Σε δυο μέρες τρία βουνά και ένα μπάνιο σε ποτάμι..

[Ταξιδιωτικό – βουνίσιο]
Στρίψαμε στον χαρακτηριστικό κόμβο της Λειβαδιάς δεξιά και κατευθυνόμαστε βόρεια, για το χωριό Αγία Παρασκευή (Αγιομαρινιώτικα καλύβια) (1) , που είναι πάνω στη δημοσιά. Φτάνουμε στο χωριό και κάναμε αριστερά μέσα, 3 χιλ. για να προσεγγίσουμε το επόμενο χωριό, Αγία Μαρίνα, που είναι πιο κοντά στο βουνό. Καθώς γυρίζουμε την πορεία μας κατά πάνω στο βουνό, τώρα οι κορφές έχουν πάρει περισσότερο φως. Οι κορφές: Λιάκουρα και Τσάρκος λιαζόνται ήδη, καθώς και οι: Καλόγερος, Σέσι και Νήψι, που στέκονται πάνω απ’ την χαράδρα της Βελίτσας. Αριστερά, βλέπουμε ότι ο Κούκος είναι ακόμη στα σκιερά αλλά η κορφή του έχει πάρει φως. Υπέροχη κορφή για να προσπαθήσει κανείς ν’ ανέβει, σκεφτόμαστε.

Προσέγγιση και ανάβαση στην κορφή Κούκος του Παρνασσού
Απ’ το χωριό Αγία Μαρίνα που μόλις ξυπνούσε, – μια θεια ξεπόρτισε την ώρα που περνούσαμε εκεί στη πλατειούλα – φωνάζουμε από απόσταση «καλημέρα» και παίρνουμε το δρόμο νότια. Περνάμε την εκκλησιά και το νεκροταφείο και βγαίνουμε σε ανοικτό πεδίο. Αφήνουμε στα αριστερά μας το κάστρο, πάνω στον λόφο, 558 μ. απ’ όπου αυτό, στα ριζά του Παρνασσού ελέγχει τα περάσματα και την περιοχή. Το επόμενο είναι βόρεια στη Βελίτσα (Άνω Τιθορέα), με το οποίο επικοινωνεί οπτικά.
Ανηφορίζουμε και σε 4,5 χιλ. φτάνουμε στο μοναστήρι της Παναγίας, που στέκεται επιβλητικά σε «παταράκι» πάνω στη ρεματιά. Ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικά να ελίσσεται, παίρνοντας ύψος μέσα σ’ ένα δύσκολο πεδίο. Διασχίζει δασωμένες πλαγιές με έλατα και καλύπτοντας καμμιά 3-4 ακόμη χιλ. φτάνει και σταματά σε σημείο που μπορεί να γυρίσει όχημα, αφήνοντας στα δεξιά του σωρό κορμών, που τους έχει στοιβάξει χιονοστιβάδα που έφυγε απ’ τον Κούκκο.

