ησυχία, γέμισα το παγούρι με νερό και ανασυντάχθηκα. Κοίταξα το ρολόι
και έδειχνε 1240’. Κατέβασα το καπέλο πιο βαθιά στο κεφάλι και πήρα τα
πόδια μου. Πιο γρήγορα τώρα έφευγαν τα μέρη που είχα περάσει κατά την
ανάβαση με τον δρασκελισμό μου. Σταματούσα να φωτογραφίσω τα
αγριολούλουδα που συναντούσα με ευχάριστη διάθεση και μπήκα στο
δάσος. Σταμάτησα σε γρασίδι για ανάσα. Βγήκα σε λίγο στην δημοσιά και
έφτασα στο λατομείο. Εκεί άφησα τον δρόμο, ανηφόρισα στο ύψωμα
αναγνώρισα το φουντωτό δένδρο. Στην συνέχεια οι σάρες. Πάνω στην
πορεία μου συναντώ μια τρύπα, βάραθρο, σωστό λαγούμι, δεν μπήκα
μέσα. Ρίχτηκα στην κατηφοριά με την κουραστική σάρα που βοηθούσε και
ο μεσημεριάτικος ήλιος. Έφτασα αγκομαχώντας στους αμπελώνες του
χωριού και στάθηκα για ανάσα. Μπήκα στο χωριό και δεν είδα ψυχή,
βλέπεις μεσημέρι καλοκαιριάτικα. Σίμωσα την εκκλησία του χωριού και
στάθηκα. Είδα δυο παιδιά και τους ζήτησα λίγο νερό για το παγούρι. Τα
παιδιά μου έφεραν νερό στο παγούρι απ’ το σπίτι τους, τα ευχαρίστησα και
χώθηκα στο χωριό. Οι κυράδες που μου είχαν μιλήσει το πρωί, με
χαιρέτησαν από το ανοιχτό παράθυρο. «Πήγες επάνω»; «Ναι» απάντησα
γελώντας και τις ευχαρίστησα για το ενδιαφέρον τους. Το παράθυρο
έκλεισε, γιατί ο ήλιος «χτύπαγε». Μπερδεύτηκα στα δρομάκια και με βοηθό
το ένστικτό μου διέσχισα το χωριό, ακολουθούμενος από τα σκυλιά, που
τάδιναν όλα πίσω μου. Ευτυχώς είχα μαγκούρα βουνίσια. Έκοψα πορεία,
μπήκα και καλλιέργειες, πέρασα από ελαιώνες και ξερολιθιές και δεν είχα
ορατότητα. Βγήκα σε δρόμο αφήνοντας πίσω το χωριό. Δεξιά ή αριστερά
τώρα; Έκανα δεξιά και γρήγορα κατάλαβα ότι οδηγούσε πάλι στο χωριό.
Γύρισα πίσω και πήρα τον άλλο, όπου αναγνώρισα τον δρόμο της
«ρωμαϊκής αυτοκρατορίας». Έριξα λίγο νερό στο κεφάλι μου και η ώρα
ήταν 1600. Άνοιξα βήμα όσο γινόταν, αφού τα πόδια μου είχαν αρχίσει να
«πιάνονται». Στον δρόμο συνάντησα πέτρινα κολονάκια, οδοδείκτες, ένα
ίσως έγραφε 21 και το επόμενο 19. Μετρούσαν κάτι αλλά από πού, δεν
γνώριζα. Μέσα στην κάψα του καλοκαιριού, οι πέρδικες, που λούφαζαν με
τον θόρυβό μου. ξαφνιάστηκαν και σηκώθηκαν. Κατά τις 1630 αφού
διέσχισα τα γυμνά αποκαϊδια, έφτασα στην δημοσιά. Όαση μού φάνηκε ο
ίσκιος της ελιάς, είπα «να κάτσω εδώ δεν πάω πουθενά».
