Γράμμος, των συνόρων γραμμή

Γύρω κοπάδια με πρόβατα, αγελάδες ελευθέρας βοσκής, γαυγίσματα σκύλων και όμως μια παράξενη ησυχία ξεπηδούσε από την κοιλάδα της Γράμμοστας στο Γράμμο.(1) Οι βοσκοί και τα κοπάδια τους ήταν σε απόσταση, από μακριά τους βλέπαμε και έτσι δεν υπήρχε ευκαιρία για στάσεις και κουβέντες.

Στο χωριό Γράμμος (Γράμμοστα), υψ.1.380μ. κοινότης Γράμμου νομού Καστοριάς

Ανηφορίζαμε σιγά – σιγά και ξεμακρύναμε αναμεταξύ μας, όπου βρέθηκα να βαδίζω μονάχος. Είναι κείνες οι ώρες που το σώμα αρχίζει να βρίσκει τον ρυθμό του και χωρίς να το πολυκαταλαβαίνεις πηγαίνεις – πηγαίνεις και σκέπτεσαι χίλια δυο πράγματα που κατακλύζουν το κεφάλι. Είναι άξιο μελέτης τι σκέψεις περνούν και φεύγουν. Το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει με παιχνίδι, που προσπαθεί να ξεγελάσει τα πόδια, ώστε να προλάβουν να καλύψουν κάμποσα μέτρα ανηφοριάς. Συνέχισα στην ομαλή πλαγιά. Κάποια στιγμή το μάτι μου κατέγραψε, μακριά, δυο – τρία άτομα να περπατούν στην κορυφογραμμή, άλλοι πηγαίνοντας δεξιά και άλλοι αριστερά. Σκέφθηκα ότι θα ήταν τίποτα κυνηγοί και συνέχισα την πορεία μου. Βγήκα στην κορυφογραμμή αγκομαχώντας και ο ιδρώτας στο πρόσωπό μου πάγωσε κι’ ας ήταν μέρα μεσημέρι. Από την άλλη μεριά, ακριβώς μπροστά μου, δυο άνθρωποι ανηφόριζαν και αυτοί τα τελευταία μέτρα για να βγουν στην κορφογραμμή, ώσπου βρεθήκαμε στα είκοσι μέτρα απόσταση, αντικρυστά! Όπως έβγαινα, με την φόρα και την επιθυμία να τελειώσω με την κουραστική ανηφοριά, το μυαλό μου σίγουρα δεν ήταν στην καλλίτερη φάση, «να πιάσει πουλιά στο αέρα» που λένε, με την ..παράξενη συνάντηση. Αντέδρασα φυσικά και αυθόρμητα, όπως γίνεται στα βουνά ψηλά, όταν συναντάς, συνανθρώπους. Μόλις αντίκρυσα ανθρώπους, αναφώνησα, δίχως να πάρω ανάσα: «Ε! πατριώτες τί γίνεται; καλημέραα..» Οι άνθρωποι συνέχισαν να ανηφορίζουν για λίγο και να πλησιάζουν. «Γιατί να μην μου μιλάνε»; σκέφτομαι. Ίσως δεν με άκουσαν – αν και η φωνή μου δεν είχε ποτέ τέτοιο πρόβλημα, ίσως ο αγέρας πήρε την φωνή μου αντίθετα.. Βγαίνω κατάραχα και δώστου πάλι: «Καλημέρα, πώς πάμεεε»;.. Οι άνθρωποι, περί ανθρώπων ο λόγος, να με κοιτάνε και να μην σαλεύουν! Πρέπει να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει, σκέφθηκα. Σταμάτησα και παρατήρησα τους ανθρώπους. Φορούσαν ομοιόμορφη στολή, στο χέρι κρατούσαν αυτόματο όπλο που κοίταζε εμένα, είχαν άλλο όπλο στην πλάτη, σακίδιο και ασύρματο ακόμη, στο κεφάλι φορούσαν καπελάκι τζοκεϋ με σήμα το αστέρι και το σφυροδρέπανο σε κόκκινο φόντο. Το ίδιο σήμα και στο πέτο του σακακιού.

