Γυροφέρνοντας στον Βούρινο, 1.863μ. στα χαμηλά μέχρι να ψηλώσουμε..

Ο ήλιος είχε αρχίσει  κιόλας το τυραννικό του παιχνίδι.  Πρωί και αυτός να καίει  αναδύθηκε αθόρυβα πέρα από τον Αλιάκμονα και πριν χρυσωθεί ολόκληρος «μπήκε» μέσα σε μια χλωμάδα του ορίζοντα, κάνοντάς τον εξώκοσμο, αλλά βασανιστικό. Δεν ήταν ο ήλιος που λαχταρούσες αλλά ο ήλιος δυνάστης.  Κατακαλόκαιρο και ας ήταν πρωί, θάπρεπε να βιάσουμε τα βήματά μας για να πάμε, αλλά.. για στάσου, γιατί να βιαστούμε; Ότι και να κάνουμε δεν θα αποφεύγαμε την ζεστή παρουσία του. Οι πρωινές εικόνες με την ανατολή του ήλιου κράτησαν λίγο, όπως και το όνειρο που λίγο κρατά.  Όση ώρα κάναμε να μαζέψουμε τα πράγματά μας, δίπλα στο ποτάμι που είχαμε κατασκηνώσει, οι μαγικές εικόνες διέγραψαν μια γρήγορη πορεία και χάθηκαν στην επικράτηση του ήλιου.  Τέλειωσε η πρωινή αύρα και ας ήταν λάβα!  Πέρασαν και τα μεγαλύτερα πουλιά κατά το ποτάμι και τα μικρότερα ανασκάλεψαν στις φωλιές τους, εκεί δα στις καλαμιές.  Από το ύψωμα που είχαμε κατασκηνώσει για την νύχτα, σε λίγο δεν φαινόταν να σαλεύει τίποτα γύρω μας.  Η δύναμη του ήλιου έκανε τα πάντα να λουφάζουν, το κάθε ζωντανό πλάσμα να αποζητά την ακινησία απ’ την κίνηση.  Σε πείσμα είπαμε να κινήσουμε.  Είχαμε συναντήσει και δυσκολότερες καταστάσεις!

Κατασκήνωση στις όχθες του Αλιάκμονα, πρωϊνό καλοκαιριού

Περάσαμε γρήγορα την διασταύρωση της δημοσιάς και στρίψαμε – μπήκαμε στον χωμάτινο δρόμο.  Γευτήκαμε την σκόνη που άφησε πίσω του ένα αυτοκίνητο που μας προσπέρασε, αλλά παράξενο, τούτη η σκόνη μας ζωντάνεψε!  Για ώρα είχαμε αφεθεί στο παιχνίδι του δρόμου, που έμοιαζε αλλόκοτο στην σύγχρονη σκηνή, αλλά και το τοπίο που ανοιγόταν μπροστά μας δεν ήταν ανάλογο;  Το βουνό του Βούρινου ή Μπούρινου ή Βέντζια, ύψ. 1.863μ., που θέλαμε να γνωρίσουμε -είχαμε φτάσει ίσαμε εδώ γι’  αυτό και δεν ήταν το ύψος του που μάς τραβούσε, αλλά αυτό το «παράξενο» χρώμα του.  Όση ώρα σηκώναμε το κεφάλι μας ψηλά, αντικρίζαμε ένα ασάλευτο μεγάλο ορεινό κομμάτι «καμένης» λάβας.  Πολύ γρήγορα βρεθήκαμε περιτυλιγμένοι στην μοναξιά του τοπίου.  Ο ποταμός Αλιάκμονας ήταν στο αριστερό μας χέρι, μακρύτερα, άφαντος από την πορεία μας.  Το πεδίο που διασχίζαμε ήταν γνώριμο, με καλλιέργειες, παλιά χωράφια, πεζούλες χέρσες, παλιές αχρησιμοποίητες καλύβες, μαντριά που αντέχουν περισσότερο στην φθορά του χρόνου, αλλά που μαρτυρούν «ζωντανό» το παρελθόν, εικονοστάσια έργα τέχνης σε κάθε κόμβο, σε κάθε διάσελο.  «Το βουνό, ο Βούρινος, όπως το κοιτάμε δεν λέει κάτι το ιδιαίτερο», μου είπε δίπλα μου η σύντροφος.  «Δεν είναι ώρα του ακόμη», απάντησα..  Στο διάσελο πήραμε μια ανάσα.  Ήταν και κείνο το ανεπαίσθητο χλωμό αεράκι, που κάτι έκανε.  Δεν έκανε και πολλά πράγματα αλλά τουλάχιστον ξεφορτωθήκαμε για λίγο τις μύγες που για ώρα κουβαλούσαμε πάνω μας.  Διαβάζουμε: (ένδειξη αριστερά) Μεταλλεία Σκούμτσας 15 χιλ., Ι. Μονή Ιλαρίωνος 5 χιλ., Άγιος Νικαρίωνας Ζαβόρδας, (ένδειξη δεξιά) Μουσείο Αγ. Νικολάου Μπούρινου.  Όσο και να κοιτάζαμε γύρω μας δεν ήταν δυνατόν να δούμε τίποτα απ’ όλα αυτά που διαβάσαμε..  Γεμάτος ιστορία και μνημεία ο τόπος, που θα ήθελε να λοξοδρομήσουμε για αυτά, ενώ εμείς θέλαμε να προσεγγίσουμε τα ψηλώματα του Βούρινου.