Τώρα, σκέφθηκα, να βρω κάτι να με μεταφέρει στην βάση μου! Ο πρώτος
που πέρασε σταμάτησε αλλά πήγαινε δίπλα. Στο δεύτερο αυτοκίνητο
στάθηκα τυχερότερος. Ο άνθρωπος πήγαινε ψηλά απ’ το Κατελειό, στην
Πάστρα. Ευχαρίστησα τον άνθρωπο για την καλοσύνη του και στις 1700
ήμουν ψηλά στις πλαγιές του βουνού με τον οικισμό του Κατελειού να
φαντάζει χαμηλότερα. «Έχω να καλύψω 5 χιλ. έως το χωριό, σκέφθηκα
στις 1800 θα είμαι εκεί..» Κατηφόρισα τον χωματόδρομο και έχοντας
συνεχώς την ματιά του στον οικισμό, δεν κατάλαβα για πότε βγήκα στην
δημοσιά.

Σινιαρίστηκα, έστρωσα το καπέλο και με βήμα «στρατηγού» που γυρίζει
από μάχη, μπήκα στο χωριό. Στις 1740’ ήμουν στις λεύκες και χαιρετούσα
τα πλήθη, που με θαύμαζαν. (Το φανταζόμουν, θαυμάζοντας ολομόναχος
τον εαυτό μου για το επίτευγμα, ενώ τα χέρια και τα πόδια ήδη είχαν
αρχίσει να μην υπακούουν)! Γύρισα ψηλά τη ματιά μου στον Αίνο, να τον
χαιρετήσω και είδα τις πλαγιές του με ..ελιές! «Άμα δεν τον πλησιάσεις δεν
μαθαίνεις ποτέ τα μυστικά του» μονολόγησα..
Υστερόγραφο: O γιος μας ο Δημήτρης, που βγήκε να με προϋπαντήσει,
όταν με είδε μου χάρισε ένα χαρτάκι που είχε βρει μέσα σε σοκοφρέτα,
που αναπαριστούσε έναν καμαρωτό τράγο, που κρατούσε αξεσουάρ
αναρρίχησης και έγραφε: Τράγος ο σκαρφαλωτής: ξεκινώ για ορειβασία μ’
όλα μου τα εργαλεία!
Τάκης Ντάσιος, Καλοκαίρι 1983
Παραπομπές
Βουνά: «στην Κεφαλληνιά δεσπόζει η οροσειρά του Αίνου ή Μεγάλου
Βουνού, που είναι και το μεγαλύτερο των Ιονίων Νήσων. Η ψηλότερη
κορφή του είναι ο Αίνος ή Μεγάλος Σωρός, υψ.1.628μ. βρίσκεται στα ΝΑ
του νησιού. Κατά την αρχαιότητα υπήρχε στην κορυφή βωμός του Αινησίου
Διός, του οποίου όμως δεν βρέθηκαν ίχνη, εκτός από οστά (σωρός από
κόκκαλα) αιγών και προβάτων, που υποδηλώνουν τέλεση λατρείας. […]
Κοντά στην κορυφή, σε υψ.1.290μ. λειτουργούσε μέχρι το 1953 τουριστικό
περίπτερο του Ε.Ο.Τ., που χρησίμευε και ως ορειβατικό καταφύγιο με 26
θέσεις ύπνου». (Νέζη Νίκου2010:τ.1, σ.224)
Οικισμοί:
Κατελειός ο, υψ. 40μ., οικισμός της Κεφαλληνίας στο ΝΑ. άκρο της, δήμου
Ελειού-Πρόννων) Στα 1928 είχε 101 κατοίκους, 1940 > 119, 1951 > 114,
1961 > 42, 1971 > 28, 1981 > 20, 1991 > 23, 2001 >
Κάτω Κατελειός, υψ.2μ., οικισμός της Κεφαλλονίας στο ΝΑ. Άκρο της,
δήμου Ελειού-Πρόννων, κοινότης Μαρκοπούλου νομού Κεφαλληνίας. Στα
1928 είχε (-) κατοίκους, ..1961 > 74 , 1971 > 40, 1981 > 54, 1991 > 61,
2001 >
Επανωχώρι το, υψ.550μ. οικισμός της Κεφαλληνίας στο Ν τμήμα της στις
πλαγιές του Αίνο, κοινότης Ομαλών. Στα 1928 είχε 128 κτοίκους, 1940 >
145, 1951 > 107, 1961 > 64, 1971 > 98, 1981 > 69, 1991 > 49, 2001 >