Σεπτέμβρης στο Γράμμο. Οι στάνες ακόμη κρατούν τους ανθρώπους στα ψηλά

«Ρε συ είμαι στα Αλβανικά σύνορα και είμαι δίπλα – δίπλα με αλβανική περίπολο», σκέφθηκα. Ήμουν ξύπνιος ή ονειρευόμουν; Μήπως με είχε πειράξει ο ήλιος που δεν υπήρχε; Στην αμηχανία μου συνέχισα από κεκτημένη ταχύτητα να περπατώ παράλληλα με τους ανθρώπους, οι οποίοι, μια κοιτούσαν εμένα και μια κοιταζόντουσαν μεταξύ τους. Είχα αισθανθεί «άβολα», που δεν μου μιλούσαν οι άνθρωποι, δεν το εύρισκα καθόλου ευγενικό! Άρχισα να κλονίζομαι και δεν ήθελα να το δείξω, οπότε μίλησα με φωνή: «Ε, πατριώτες» ξαναφώναξα «είμαι καλά εδώ»; Ελλάδα; Σύνορα (έδειξα με το χέρι προσεκτικά), εδώ Ελλάδα ή Αλβανία»;.. To περίπολο, που μέχρι τότε ήταν αμίλητοι και ανέκφραστοι αποφάσισαν να κάνουν κάτι, που τουλάχιστον συνειδητοποίησα ότι δεν ανήκαν όλα αυτά στην σφαίρα της φαντασίας μου. Σταμάτησαν όπως βαδίζαμε πλάι – πλάι, παράλληλα και με μία χαρακτηριστική κίνηση του ενός εξ αυτών μού «έδειξε» με το χέρι να φύγω κατά μέσα, απ’ εκεί που είχα έλθει. Αυτό το κατάλαβα καλά και χάρηκα, μετά από τόσες άκαρπες προσπάθειές μου να μιλήσω μαζί τους. Τουλάχιστον δεν είχαμε αρχίσει με πυροβολισμούς. Τους χαιρέτησα «ευγενικά» σαν να μην συνέβαινε τίποτα και έγειρα ξανά προς την μεριά μου. Έκανα κάμποσα βήματα προς τα κάτω και σταμάτησα. «Για σταμάτα» είπα στον εαυτό μου, «Γιατί να κατηφορίζω; Σύνορα δεν έχουμε; Η οριογραμμή είναι και των δυο».. ψυχραιμία χρειάζεται. Κάθισα σ’ ένα βράχο, έβγαλα το μπουφάν από το σακίδιο και κάτι να πιώ και να βάλω στο στόμα μου. Είχα καθίσει χαμηλότερα τώρα από το ύψος της κορφής και κοίταζα κατά την κοιλάδα της Γράμμοστας. Όσο και να κοίταζα για την παρουσία του συντρόφου μου, που υποτίθεται ανέβαινε κι’ αυτός δεν έβλεπα τίποτα. Γυρίζω το βλέμμα μου κατά πάνω και βλέπω του ανθρώπους να με κοιτούν!

Φορτιάρικα, ελεύθερα άλογα των μετακινούμενων κτηνοτρόφων στα λιβάδια του Γράμμου

«Ξανά ψυχραιμία» μονολόγησα σηκώνοντας το παγούρι θαρραλέα για να πιώ κάποιες γουλιές ενώ συγχρόνως παρατηρούσα και τους στρατιώτες. Αποφασίζω να κάνω ξανά προς τα πάνω! Τακτοποιώ το σακίδιο στη πλάτη και ξεκινώ μόνος ακολουθώντας πορεία για να βγω στην κορυφογραμμή. Χρησιμοποίησα πλάγια κίνηση στην ανοδική μου πορεία με το σκεπτικό να μετατοπιστώ πιο κει από το σημείο που είχε σταματήσει το περίπολο και γι’ αυτό το διάστημα δεν είχαμε οπτική επαφή. Συγχρόνως πίστευα, ότι μέχρι τότε θα φανεί ο σύντροφός μου. ‘Όταν βγήκα στην κορυφογραμμή, έψαξα να βρω εκείνα τα πειστήρια που να δικαιολογούν το νόμιμο της θέσης μου.
Κατάραχα, το μονοπάτι διασχίζει την κορυφογραμμή και δεν υπάρχουν τίποτα χαρακτηριστικά σημάδια, που να προειδοποιούν για τα σύνορα των δύο χωρών. Αρχίζει στην συνέχεια το παιχνίδι «κρυφτό». «Φτου γκαντεμιά» έκανα.. Είχα βγει όλο λαχτάρα να αγναντέψω από δω ψηλά και την άλλη πέρα μεριά και έπεσα πάνω σε Αλβανική περίπολο. Δεν ξέρω τι να κάνω!