Στα δεξιά μας, η ένδειξη οδηγούσε στο Μουσείο του Αγίου Νικολάου.  Κάναμε κατά κει.  Τίποτα, απλά γι’ να δούμε κάτι, ψυχή για να ρωτήσουμε, τίποτα δεν κουνιόταν.  Συνεχίσαμε τελικά στην γραμμή του δρόμου που είχαμε σχεδιάσει στον χάρτη.  Διασχίσαμε μία ευθεία σε σχετικό ύψος που έδινε κάποια αίσθηση και κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως η χαμηλή βλάστηση, τα πουρνάρια και η πέτρα, θες κάπου – κάπου οι ποτίστρες, και η σκέψη μας ταξίδεψε σε κοπάδια ζωντανών που θα τις χρησιμοποιούν, θες μπροστά μας το ορεινό ανάγλυφο, που έλεγε «κάτι», τέλος πάντων, κάτι άλλαξε στην διάθεσή μας.  Ο όγκος μπροστά μας, νότια της περιοχής ήταν οι Αετοράχες σε χαμηλό ύψος.  «Στα νότια χωρίζεται ο Βούρινος από τον ορεινό όγκο της Αετορράχης με την κοιλάδα (740μ.-640μ.) του ρέματος Πυξάρι» (Νέζη Νίκου2010:392).  Τελειώσαμε με την ισάδα, πέσαμε σε γούπατο, όπου η εμφάνιση του οικισμού Χρώμιον, μάς ζωντάνεψε.  Είμαστε ψηλούτσικα αλλά δεν ακούγαμε τίποτα παρ’ όλο που το χωριό ήταν μεγάλο και έπρεπε να φθάνουν θόρυβοί του.  Το βουνό στα δεξιά μας, βόρεια ήταν ψηλό, οι ψηλές κορφές του Βούρινου, βλέπαμε κορφές διχάλα, με διακριτό το πέρασμα ανάμεσά τους.  Πέσαμε στο χωριό Χρώμιον και στο άνοιγμα του, στο κέντρο του, συναντήσαμε ανθρώπους μετά από ώρες.

Το χ. Χρώμιον (Σφίλτσι), υψ. 640μ.

Όλα γύρω μας είχαν μια ησυχία και μαλακωσιά, καθώς βλέπαμε τους  κατοίκους του να πηγαινοέρχονται στις ασχολίες τους χαλαροί.   Μάλλον ήταν η ζέστη που έφτιαχνε τον τρόπο και τον τόνο…  Γυναίκες γύριζαν απ’ την εκκλησία, Κυριακή πρωί, οι μαγαζάτορες  κατέβρεχαν τον τόπο τους για να καταλαγιάσει η σκόνη απ’ τα διερχόμενο αυτοκίνητα, για να υποδεχθούν τους πελάτες.  Οι βιαστικότεροι είχαν κιόλας μαζευτεί  και καθίσει στον ίσκιο του γεροπλάτανου.  Εδώ, απλά πήραμε τις απαντήσεις για την συνέχεια της πορείας μας  Πολύ απλά και φυσικά μας εξυπηρέτησαν, όπως ρωτήσαμε, μας απάντησαν.

Αφήσαμε το χωριό να οργανώνεται πρωί Κυριακής, άλλη μια μέρα ζέστης και βγήκαμε στον λιοπύρι του δρόμου.  Έξω απ’ το χωριό κοιτάξαμε κατά τις ψηλές κορφές του Βούρινου.  Ο ήλιος ήταν «κόντρα» και το ανάγλυφό του έδειχνε ασάλευτο, αδιάφορο.  Οι δυο κορφές του, η Βρύση και η Μεγάλη Πέτρα, με ίδιο ύψος, σχεδόν σχημάτιζαν μια πύλη στα ΒΑ του ορεινού όγκου.  Τα θερισμένα στάχυα χαμηλά μάς υποδέχτηκαν στον ανοικτό ορίζοντα.  Αν και μαζεμένος ο καρπός έτσι όπως ήταν μικρά εύρωστα καλαμάκια στο καθηλωτικό φως του ήλιου, μου φάνηκαν ότι ξανακάρπισαν!  Χρυσάφι απλωμένο στη γη, πέρα ως πέρα, τούτες οι εικόνες των θερισμένων λιβαδιών, φτάναν και σταματούσαν στα πρόβουνα του Μπούρινου.  Σκίρτησα, δεν ήταν η ζαλάδα του ήλιου, ήταν η φλεγόμενη βάτος που έκαιγε καταμεσής του τόπου.  Ο όγκος του Μπούρινου ως «σβησμένη λάβα» και ολόγυρα η πυρόξανθη ποδιά του..  Τώρα το βουνό έπαιρνε μια άλλα διάσταση στα μάτια μου, μέσα μου.   Ο βασανιστικός ήλιος, ισοπεδωτικός, καθηλωτικός φάνταζε παράξενα σαν πρωϊνό σκίρτημα.  Μέσα σ’ αυτή την μεταστροφή μπορούσα να ζωντανέψω τώρα  τις αισθήσεις μου βλέποντας  την «νεκρή φύση» του βουνού – «ηφαίστειο», ζωντανό κύτταρο με το καφέ σκούρο πυρίτιο χρώμα του να πλέει στην «θάλασσα» των πυρόξανθων κυμάτων…