Μονή Παναγιάς πάνω απ’ το χ. Αγία Μαρίνα Φθιώτιδος

Απ’ το σημείο αυτό, συνεχίζει μονοπάτι με κίτρινα σημάδια και ανηφορίζει ένα στήθωμα μεσοράχης, μέχρι να βγει μεσόραχα, Ασκί, 1.254 μ., στα δεξιά του μονοπατιού. Το μονοπάτι γυρίζει ΝΑ. και ακολουθεί σημάδια επί της μεσοράχης, όπου ένδειξη για πηγή Τσάρες (νερό). Συνεχίζουμε την πορεία μας, συναντάμε και άλλη ένδειξη για Τσάρες και στη συνέχεια φτάνουμε σε πέτρινη στάνη, στο κούφωμα βράχου. Απ’ εκεί κάνουμε αριστερά, κατεύθυνση ανατολική και διασχίζουμε ένα δασωμένο με χαμηλά έλατα πεδίο, μέχρι να βγούμε πάνω απ’ αυτά, τοποθεσία Πατιλιά. Μπροστά μας ανοίγεται μια λεκάνη, όπου στα δεξιά και τα αριστερά οι κορυφογραμμές τους ενώνονται μέσα στο βάθος, νότια. Η πορεία μας γίνεται κοντά στη ρεματιά, όπου περιλαμβάνει δύο μέρη: το πρώτο η πορεία-ανάβαση γίνεται σε πεδίο με μικρή κλίση, έως το σημείο που οι κορυφογραμμές συγκλίνουν. Στην συνέχεια το πεδίο που ανοίγεται μπροστά μας είναι ένα πέταλο με μεγαλύτερη κλίση. Ανεβαίνοντας το δεύτερο κομμάτι, αυτό του πετάλου, ακολουθούμε κίνηση, ζιγκ-ζαγκ προς τα αριστερά και βγαίνουμε στην κορυφογραμμή, όπου βράχια χαρακτηριστικά, κορφή του Κούκκου, υψ. 2.119 μ.
Η κορυφογραμμή του Κούκκου, αποτελεί το γεωγραφικό όριο-σύνορο των νομών Φθιώτιδας και Βοιωτίας, που ξεκινά απ’ έξω απ’ το χ. Αγία Παρασκευή, που περάσαμε και ανηφορίζει στην Αμπουριά, 842μ., στην συνέχεια στα χαρακτηριστικά βράχια Ακρόβραχο, μετά ανεβαίνει στην εξωτερική κορυφή του Κούκκου 2.119μ., ανώνυμη 2.220 μ., την διπλή ανώνυμη: 2.280μ. και 2.300μ. και τέλος την 2.316μ. Την «extension» κορυφογραμμή μετά την αρχική του Κούκκου προς τα μέσα, ο χάρτης της ΓΥΣ αναφέρει ως Μαύρα Λιθάρια, που ενώνονται με την Μπαϊντανόρραχη. Ανεβαίνοντας το δεύτερο πεδίο, προβάλλουν διαρκώς στα δεξιά μας οι ψηλές κορφές της Βελίτσας και μέσα οι Τρεις Τούμπες (Τσούμπες). Βγαίνοντας αριστερά στο πέταλο της κορυφογραμμής, με κίνηση επί αυτής δεξιά, οδηγούμεθα στην κορφή 2.316 μ. Μαύρα Λιθάρια, που ξεχωρίζει και στέκει απέναντι απ’ τις Τρεις Τσούμπες.

Ανεβαίνοντας τον Κούκο Παρνασσού από την Μονή Παναγιάς

Απ’ το σημείο που τερματίζει ο δρόμος (ψηλότερα απ’ το μοναστήρι της Παναγιάς) μέχρι την πρώτη κορφή του Κούκκου, κάναμε 0430ω. Το χιόνι είναι μαλακό από κάτω και πλάκες παγωμένες από πάνω και πιο πάνω μαλακό. Η επιστροφή απ’ την ίδια διαδρομή σε 0215ω. Παίρνουμε το όχημα και βγαίνουμε στη δημοσιά, καθώς το φως ολοένα και χαμηλώνει. Η μέρα είναι μαγική και το φως της περισσότερο. Προορισμός μας το χωριό Αγόριανη (Λιλαία) Παρνασσίδος, όπου προγραμματίζουμε ανάσα.
Φτάνουμε, περνάμε το χωριό στον πάτο του και σταματάμε για μια πρώτη ανάσα στο Πέρα Κεφαλόβρυσο. Είμαστε στην αγροτική οδό Κάτω Αγόριανη – Μαργιολάτα και δυο βήματα από το μαγαζί της Κατερίνας του Τσάφα και καταλήγουμε εκεί. Τρώμε υπέροχο μαγειρευτό φαΐ απ’ τα χεράκια της Κατερίνας, λέμε τα νέα του χωριού και βρισκόμαστε να στήνουμε αντίσκηνο, για την νύχτα δίπλα στο δρόμο, στο Κεφαλόβρυσο.
Την άλλη μέρα…