Βοσκός στον Γράμμο

Κοιτάζω πίσω μου και διακρίνω τους ανθρώπους να με παρακολουθούν από το προηγούμενο ύψωμα. Τώρα ήμουν μόνος. Ήθελα να μιλήσω σε κάποιον. Ένοιωσα μια μοναξιά και μία παράξενη αίσθηση να με πλημμυρίζει. Δεν ήθελα να αφήσω τον φόβο να με καταβάλει, δεν ήθελα να παραδεχτώ ότι φοβόμουν. Μετά το ξάφνιασμα της απρόοπτης συνάντησης μια παγωμάρα με τύλιξε. Ξέρεις τι είναι να βγαίνεις στα ψηλά και οι άνθρωποι που συναντάς, τί ευλογία, να μην σου μιλούν; Ποτέ δεν μου είχε συμβεί ξανά κάτι τέτοιο. Στα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας, στο βουνό Περιστέρι (Βαρνούντας) ανταμώσαμε με ανθρώπους της απέναντι πλευράς και προλάβαμε να χαιρετηθούμε, έστω από απόσταση. Τί αίσθηση κι’ εκείνη! Αυτοί χάθηκαν στο δικό τους έδαφος, ερχόμενοι από το δικό μας και εμείς έχοντας μπει στο δικό τους, καθώς το μεσημεριανό μπουρίνι σκορπούσε αστροπελέκια ολόγυρα. Εκεί μας είχε διώξει ο καιρός, όχι οι άνθρωποι. Ήταν μια παρουσία ζεστή, που έβγαινε μέσα από την ανθρωπιά των ανθρώπων, που για την πολιτεία είμασταν όλοι μας παράνομοι. Τα βουνά δεν είναι για να χωρίζουν αλλά για να ενώνουν ανθρώπους. Οι άνθρωποι απλώνουν τα χέρια και φτιάχνουν δεσμούς φιλίας, εκεί που τα βουνά αντιπαραθέτουν το ύψος τους..
Σπρώχνω τα βήματά μου πάνω στο καλογραμμένο μονοπάτι της κορυφογραμμής, προσπαθώντας να ελέγχω εάν βρίσκομαι στο σωστό μέρος. «Για να έχουμε σύνορα, αυτά θα χωρίζονται όπως πέφτουν τα νερά». Άρα ήμουν ανάμεσα σε δυο χώρες, πατούσα γραμμή, ήμουν σωστός. Την μια πατούσα στην Αλβανία και την άλλη στην Ελλάδα. Κανείς δεν μπορούσε να έχει παράπονο, γιατί προτίμησα την μια ή την άλλη! Περπατώ στο μονοπάτι για να περπατώ, δεν ήθελα να γυρίσω το κεφάλι μου πίσω να κοιτάξω, γιατί ήξερα ότι με παρακολουθούν οι στρατιώτες.

Στο Ελληνικό μέρος, βοσκός πίσω απ’ το κοπάδι. Δεξιά οι Πυραμίδες (συνοριογραμμή)