Όψεις του Βούρινου Ι

Το αγροτικό όχημα που μας προσπέρασε μας χαιρέτησε, κοντοστάθηκε να μας ρωτήσει «μήπως θέλετε κάτι»; «όχι» απαντήσαμε  και φεύγοντας μάς άφησε πίσω του την ολόχρυση σκόνη του.  Την θέλαμε, ήταν σαν μια ανάσα δροσιάς!   Στο επόμενο διάσελο διαβάσαμε: (αριστερά) χ. Ποντινή, (δεξιά) Βάρη 3 χιλ. και σταματήσαμε να γευτούμε εικόνες μαγικές με τον Μπούρινο, καφετί σκούρο να ξεπηδά μέσα σε «ξανθωπή» κυματιστή θάλασσα.  Με επανέφερε στην πραγματικότητα η παρουσία κοπαδιού με γίδια, που ερχόταν προς το μέρος μας.  Μέσα στις χρυσές καλαμιές, τα ζώα έδειχναν ξέχωρα, τόσο που ο βοσκός τους να περνάει απαρατήρητος  Μας ξάφνιασε γιατί δεν ακολούθησε τον κανόνα που συνήθως από μακριά τον ξεχωρίζεις και τον ακούς να φωνάζει.  Πλησίασε αθόρυβα και μίλησε όταν του μιλήσαμε και εμείς.  Ήταν βορειοηπειρώτης, μικρόσωμος, αδύνατος και λιγομίλητος.  Ήταν από τους Αγίους Σαράντα, δούλευε στο κοπάδι που ήταν 400 γίδια και ήξερε να μας πει ότι για το χ. Βάρη έπρεπε να κάνουμε «δεξιά».  Περισσότερα δεν μας είπε, αν και ήξερε.  Είχε το κεφάλι χαμηλωμένο, περίμενε κάτι να πούμε και εμείς, ενώ δεν κάναμε άλλες ερωτήσεις για να μην τον φέρουμε σε δύσκολη θέση.  Όμως έπρεπε εμείς να βοηθήσουμε την επικοινωνία, ήταν στον τόπο μας, ανθρώπινα.  Χωρίσαμε, αφού τον ευχαριστήσαμε και συνεχίσαμε να παρατηρούμε το πεδίο γύρω μας, σημειώνοντας ένα «κενό».

Στο χωριό Αιανή, δίπατη, πλατυμέτωπη οικία

Ο Π. Β. Πάσχου «Ανεβαίνοντας τον Αλιάκμονα»,1988:17 σημειώνει: «ήμουν τσοπάνος, είχαμε μαντριά στα μεσορράχια και βοσκούσαμε γίδια.  Στην Αγριοκερασιά, στις Πάδες, στο Ασπροβούνι  […]  πριν το 1940οι δικοί μας πήγαιναν στα δάση της Ζάβορδας ή στα Χτενιώτικα και ξυλεύανε καθώς και από τα γύρω χωριά οι Ξυλοφοραίοι  […] πέρασαν από το Χτένι και ανηφόρισαν για το σέλωμα του βουνού να κατέβουν στο Σφίλτσι (Χρώμιον) και από κει στα δάση της Ζάβορδας.  […] Η Άνοιξη στο χ. Λευκοπηγή.  Στα βουνά τα χιόνια δεν είχαν λιώσει στις ανήλιες πλαγιές.  Ο Μπούρινος φορούσε την άσπρη σκούφια του μα το Ασπροβούνι πετούσε μακριά την κάπα του..  Λίγες μέρες ακόμα στα χαμηλά, στα μαντριά και ύστερα θα ανέβαιναν στο Ζυγόστη να βάλουν πια στρούγκες και να γρεκιάσουν στα ψηλά βουνά.  Να πίνουν νερό στις πηγές, να τ’ αρμέγουν στην αρχή δυο φορές την μέρα και αργότερα μια φορά και ν’ ανεβαίνουν πάλι στις κορφές για να μην τα καίει ο ζάπουρας στα χαμηλά.  Ώσπου νάρθει κι ο Άϊ Δημήτρης, που θα κλείνανε τις στρούγκες και θα παίρνανε πάλι τον δρόμο για τα χειμαδιά να βγάλουν τον χειμώνα».  Ήπιο σκηνικό, χωρίς να είναι απομονωμένο, επικρατεί η ανθρώπινη  απουσία.  Πολύ κοντά από μεγάλα οδικά δίκτυα, μ’ ένα μεγάλο ποταμό να περιζώνει το Μπούρινο και όμως τούτο το κομμάτι έδειχνε «ξεχασμένο».  Υπήρχαν σημάδια ανθρώπινης επέμβασης..  Δεν έφταιγε ο ήλιος ούτε το καλοκαίρι, ίσως γιατί ήταν Κυριακή και οι άνθρωποι..  Η ύπαιθρος το κατακαλόκαιρο είναι κάπως, και θέλεις δεν θέλεις την προσέχεις.  Γυρίσαμε Δυτικά και το τοπίο έγινε ενδιαφέρον.  Μια στενή χωμάτινη λουρίδα για δρόμο ανάμεσα στα στάχυα.  Κάπου – κάπου δένδρα που ξέφευγαν απ’ την εκχέρσωση και στέκαν σημεία αναφοράς των καλλιεργητών και αποκάλυπταν τις φωλιές των πουλιών, τώρα που έχουν πέσει τα φύλλα.  Οι όψεις του Μπούρινου όλο και πιο όμορφες και το περπάτημα ο καλλίτερος τρόπος για να παρατηρήσει κανείς το τοπίο. 

Έξω απ’ το χωριό Βάρη, πίσω ό όγκος του Βούρινου

Πίσω απ’ την συστάδα των δένδρων, μικρός μαζεμένος ορεινός όγκος, ο Κίσσαβος, 1.096μ. και πίσω του περνά ο Αλιάκμονας.  Πλησιάζοντας τα δένδρα ξεπροβάλλει εκκλησιά, που κάνει το τοπίο πιο όμορφο, όρια διπλανών χωριών.  Κάναμε τον σταυρό μας, συνεχίσαμε για την διασταύρωση, που εκεί, με την παρουσία κι’ άλλου μεγαλύτερου υπό κατασκευή δρόμου, μας δημιούργησε μια σύγχυση ως προς την σωστή κατεύθυνση μας.   Η πινακίδα στην άκρη του δρόμου ήταν διάτρητη από σκάγια, όπου δεν ήταν, είχε σκουριάσει.  Προσπάθειες για να ανιχνεύσουμε το όνομα του χωριού και το βέλος και έδειχνε την κατεύθυνση.  Τελικά, εκτιμήσαμε σωστά  την κατεύθυνση, αφού το επιβεβαιώσαμε πάνω στην ώρα μ’ ένα διερχόμενο αγροτικό αυτοκίνητο.  Ανακούφιση!