Προσέγγιση, ανάβαση στην κόψη της Πλατυβούνας Γκιώνας, άει καλά, άστο για μια άλλη φορά!
Μπορεί να είχαμε προγραμματίσει ξύπνημα στις 0500ω, για να προλάβουμε να κάνουμε την ανάβαση της κόψης στην Πλατυβούνα της Γκιώνας αλλά είναι καλλίτερο το πρωϊνό, ραχάτι με καφεδάκι και όταν επιτέλους σηκωνόμαστε για να φύγουμε, είναι 0700!. Όλοι το ξέρουμε ότι κόψη δεν γίνεται με τέτοια διάθεση, αλλά δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, γι’ αυτό, έστω και καθυστερημένα, φορτωνόμαστε στο αμάξι και κάνουμε κατά κει. Κάτι είναι και αυτό! Περνάμε την Κάτω Παύλιανη, που διαρκώς εξωραΐζεται και κάνουμε κατά μέσα. Στη διασταύρωση για Καλοσκοπή κάνουμε αριστερά και σε λίγο αφήνουμε τη δημοσιά και κάνουμε δεξιά, ένδειξη Αρβανιτόρραχη. Το χιόνι μέσα στα δασωμένα σκιερά του βουνού είναι κάμποσο, μέχρι που φτάνουμε σε χαρακτηριστικό κόμβο. Ένας δρόμος αριστερά φεύγει για τοποθεσία Μνήματα, ευθεία έχουμε μία πορεία για το χ. Στρώμη και δεξιά για Πανουργιά. Ακολουθούμε πορεία δυτική, περνάμε τοποθεσία Αρβανιτόρραχης, όπου μνημείο, ιστός σημαίας και απέναντι σιδερένιος σκελετός από τέντες για τραπέζωμα επισκεπτών, κατά την ημέρα της γιορτής. Απ’ το σημείο αυτό ο δρόμος κατηφορίζει, το δάσος πιο σκιερό, όπως και το χιόνι περισσότερο. Από πάνω μας η Πλατυβούνα, ύψους 2.346 μ. λούζεται ήδη στο φως και δεξιά ο Μπότσικας, 1.948 μ., δεν υστερεί. Καθώς χαζεύουμε την κόψη που θα ανεβούμε, το αμάξι «κολλάει» και προσγειωνόμαστε. Με το σπρώξε μπρος – πίσω, συνειδητοποιούμε ότι δεν έχουμε και πολλή όρεξη και για μία καινούργια ανάβαση, μετά αυτή του Κούκκου και ότι είναι καλλίτερα να κοιτάμε και να απολαμβάνουμε την κόψη από απόσταση, έστω και με την ανασφάλεια ενός «κολλήματος» του αυτοκινήτου. Βαριά η καλογερική, ξεκολλάμε το όχημα, συνερχόμαστε, κολατσίζουμε – γιατί το σπρώξιμο και όχι το σκαρφάλωμα ανοίγει την όρεξη – και αφού αναστενάζουμε με νοσταλγία, ανανεώνουμε το ραντεβού μας με την κόψη της Πλατυβούνας για νωρίς την Άνοιξη και παίρνουμε το δρόμο προς κάπου!

.. Ακόμη ανεβαίνουμε…

Βγήκαμε στη δημοσιά, πάνω απ’ το χωριό Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) και κάνουμε αριστερά για να πέσουμε κατά τον ποταμό Μόρνο. Πριν πέσουμε, στο χαρακτηριστικό διάσελο – λάκες, νάσου και είχε στηθεί κέντρο υπαίθριων δραστηριοτήτων, με mobile scooter, retrack μεταφοράς κόσμου, διαμόρφωση πίστες για παιδιά, τύπου western farm, συνέχεια των εγκαταστάσεων με τα άλογα στην Κάτω Παύλιανη. Το μέρος προσφέρεται, διότι είναι διάσελο, λάκες, γύρω έλατα, πιο πίσω οι εντυπωσιακές κορφές της Γκιώνας, κοντά στην Παύλιανη και Καλοσκοπή και πριν πέσει κανείς κατά τη μεριά του Μόρνου. Ιδιαίτερο μέρος! Αφήνουμε στα αριστερά ένδειξη για χ. Πανουργιά και δεξιά ένδειξη για τα χωριά: Πυρρά, Καστριώτισσα, Μαυρολιθάρι και «βουτάμε» στο κέντρο, όπου ένα πανόραμα ανοίγεται μπροστά μας, τα Βαρδούσια. Ωραίος ο βόρειος Παρνασσός, εντυπωσιακή η Γκιώνα αλλά τα Βαρδούσια είναι από άλλη διάσταση. Καλύπτουν ολόκληρο το «κάδρο» θέασης, δεν μπορείς να ξεφύγεις, χαμηλώνεις τα μάτια και υποκλίνεσαι.