«Ο σύντροφός μου που είναι τόσες ώρες; Τώρα που τον χρειάζομαι, πού στην ευχή έχει χαθεί»; Δεν ανησυχώ γι’ αυτόν, κάτι θα μελετά και θάχει λοξοδρομήσει. Το πρωί που απομακρυνθήκαμε είπαμε ότι θα βρεθούμε στη λίμνη Γκιστόβα… Δεν μπορώ να φωνάξω κιόλας. Δεν ξέρω πώς θα ακουστεί.. Προσέχω τις κινήσεις μου να είναι αργές, φυσικές και ούτε σκέψη να βγάλω απ’ το σακίδιο την φωτογραφική μηχανή. Αισθάνομαι εγκλωβισμένος για πρώτη φορά σε βουνό. Εκεί που προχωρούσα στο μονοπάτι, διακρίνω σε ύψωμα δυο ανθρώπινα κεφάλια να κοιτούν κατά πέρα, κατά το Αλβανικό μέρος. Κάτι σκίρτησε μέσα μου «άνθρωποι» φώναξα και έτρεξα κατά το μέρος τους, ξεχνώντας το αλβανικό περίπολο. «Ε, παιδιά, καλημέρα» φώναζα από μακριά. Οι άνθρωποι ξαφνιασμένοι πετάγονται πάνω, με βλέπουν και το βάζουν στα πόδια. Εγώ να συνεχίζω, φωνάζοντας: «Πάω καλά για την λίμνη Γκίστοβα»; Και πριν τελειώσω την φράση μου συνειδητοποιώ την ματαιότητα της προσπάθειάς μου. Οι άνθρωποι, βοσκοί, νεαροί Αλβανοί έτρεχαν κιόλας χαμηλότερα στο Αλβανικό μέρος, παρασύροντας μαζί τους και το κοπάδι τους. Είχα μείνει και πάλι μόνος και αυτή η μοναξιά γινόταν ακόμη πιο έντονη με την ανατριχίλα, που ξεπηδούσε απ’ την απουσία φωνής εκτός της δικής μου!
Πίσω μου πλησίαζαν οι στρατιώτες, ο σύντροφός μου όλη μέρα άφαντος και οι βοσκοί φοβήθηκαν το περίπολο, ίσως έχουν εντολές, ενώ γνωρίζουν ελληνικά, να μην μιλούν σε Έλληνες.. Το κενό μέσα μου μεγάλωσε, τα πόδια μου έγιναν βαριά και η πορεία μου σκοτείνιασε κι’ ας ήταν μέρα με φως ακόμη. Σ’ αυτό το σημείο της πορείας μου δεν είχε ορατότητα. Η κορυφογραμμή γινόταν πλατιά, το μονοπάτι καταμεσής, πίσω οι στρατιώτες και εγώ να μην θέλω να προχωρήσω άλλο. Στάθηκα και περίμενα. Οι στρατιώτες σταμάτησαν και αυτοί στο προηγούμενο ύψωμα και με παρακολουθούσαν από απόσταση. Κάθισα για ώρα μέχρι που φάνηκε στη ράχη ο σύντροφός μου. Ήταν η στιγμή που αισθάνθηκα σαν να άνοιξε ο ουρανός!. Εκεί που είχα χάσει κάθε διάθεση και όρεξη, η παρουσία του συντρόφου μου με γέμισε χαρά. Έτρεξα κατά την μεριά του και τον αγκάλιασα. «Μου έλειψες» του είπα και το εννοούσα πραγματικά. Έδειξε να εκπλήσσεται με το πώς έκανα, αν και θα δικαιολόγησε την συμπεριφορά μου, έχοντας συνηθίσει σε τέτοιες στάσεις μου. Του ανέφερα τα συμβαίνοντα γρήγορα – γρήγορα, αν και περισσότερο μ’ ενδιέφερε να ακούσω την ανθρώπινη κουβέντα του. Έδειξε ψύχραιμος και κάπως ηρέμησα.