Πήραμε το δρόμο για το επόμενο χωριό, «μεστωμένοι» για τα καλά πια, καταμεσήμερο!  Η μαγεία του σκηνικού είχε αφήσει την θέση του σε εικόνες που βλέπουμε σε ταινίες.  Πίσω απ’ την σκόνη του μοναδικού υποτυπώδους δρόμου, που οδηγούσε μέσα από έρημο, με ατέλειωτα χωράφια θερισμένων σιτηρών, εκεί που το σύννεφο σκόνης έσμιγε με την θαμπάδα του παραβρασμένου ήλιου, εκεί που τα μάτια αρχίζουν να βλέπουν ανάμεσα σε ιδρώτα και σκόνη, διαγράφεται μπροστά και αποκτά οντότητα έργου τέχνης, που ξεφεύγει από το απέραντο, μονότονο του πυρόξανθου των χωραφιών με την παλέτα της σιδηροσκουριάς του ορεινού όγκου, ο Μπούρινος.  Σταματήσαμε και τον χαζέψαμε, ας ήταν ντάλα η ήλιος.  Εστίες αγροτοποιμενικές πιο μακριά απ’ τον δρόμο, καταμεσής στα χωράφια, έδειχναν να έχουν πέσει απ’ τον ουρανό.  Δεν κινιόταν «τίποτα».  Ακόμη και σ’ αυτή την ευθεία του δρόμου, θα μπορούσα να διακρίνω κάτι αν κινιόταν όπως ζώα, άνθρωποι, αλλά μάταια αναζητώ.  Απίστευτες στιγμές αιωνιότητας, αρχίζεις να αμφιβάλλεις για την πραγματικότητα του χώρου σε σχέση με τον χρόνο..  Μετεωρίζεσαι, προκαλώντας «τεχνάσματα» με τον ίδιο του τον εαυτό για να πεισθείς ότι είσαι ζωντανός.  Το πραγματικό με το μαγικό είναι δίπλα – δίπλα..

Ξεκολλάς, από τα χαμηλά σπιτάκια που σκοντάφτεις πάνω τους και διαβάζεις: χ. Βάρη.  Λιγοστά σπιτάκια, χωριό σε υψόμετρο 750. Είναι ημιορεινό. Και ας μην του φαίνεται.  Με δυο δρασκελιές είσαι στην πλατεία, στο μαγαζάκι, όπου στον ίσκιο της κληματαριάς άνθρωποι κουβεντιάζουν.  Ρωτάς για να αποκαταστήσεις επαφή με τον χώρο για να σιγουρευτείς για την πορεία σου.  Ο δρόμος για την Σιάτιστα συνεχίζει και είναι κάμποσος,  «Αυτός είναι και άλλος δεν λοξεύει..» μας λένε.  Ευχαριστούμε τους ανθρώπους, που μας προσφέρουν και αναψυκτικό για να μας «σκλαβώσουν» με το ενδιαφέρον τους πιο πολύ, ενώ συνάμα μας λένε:  «κάποτε το χωριό μας είχε πολύ κόσμο και ο τόπος γενικότερα.  Είναι συναρτώμενα με τα μεγέθη του τότε και φυσικά του τρόπου ζωής.  Περάσματα παραποτάμια, γύρω ο Αλιάκμονας, πέρα απ’ αυτόν εμπορικά κέντρα και στο μέσο ο Μπούρινος, με τα μονοπάτια, στράτες, που ανεβοκατέβαιναν τις πλαγιές παρακάμπτοντας δυσκολίες και κακοτοπιές.  Παντού ανθρώπινη παρουσία απ’ τα πεδινά έως τις ψηλές κορφές.  Κόσμος στις αγροτικές ασχολίες, τσοπάνηδες σε κοπάδια στα ψηλά.  Στα ενδιάμεσα, εικονοστάσια στόλιζαν και φώτιζαν αναμμένα μέρα – νύχτα, καμπάνες χωριών καλούσαν τον κόσμο άλλοτε στην Θεία Λειτουργία και άλλοτε για προσωπική εργασία. Να στρωθεί ο δρόμος, η στράτα, το γεφύρι, το πέρασμα του ποταμού και τελειωμό δεν έχει.  Ο κόσμος πολύς και δεμένος με τον τόπο του..  Αυτά ανήκουν στο παρελθόν, τέλειωσαν.. τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους..

Όψεις του Βούρινου ΙΙ

Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, αλλά, περπατώντας, μπορείς να αισθανθείς τον χώρο όπως ήταν κάποτε.  Υπάρχουν ευτυχώς ακόμη οι  ανθρώπινες μαρτυρίες.  Αφήσαμε το χωριό Βάρη, που θύμιζε μεγάλο σταθμό ανεφοδιασμού στον μέσον της ερήμου, κάτι σαν «όαση» και ο δρόμος γύρισε ΒΔ αφήνοντας τα σπαρμένα χωράφια της άλλης πλευράς.  Τώρα το έδαφος είναι πετρώδες, συναντούμε ποτίστρες και παλιές στάνες.  Διαβάζουμε: (ένδειξη δεξιά) Ελληνικά Σιδηροκράματα εργοτάξιο Βοϊδόλακκας Κοινότης Κνίδης.  Η ευρύτερη περιοχή του Μπούρινου έχει στο υπέδαφός της πλούσια μεταλλεύματα.  Η κοινότης Κνίδης βρίσκεται πιο δυτικά.  Το επόμενο χωριό που συναντάμε είναι το χ. Έξαρχος.  Είμαστε στα δυτικά του Μπούρινου και οι ψηλές του κορφές φωτίζονται και προβάλλουν ιδιαίτερα.  Στα αριστερά μας τώρα πάλι ο Αλιάκμονας και όμως δεν φαίνεται.  Αλλάζουμε κατεύθυνση και γυρίζουμε βόρεια πηγαίνοντας αντίθετα με τη ροή του ποταμού.  Ο τόπος γίνεται πιο πράσινος κοντά στα χωριά.  Το επόμενο χωριό ήταν το Δαφνερό, υψ. 690μ.  Οι πλαγιές  και οι ρεματιές που ξεκινούσαν απ’ τις ψηλές κορφές Παλιομονάστηρο,1615μ. και Ντρισινίκος, 1866μ.  έδιναν μια άλλη αίσθηση στο σκηνικό κι’ ας πάσχιζε η αντηλιά να τα ισοπεδώσει όλα.  Τούτο το χωριό ήταν πιο «σφικτό» και δροσιστήκαμε απ’  τους πράσινους κήπους του.  Η συνέχεια ακολουθεί τους κανόνες των σύγχρονων τάσεων.  Απ’ τα μεγάλα αστικά κέντρα ξεκινούν δρόμοι.  Μεγαλογραμμένοι απ’ το κέντρο προς την περιφέρεια, στο εσωτερικό των νομών.  Στο ταξίδι μας, η άσφαλτος μάς συνάντησε έξω από το χωριό.  Το επόμενο  χωριό Παλαιόκαστρο, χωριό με μπόλικες εξοχικές κατοικίες.

Όψεις του Βούρινου ΙΙΙ

Η φύση δεν αντιστέκεται, απλά μας υποδέχεται.  Τώρα η προσπάθειά μας περιορίζεται στο να ανακαλύψει «στοιχεία» εδώ κι’ εκεί.  Ένα σπίτι παλιό, ένα άλλο παλιότερο παραπέρα, μια εκκλησία που ξέμεινε από τα παλιά, ένα παραμερισμένο παλιό εικονοστάσι στο δρόμο, μας υπενθυμίζει ότι δίπλα του περνούσε μια στράτα..  Το επόμενο διάσελο είναι εκεί.   Θέλει όμως κότσια για να βγούμε πάνω.  Όταν βγαίνουμε το απολαμβάνουμε.  Ρίχνουμε μια τελευταία ματιά στις ψηλές κορφές του Μπούρινου και κοιτάζουμε κατά την μεγαλούπολη, που φαντάζει αστραφτερά στο βάθος.  Σιάτιστα!  Από το Παλαιόκαστρο μέχρι την Σιάτιστα δεν είναι μεγάλη η απόσταση.  Περνάς τον Αλιάκμονα και φθάνεις.  Μπορείς να τα καλύψεις σε μια μέρα απόσταση περπατώντας την απόσταση ή να τα καλύψεις με όχημα σε 0130ω.   Μπορεί να διαλέξεις ανάμεσα σε χρυσά στάχυα και τη σκόνη του δρόμου που περπατώντας την κουβαλάς και γίνεται χρυσόσκονη πάνω σου στο τέλος της ημέρας ή να περάσεις τρέχοντας με το όχημα και να γεμίσεις σκόνη άλλους.  Στο τέλος της  ημέρας τί  θάχεις να πεις στον εαυτό σου;   Όταν όμως βογκάς από σωματική κούραση και τα πόδια σου θάχουν αποκάμει θα έχεις πολλά να διηγηθείς και να θυμάσαι.  Η Ελλάδα που χάνεται, η Ελλάδα που αντέχει, που αντιστέκεται και συ βαρυγκομάς.

Τάκη Ντάσιου, Καλ. 1993

Παραπομπές

Οικισμοί

Σιάτιστα η, υψ. 920μ. κωμόπολη της δυτικής Μακεδονίας στις πλαγιές του όρους Άσκιου-Σινιάτσικου, ΝΔ της Κοζάνης, δήμου Σιάτιστας, νομού Κοζάνης.  Στα 1928 είχε 5.328 κατοίκους, 1940 > 4.714, 1951 > 4.980, 1961 > 4.737, 1971 > 4.852, 1981 > 5.702, 1991 > 5.688, 2001 > 5.642.  Με τα εξαιρετικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του παρελθόντος της, την υψηλή πνευματική της παράδοση, το πλήθος των ευεργετών και τα ήθη και έθιμα της.  Η Σιάτιστα αποτελεί ένα ενδιαφέρον οικιστικό σύνολο και ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα χώρο μελέτης του νεοελληνικού πολιτισμού.  Εξέχοντα δείγματα της ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής των νεότερων χρόνων θεωρούνται τα αρχοντικά της.  Ιστορικά: To 1878 εκδηλώνεται κίνημα εναντίον των Τούρκων, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.  Το 1904 φθάνει στην Σιάτιστα ο Παύλος Μελάς.  Τέλος Οκτ 1912 εθελοντικά σώματα Σιατισταίων, υποστηριζόμενα από Κρήτες εθελοντές κηρύσσουν την ένωση με την Ελλάδα.  2 Νοεμ. Οι Τούρκοι ζητούν να τους παραδοθεί η πόλη, την ίδια μέρα φθάνουν ελληνικές ενισχύσεις και εθελοντικό τμήμα Γαριβαλδηνών, στο οποίο μετέχει και ο ποιητής Λορέντσος Μαβίλης.  4 Νοεμ. Το μεσημέρι, οι Τούρκοι επιτίθενται, ακολουθεί σκληρή μάχη έως τη νύχτα, αποκρούονται, αποχωρούν και τα Σιάτιστα ελευθερώνονται οριστικά.

Παλιόκαστρο το, υψ.900μ.. οικισμός της δυτικής Μακεδονίαςστις πλαγιές του όρους Βούρινος δήμου Σιατίστης νομού Κοζάνης.  Στα 1928 είχε 322 κατοίκους, 1940 > 461, 1951 > 424, 1961 > 492, 1971 .> 457, 1981 > 426, 1991 > 346, 2001 > 323.  Κοντά στη θέση Γλα, ίχνη αρχαίου οικισμού.