Στο Αλβανικό μέρος, ο βοσκός ξωπίσω απ’ το κοπάδι του

Συνεχίσαμε μαζί στο μονοπάτι και βγήκαμε στην κορυφή Σακκούλι,(2) στην οποία μετά από ώρα βρήκαμε το πρώτο σημάδι, που μαρτυρούσε σύνορα. Τσιμεντένια «πυραμίδα», που από την μια μεριά σημειωνόταν το γράμμα Ε και από την άλλη το γράμμα Α. Σταματήσαμε στο υψομετρικό να πάρουμε ανάσα. Οι Αλβανοί στρατιώτες λούφαξαν στο προηγούμενο ύψωμα, συνεχίζοντας να μας παρακολουθούν. Μετά από τόση ώρα παρακολούθηση και αφού έχεις ξεπεράσει την τρομάρα αρχίζεις να συνηθίζεις. Είχαμε κάποια απόσταση μεταξύ μας, έτσι άφησα τον εαυτό μου, για πρώτη φορά από τότε που είχα βγει στην κορυφογραμμή, να γυροφέρνω την ματιά μου ολόγυρα. Παρατήρησα, ότι φάνηκε πάλι ο ήλιος να λάμπει στον ουρανό, το σώμα μου να ζεσταίνεται και ο ιδρώτας στο πρόσωπό μου να τρέχει. Από την κορυφή είδαμε ένα κοπάδι πρόβατα να ανηφορίζει απ’ το Ελληνικό έδαφος συνοδευόμενο από τον τσοπάνο του. Στον Γράμμο, τα κοπάδια τα συνοδεύουν οι τσοπάνηδες. Μας είχε δει και αυτός από χαμηλά και ευκαιρία βρήκε να κάνει κατά πάνω. Για μας ήταν ευκαιρία να ρωτήσουμε για την λίμνη Γκίστοβα. Σμίξαμε χαμηλότερα απ’ την κορυφή και οι κουβέντες μας αυθόρμητες, δυνατές βαριακούστηκαν στις πλαγιές. Το χάρηκα και ήταν απ’ τις λίγες φορές που χαιρόμουν, εδώ πάνω, το βροντερό των φωνών μας. Είπαμε τί είμαστε και από πού, είπαμε για τα σύνορα, είπαμε.. Ο τσοπάνος μας είπε «ότι οι Αλβανοί στρατιώτες έχουν εντολή να μην μιλούν ποτέ σε κανέναν και ας ξέρουν τη γλώσσα μας. Είναι πολύ προσεκτικοί και δείχνουν φοβισμένοι». «Το ίδιο και εμείς» συμπλήρωσε ο τσοπάνος «δεν θέλουμε να δίνουμε αφορμές. Τόσα χρόνια από μακριά. Τί να κάνεις; καμιά φορά ξέρεις.. να, πριν από λίγες μέρες ένας Καστοριανός ψάχνοντας για μια γελάδα του, μπήκε στο Αλβανικό. Είχε ομίχλη και χάθηκε ο άνθρωπος. Τον έπιασαν οι Αλβανοί και τον κράτησαν 20 μέρες! Αυτός επέμενε ότι δεν είχε μπει στο δικό τους..»
Είπαμε μπόλικα με τον τσοπάνο, είπαμε για την ζωή στο βουνό, για τα χειμαδιά του, πότε θα κατηφορίσει, μα πάνω απ’ όλα δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε από την συνοριακή γραμμή. Αυτή στεκόταν ανάμεσά μας και σε κάθε λέξη μας πέφταμε πάνω, στη γραμμή.. Βλέπεις τούτο το βουνό ματώνει όπου τ’ αγγίξεις και πιο πολύ τούτα τα χώματα της κορυφογραμμής…

Η κορυφή του Γράμμου, ύψ. 2.520 μ.