Δαφνερό το, (έως 1928 Βάιπες), υψ.690μ. οικισμός της δυτικής Μακεδονίας στις απολήξεις του όρους Βούρινος δήμου Σιατίστης νομού Κοζάνης.  Στα 1928 είχε 138 κατοίκους, 1940 > 214, 1951 > 166, 1961 > 205, 1971 > 154, 1981 > 141, 1991 > 121, 2001 > 81

Έξαρχος ο,υψ.730μ.,  οικισμός της δυτικής Μακεδονίας στις πλαγιές του όρους Βούρινος, ΒΑ των Γρεβενών δήμου Βεντζίου, νομού Γρεβενών.  Στα 1928 είχε 136 κατοίκους, 1940 > 263, 1951 > 180, 1961 > 204, 1971 > 131 1981 > 115, 1991 >149, 2001 > 103

Χρώμιοτο (έως 1928 (Σφίλτσι), ύψ.640μ. οικισμός της Δυτικής Μακεδονίας στις απολήξεις του όρους Βούρινος ΝΔ της Κοζάνης, δήμου Αιανής νομού Κοζάνης.  Στα 1928 είχε 273 κατοίκους, 1940 > 349, 1951 > 316, 1961 > 370, 1971 > 288, 1981 > 239, 1991 > 83, 2001 > 185 

Κνίδη η, (έως 1928 Κόπριβα), υψ.690μ. οικισμός της δυτικής Μακεδονίας δήμου Βεντζίου νομού Γρεβενών.  Στα 1928 είχε 112 κατοίκους, 1940 > 460, 1951 > 560, 1961 > 566, 1971 > 442, 1981 > 380, 1991 > 338, 2001 > 443 Γεγονότα: 1995 καταστροφικοί σεισμοί

Αιανή η, Αρχαία πόλη της σημ. Δυτικής Μακεδονίας, στον σημ. νομό Κοζάνης, κοντά στον οικ, Αιανή.  Έχουν ανασκαφεί, πολλοί τάφοι 7ου – 6ου π.Χ. αι. με πολλά ευρήματα: αγγεία, τμήματα γλυπτών κ.ά.  Ήταν από τις αρχαιότερες μακεδονικές πόλεις, κέντρο της Ελιμιώτιδος και η παρουσία της συνεχής από τους προϊστορικούς έως τους βυζαντινούς χρόνους.

Αιανή η (έως 1928 Καλλιανή), υψ.460μ. οικισμός της Δυτικής Μακεδονίας δήμου Αιανής νομού Κοζάνης.  Στα 1928 είχε 858 κατοίκους, 1940 > 1.086, 1951 > 1.312, 1961 >1.707, 1971 > 1.521, 1981 > 1.867, 1991 > 1.946, 2001 > 2.074.  Εκκλησίες: Παναγιάς 11ου -12ου αι., τρεις τοιχογραφίες του 1552 του ιεροδιακόνου Ζαχαρία, Αγ. Δημητρίου, τέλους 11ου αι. με τοιχογραφίες 15ου αι.

«Βούρινος 1.863μ. (Μπούρινος) μεγάλος ορεινός όγκος στα όρια των Ν. Κοζάνης και Γρεβενών.  Εκτείνεται ΝΑ της Σιάτιστας και ΝΔ της Κοζάνης.  Λέγεται και Μπούρινος (τοπική ονομασία).  Στα βόρεια χωρίζεται από το βουνό Μέλλια (Βέλλια) με τον αυχένα / διάβαση Πόρτας – Αγίου Αχιλλείου (680μ.), απ’ όπου περνά ο δρόμος Κοζάνης – Σιάτιστας καθώς και η «Εγνατία Οδός».  Στα νότια χωρίζεται από τον ορεινό όγκο της Αετορράχης με την κοιλάδα (740μ.-640μ.) του ρέματος Πυξάρι.  Τα πετρώματά του είναι οφιόλιθοι και δολομιτικοί ασβεστόλιθοι.  Οι ψηλές κορυφές του Βούρινου (που έχει συστάδες από μαυρόπευκα, μακεδονίτικα έλατα και αγριόκεδρα) και κυρίως η κοιλάδα του Μεσιανού Νερού, έχει ενταχθεί στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 (1330001 & 1330002) και έχει χαρακτηριστεί  ως σημαντική περιοχή για τα πουλιά (051)  Η ψηλότερή  του κορυφή είναι Ντρισινίκος ή Βούρινος, ύψ. 1.863μ.  Άλλες ψηλές κορφές (άνω του 1.500 μ.) είναι: Ασπροβούνι, 1.558μ., Νεράϊδα ή Λίθινος Πυραμίς, ή Μπουρτάνη, 1.617μ., Παλιομονάστηρο ή Δερνίκο, 1.605μ., και άλλες.

Στην τοποθεσία Τσιάμα, 1.360μ., όπου πηγαίνει δρόμος υπάρχει καταφύγιο (εγκαίνια 27-7-1998) του Ο.Σ. Σιάτιστας που διαθέτει 50 θέσεις ύπνου.  Πληροφορίες στο τηλ. 24650-22805.  Το παλιό καταφύγιο (εγκαίνια 26-7-1987) κάηκε στις 14-1-1996.  Από το καταφύγιο στην κορυφή σε 0130ω. ώρα περίπου.  Ανάβαση στην κορυφή μπορεί να γίνει και από τον οικισμό Έξαρχος (720μ.) σε 0330ω. ώρες περίπου»  (Νέζη Νίκου2010:392)

Ανάβαση στην κορυφή του Βουρινού, 1.866μ.

«Ακολουθούμε την επαρχιακή οδό που συνδέει την Κοζάνη με την Σιάτιστα και το ύψος της τελευταίας, στη θέση Μπάρα (25 χιλ. από την Κοζάνη), όπου και χαρακτηριστική πινακίδα, στρίβουμε αριστερά, Ν., και σε 1 χιλ. ακολουθούμε στενό δασικό δρόμο, που σε μερικά σημεία του έχει τσιμεντοστρωθεί.  Διασχίζουμε την κοιλάδα της Τσερβαίνας και το οροπέδιο Κόκκινα Χώματα.  Στην συνέχεια ο δρόμος διακλαδίζεται και ένα τμήμα του καταλήγει σε 0100ω. πεζοπορία, από το καταφύγιο στην βάση της κορυφής Ντρισινίκος, 1.866μ.  Ακόμη 0200ω. εύκολη, σχετικά ανάβαση για την κορφή με θέα προς το Σινιάτσικο στα Β. και τα Καμβούνια στα Ν.  Το δεύτερο τμήμα του δρόμου, κατεβαίνει σε 0115ω. προς το Μεσιανό Νερό, περνάει απ’ το υδραγωγείο της Τοράδας και συνεχίζει με νέα διάνοιξη προς το νότια διάσελο της κοιλάδας».  (Τσίπηρα Κώστα1993:80-1)

Μεσιανό Νερό

«Το όρος Βούρινος αποτελείται από δύο επιμήκεις παράλληλες κορυφογραμμές οι οποίες προχωρούν με ΝΑ κατεύθυνση στα όρια των νομών Κοζάνης και Γρεβενών και απολήγουν στην τεχνητή λίμνη Πολυφύτου.  Η κύρια κορυφογραμμή περιλαμβάνει την ψηλότερη κορυφή, τον Ντρισινίκο, 1866μ., Παλιομονάστηρο, 1.615μ., και Τσάμια,1621μ ενώ η δεύτερη τις κορυφές Βρύση, 1.425μ., Σαμάρι, 1451μ, Ασπροβούνι,1560μ., Πύργος,1.394μ., και Μεγάλη Πέτρα,1353μ.  Ανάμεσα στις δύο κορυφογραμμές απλώνεται η περίφημη κοιλάδα του Μεσιανού Νερού, η οποία παρουσιάζει το μεγαλύτερο βοτανικό και οικολογικό ενδιαφέρον και προστατεύεται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, καθώς δεν επιτρέπεται η βόσκηση και το κυνήγι.  Ο Βούρινος είναι γνωστός για την ποικιλία των πετρωμάτων και την πλούσια χλωρίδα και πανίδα του.  Η κύρια κορυφογραμμή του βουνού σχηματίστηκε από σερπεντίτη, ένα πέτρωμα που έχει ηφαιστιογενή προέλευση και περιέχει μέταλλα, όμως το χρώμιο, ενώ η χαμηλότερη κορυφογραμμή του συγκροτείται από ασβεστολιθικά πετρώματα.  Η γραμμή διαχωρισμού μεταξύ των δύο πετρωμάτων περνάει μέσα από την κοιλάδα του Μεσιανού Νερού.  Η ποικιλία των πετρωμάτων, σε συνδυασμό με την απαγόρευση της βόσκησης τις τελευταίες δεκαετίες, έχει ως συνέπεια την ανάπτυξη μεγάλης ποικιλίας φυτών.  […] Η περιοχή ανήκει στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000, αλλά εξακολουθεί να απειλείται από τη λαθροθηρία και την παράνομη βόσκηση».  (Σφήκα Γιώργου2006:51)

Το δάσος που λαμπυρίζει

«Στην περιοχή του οικισμού Παλαιόκαστρο, στις πλαγιές τους όρους Βούρινος, ανακαλύφθηκαν πρόσφατα απολιθωμένοι κορμοί δένδρων που  λαμπυρίζουν στο φως.  Ερευνητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, με επικεφαλής τον Ευάγγελο Βελιτζέλο, καθηγητή του τμήματος Γεωλογίας, αναφέρουν ότι πρόκειται για το πρώτο απολιθωμένο δάσος με κρυστάλλους χαλαζία στην Ελλάδα.  Εικάζεται ότι η απολίθωση του πανάρχαιου δάσους μπορεί να προκλήθηκε από ηφαιστειακή δραστηριότητα, καθώς ένα από τα υλικά που συνήθως απελευθερώνονται, ύστερα από μια έκρηξη, είναι ο λιωμένος χαλαζίας, το ένυδρο δηλαδή διοξείδιο του πυριτίου.  Φαίνεται ότι το υγρό και θερμό διάλυμα χαλαζία εισχώρησε στη δασώδη έκταση και, όταν ήρθε σε επαφή με τους κορμούς, αντικατέστησε μόριο προς μόριο την οργανική ύλη του ξύλου με κρυστάλλους χαλαζία, οι οποίοι λαμπυρίζουν στο φως του ήλιου, προσφέροντας ένα μοναδικό θέαμα»   (Νομός Κοζάνης2006:55)

Αλιάκμονας ή Βιστρίτσα ποταμός της Δυτικής και της Κεντρικής Μακεδονίας, στους νομούς Καστοριάς, Κοζάνης, Γρεβενών, Ημαθίας, Πιερίας.  Έχει μήκος 297 χιλ. (1ος της χώρας) και λεκάνη απορροής 9.210 τ. χιλ.  Πηγάζει από το όρος Γράμμος, στον νομό Καστοριάς, στον οποίο ρέει, περνάει κοντά από το Άργος Ορεστικό, μπαίνει στον νομό Κοζάνης, ρέει μεταξύ Βερμίου και Πιερίων, μπαίνει στον ν. Ημαθίας – Πιερίας και εκβάλλει στον Θερμαϊκό κόλπο, στο δέλτα, που έχει σχηματίσει.  Στη ροή του δέχεται τα πλεονάζοντα νερά της λίμνης της Καστοριάς και πλήθος μικρά υδάτινα ρεύματα.