Η λίμνη Γκίστοβα δεν ήταν μακριά μας, απλώς ήταν καλά κρυμμένη και ήθελε να σιμώσεις για να την δεις. Ήταν πάνω στην συνοριακή γραμμή. Χαιρετήσαμε τον τσοπάνο και ακολουθήσαμε το μονοπάτι που μας έφερε στην λίμνη. Θες η κουβέντα με τον Έλληνα βοσκό, θες η θέα της λίμνης, που σε αποζημιώνει μετά από ώρες πορεία, θες ότι οι Αλβανοί στρατιώτες σταμάτησαν δυο υψώματα πίσω μας αντί για ένα, έκαναν τα πράγματα πιο ανακουφιστικά. Ξαπλώσαμε στην άκρη της λίμνης και αφήσαμε τον ελαφρό κυματισμό της να μιλήσει μέσα μας, μετά από ώρες κρύας ανάσας.
Ολόγυρα οι κορφές του Γράμμου, βουβές, ασάλευτες με τα παλιά ερειπωμένα πολυβολεία να χάσκουν κατάκορφα. Οι πλαγιές ντυμένες σε πράσινο-καφέ ένδυμα, κάτω από το φως του ήλιου, άλλαζαν ανάλογα. Άλλοτε γύριζαν σε έντονο χρυσαφί με το φως και άλλοτε το ένδυμα να παίρνει ένα πένθιμο μουντό χρώμα, σφραγίδα του τόπου. «Παράξενο» σκέφθηκα, «κοπάδια να βόσκουν και από τις δυο μεριές. Μεγάλα κοπάδια και να μην ακούγεται τίποτα.. και αυτά τα σκυλιά; Αλλού οι βοσκοί με τις φωνές τους γεμίζουν τον τόπο, εδώ στον Γράμμο ο καθένας στο κοπάδι του ανεβοκατεβαίνει τις πλαγιές τυλιγμένος στην κάπα του». Τί είναι αυτό που κρατά το βουνό απόμακρο τυλιγμένο στην σιωπή του; Να είναι ο φόβος, που αποκομίσαμε από τα τραγικά γεγονότα του Εμφυλίου; Τί νάναι αυτό που «πρέπει» να μας χωρίζει, αντί να καθόμαστε όλοι μαζί καταγής στης λίμνης την άκρη και να τα λέμε.. Ποιοι σηκώνουν τείχη εκεί που τα φυσικά όρια χαμηλώνουν για να ενώσουν τις ανθρώπινες προσδοκίες;

Η αλπική λίμνη Γκίστοβα ή Γκιστόβα του Γράμμου, υψ. 2.360μ. κάτω από την κορυφή Σακούλι, υψ.2.416μ.

Επίλογος

Όλα μαγεμένα, ακόμα και η ίδια η φύση. Το φως του ήλιου το διαδέχεται γρήγορα η συννεφιά και αυτή, αφού σκοτεινιάσει τα πάντα, φέρνει βροχή. Αυτές οι σταγόνες της βροχής στης λίμνης το πρόσωπο, ήταν αδύναμες χωρίς ήχο, χωρίς ταυτότητα. Τί παράξενος τόπος.. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει, κανείς δεν τολμά να ορθώσει εδώ την φωνή του. Είναι ο σεβασμός στους νεκρούς ή γεμίσαμε με φόβο την ψυχή μας;..
Όταν το λυκόφως ντύθηκε στην ομίχλη, που αυτή με την σειρά της έφερε σταγόνες βροχής, όλα πήραν τον δρόμο τους και εμείς τον δικό μας..
Γείραμε απ’ εδώ μεριά, στο Ελληνικό και οι Αλβανοί στρατιώτες, μετά από ώρες διακριτικής συντροφιάς, έπεσαν απ’ την άλλη μεριά στο Αλβανικό. Η νύχτα που ακολούθησε, ήρθε χωρίς να ακουστούν δυστυχώς ..καληνύχτες! Ακόμη και το αεράκι, που έπρεπε να εμφανιστεί, ήρθε δίχως ήχο, κάνοντας τα πράγματα ακόμη πιο «άδεια». Σιωπηλοί κατηφορίσαμε στην κοιλάδα, για να βγούμε στην Γράμμοστα. Μέχρι εκεί ο δρόμος μακρύς, το σκοτάδι βαθύ και συντροφιά η μουγκαμάρα μας.