Ο νεολιθικός οικισμός της Κνίδης

«Στην Κνίδη και συγκεκριμένα στην θέση Κρεμαστός διεξήχθησαν οι συστηματικότερες μέχρι σήμερα ανασκαφικές έρευνες στον νομό Γρεβενών, οι οποίες έφεραν στο φως ένα νεολιθικό οικισμό.  Στον μικρό αυτό οικισμό που κατοικήθηκε από τα τέλη της αρχαιότερης νεολιθικής εποχής (6500-5800 π. Χ.), οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1993 έφεραν στο φως λείψανα σπιτιού κατασκευασμένου από κλαδιά και πηλό, καθώς και κινητά ευρήματα (ειδώλια, εργαλεία, αγγεία κλπ.).  Ο Αρχαιολογικός χώρος της Κνίδης, την εποπτεία του οποίου έχει η ΙΕ’ Εφορία προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, είναι περιφραγμένος, στεγασμένος και επισκέψιμος».(Νομός Γρεβενών2006:183)

Το παλαιολιθικό Παλαιόκαστρο

«Ένας χειροπέλεκυς που ανακαλύφθηκε το 1963 στον οικισμό Παλαιόκαστρο μαρτυρά την ύπαρξη πληθυσμών στην περιοχή κατά την αρχαιότερη και μέση παλαιολιθική εποχή.  Το αντικείμενο αυτό θεωρείται, μαζί με τα ευρήματα στο σπήλαιο των Πετραλώνων Χαλκιδικής, το αρχαιότερο στη Μακεδονία, καθώς και το αρχαιότερο επιβεβαιωμένο δημιούργημα του ανθρώπου, που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα στον ελλαδικό χώρο.  Ο χειροπέλεκυς που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βέροιας είναι κατασκευασμένος από πρασινωπό τραχείτη λίθο, έχει μήκος 15,3 εκ. και πλάτος 10 εκ.».

Οι Λαζαρίνες της Αιανής

«Το έθιμο των Λαζαρίνων αναβιώνει την παραμονή και ανήμερα της ανάστασης του Λαζάρου στην Αιανή.  Έλκει την καταγωγή του από τα αρχαιοελληνικά δρώμενα, που σχετίζονται με την αναγέννηση της φύσης.  Οι ανήλικες κοπέλες της Αιανής, οι Λαζαρίνες φορούν παραδοσιακές στολές και γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι ψέλνοντας τα παραδοσιακά κάλαντα του Λαζάρου και προαγγέλλοντας την Ανάσταση του Χριστού, που συμβολίζει την έλευση της άνοιξης.  Οι μεγαλύτερες γυναίκες συγκεντρώνονται στην κεντρική πλατεία της κωμόπολης και ακολουθεί πανηγύρι».  (Κυλίτου Κέλλυ2006:258)

Βοτανικό Μουσείο Σιάτιστας

Το Βοτανικό Μουσείο Σιάτιστας άρχισε να λειτουργεί το 1989.  Αποτελεί επίτευγμα της προσπάθειας των μελών του Ορειβατικού Συλλόγου Σιάτιστας να αναδείξουν την ποικιλία του φυσικού  και ζωϊκού πλούτου του όρους Βούρινος, να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο σε θέματα, που σχετίζονται με το περιβάλλον και να τονίσουν την αναγκαιότητα προστασίας της περιοχής Σιάτιστας από δραστηριότητες, που την υποβαθμίζουν.  Το μουσείο στεγάζεται προσωρινά σε τρεις αίθουσες του Τσίπειου Οικοτροφείου Σιάτιστας, μέχρι να ολοκληρωθούν οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης των ζημιών του Τραμπάντζειου Γυμνασίου, όπου στεγαζόταν έως τον σεισμό του 1995.  Στο μουσείο εκτίθενται 700 πίνακες λουλουδιών και φωτών, αποξηραμένα φυτά, 500 σπάνιες πεταλούδες  κι αρκετά ερπετά, από την κοιλάδα του Μεσσιανού Νερού και της περιοχής του Βούρινου γενικότερα».  (Νομός Κοζάνης Νο 30, σ.258-9)

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

• Νέζη Νίκου 2010:Τα ελληνικά βουνά γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2, Ηπειρωτική Ελλάδα (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη), εκδ. Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας Αναρρίχησης – Κληροδότημα Αθ. Λευκαδίτη
• Οδικός χάρτης2018: Κεντρική Ελλάδα Θεσσαλία – Ήπειρος, κλίμακος 1: 230.000, Topo, εκδ. Anavasi
• Πάσχου Β. Π.1988: Ανεβαίνοντας τον Αλιάκμονα, Σύνδεσμος γραμμάτων και τεχνών Ν. Κοζάνης, εκδ. Ακρίτας
• Σφήκα Γιώργου1980: Τα βουνά της Ελλάδας, πρώτη έκδοση στην Αγγλική 1979, σειρά: Ελληνική φύση, εκδ. Efstathiadis Group
• Τσίπηρα Κώστα1993: Στα ελληνικά βουνά (Β’ μέρος) 50 ακόμα πεζοπορικές και οικολογικές διαδρομές, σειρά: πεζοπορία – ορειβασία, κεφ.: Βούρινος, 1.866μ., σ.50-1, εκδ. Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη
• Τσίπηρα Κώστα1997: Στα ελληνικά βουνά (Γ’ μέρος) 50+1 άγνωστες πεζοπορικές και ορειβατικές διαδρομές, δεύτερη έκδοση, σειρά: πεζοπορία – ορειβασία, κεφ: 14η διαδρομή Μπούρινος (β’ διαδρομή) μία δεύτερη εναλλακτική ανάβαση στο όμορφο βουνό,σ.88-93, εκδ. «Νέα Σύνορα» – Α.Α. Λιβάνη
• Μανιατέα Ηλία, Τεγόπουλου Ιωάννη (Εκδ): Νομός Κοζάνης Μακεδονία, Νο 30, σειρά: Ελλάδα, εκδ. Δομή
• Σταματελάτου Μιχαήλ, Βάμβα Σταματελάτου Φωτεινή2012: «Γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδας», Α’,Β΄,Γ΄, τόμοι, ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, για αυτή την έκδοση Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη

Σχολιάστε