Τάκη Ντάσιου, Φθιν. 1989

Παραπομπές

(1) «Γράμμος, μεγάλο ορεινό συγκρότημα στο βόρειο άκρο του Ν. Ιωαννίνων στα σύνορα με την Αλβανία. Από τον Γράμμο αρχίζει η Ελληνική Πίνδος (η αρχή της είναι το βουνό Μοράβα, 1.808μ. της Αλβανίας). Ο Γράμμος είναι γενικά ομαλό βουνό με δάση από οξιές, βελανιδιές και ρόμπολα. Η ψηλότερη κορυφή του είναι Γράμμος ή Τσούκα Πέτσικ ή Τσούκα Ρέτσκα, υψ.2.520μ. Άλλες κορυφές, πάνω από 2.000μ. είναι: Γκολιό,1934μ., Γκούμπελ,2.2248μ., Καμενίκ,2.041μ., Κιάφα,2.398μ., Μαύρη Πέτρα, 2.231μ., Μαύρη Πέτρα,2.169μ., Μπανταρός, 2.036μ., Περήφανο, 2.442μ., Πόρτα, 2.017μ., Σακούλι, 2.416μ., Σούφλικας, 2.146μ., Τσιούμα, 2.171μ., Φαρμάκη, 2.139μ. και άλλες χαμηλότερες. Από τον Γράμο πηγάζει ο Αλιάκμονας και ο Σαραντάπορος παραπόταμος του Αώου ποταμού. Αναβάσεις στην κορυφή γίνονται από το Πληκάτι, υψ. 1.240μ. 48 χιλ. από την Κόνιτσα σε 0500ω. ή από το χωριό Γράμμος, υψ. 1.380μ. σε 0600ω. περίπου». (Νέζη Νίκου1979:85)
(2) Η λίμνη Γκιστόβα, ή Γκίστοβα κάτω από την κορυφή Σακούλι, 2.416μ. και πάνω στην οριογραμμή Ελλάδας – Αλβανίας, είναι η ψηλότερη αλπική λίμνη της Ελλάδας,
Οικισμοί:
Γράμμος ο (έως 1928 Γράμμοστα, έως 1940 Γράμμος), υψ.1.380μ. οικ. της δυτικής Μακεδονίας, στις πλαγιές του όρους Γράμμος. Κοινότης Γράμμου νομού Καστοριάς. Στα 1928 είχε 13 κατοίκους, 1940 > 55, 1951 > 0, 1961 > 0, 1971 > 0, 1981 > 0, 1991 > 0, 2001 > 28. Απέχει 70 χιλ. από την Καστοριά.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

• Αρχηγείον Στρατού1970: O Ελληνικός στρατός κατά τον αντισυμμοριακόν αγώνα (1946-1949) η εκκαθάρισης της Ρούμελης και η πρώτη μάχη του Γράμμου, εκδ. Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού
• ΝέζηΝίκου1979: Τα ελληνικά βουνά, ορεογραφία, οδηγός, Αθήνα
• Σφήκα Γιώργου1980:Τα βουνά της Ελλάδας, σειρά: Ελληνική φύση, Αθήνα
• Τσίπηρα Κώστα1992: στα Ελληνικά βουνά, οι 50 ωραιότερες πεζοπορικές και οικολογικές διαδρομές, σειρά: πεζοπορία – ορειβασία, εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη
• Τσίπηρα Κώστα1993: στα Ελληνικά βουνά, (Β΄ μέρος) 50 ακόμα πεζοπορικές και οικολογικές διαδρομές, σειρά: πεζοπορία – ορειβασία, εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη
• Μανιατέα Ηλία, Τεγόπουλου Ιωάννη (εκδ)2006: Νομός Καστοριάς Μακεδονία, Νο 28, σειρά: Ελλάδα, εκδ. Δομή
• (Ανώνυμο)2009: Γράμμος, Στα βήματα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ιστορικός-Ταξιδιωτικός Οδηγός, εκδ. Σύγχρονη Εποχή
• Νέζη Νίκου2010: Τα Ελληνικά βουνά, γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2 Ηπειρωτική Ελλάδα (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη), σ,293-4, εκδ. Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας Αναρρίχησης – κληροδότημα Αθ. Λευκαδίτη
• Μαραντζίδη Νίκου2010: Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, 1946-1949, σειρά: θέματα ιστορίας 2, εκδ. Αλεξάνδρεια
• Νιτσιάκου Βασίλη2010: Στο σύνορο «μετανάστευση», σύνορα και ταυτότητες στην Αλβανο-ελληνική μεθόριο, εκδ. Οδυσσέας
• Σταματελάτου Μιχαήλ, Βάμβα Σταματελάτου Φωτεινή2012: «Γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδας», τόμοι Α΄,Β΄,Γ΄, ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s