Στην κορφή Κούκος 2.119μ. Παρνασσού

Πέφτουμε στο ποτάμι και ανηφορίζουμε απ’ την άλλη μεριά για τις «Μουσουνίτσες». Το σκεπτικό μας τώρα είναι να περπατήσουμε στη διαδρομή που φεύγει πάνω απ’ το χωριό Κάτω Μουσουνίτσα και ανεβαίνει στο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, εκεί στο καταπληκτικό μπαλκόνι, που είχαμε επισκεφθεί το περασμένο καλοκαίρι, για να ανεβούμε στο Κοκκινιά. Φυσικά δεν το πολύ-πιστεύουμε ότι ο δρόμος θα ανεβαίνει, αλλά σημασία έχει να βάζει κανείς στόχους.
Περνάμε τη διασταύρωση αριστερά για την Κάτω Μουσουνίτσα και λίγο πιο πάνω, αφήνουμε τη δημοσιά που οδηγεί στην Πάνω Μουσουνίτσα (Αθανάσιος Διάκος) και κάνουμε αριστερά, ένδειξη Κονιάκος 11 χιλ. Ακολουθούμε τον χωμάτινο δρόμο, που είναι πολύ όμορφος για περπάτημα ή ρακέτες, εάν έχει χιόνι. Λόγω της σύστασης του εδάφους και της πλευράς, ο δρόμος δεν έχει χιόνι και έτσι βρισκόμαστε καβάλα στο όχημα να βγαίνουμε ψηλά στο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. «Καβάλα πάει στην εκκλησιά καβάλα και να προσκυνήσει». Βγαίνουμε στο χαρακτηριστικό μέρος, με το εξωκλήσι και το πανέμορφο δένδρο, μ’ έναν ήλιο να τα κάνει όλα εξώκοσμα. Οι όρθιες πλαγιές της νότιας κορυφογραμμής, χιονισμένες, ασπρισμένες και μετά το απόλυτο μπλε του ουρανού, δίνουν μια άλλη διάσταση στην οπτική μας παραζάλη. Βρισκόμαστε, χωρίς να περπατήσουμε, ψηλά στις πλαγιές των Βαρδουσίων, αιχμάλωτοι μιας μέρας, «καλοσύνη καιρού», που δεν λέει να τελειώσει.

Στο χ. Κάτω Αγόριανη (Λιλαία) Παρνασσίδος

Κολατσίζουμε ξαπλωμένοι στο χιόνι, μακαρίζοντας την τύχη μας και έχοντας ξεχάσει ότι δεν περπατήσαμε καθόλου σήμερα. Άλλα «θέλαμε», άλλα προέκυψαν. Στη Γκιώνα θα σκαρφαλώναμε την κόψη αλλά μας προέκυψε σπρώξιμο αυτοκινήτου και χωρίς να το καταλάβουμε βρεθήκαμε με αυτοκινητάδα στα ψηλά. Κάτι πρέπει να κάνουμε και εμείς.. Βρισκόμαστε σε υψ.1500μ. και έχουμε μπροστά μας ένα πεδίο, ως «τείχος» της νότιας κορυφογραμμής των Βαρδουσίων. Θέλουμε δεν θέλουμε καμιά 500ριά μέτρα υψομετρική διαφορά, για να βγούμε στη ράχη. Η πλαγιά δείχνει να «απλώνεται» ομαλά. Φορτωνόμαστε τα σακίδια, παίρνουμε σκοινί, γκραμπόν και βάζουμε τα πόδια να ανηφορίσουν. Μπροστά είναι τυφλή από θέα, αλλά ξέρουμε ότι βρισκόμαστε στην ευθεία του Κόρακα. Περνάμε τοποθεσίες (σύμφωνα με τον χάρτη) Πύργος, με το χιόνι να βοηθάει. Κάθε τόσο σταματάμε και κωλοκαθόμαστε σε ξέχιονο βραχάκι και απολαμβάνουμε τη θέα των ψηλωμάτων της.. Γκιώνας. Ψηλότερα δενόμαστε, έγινε πολύ ενδιαφέρουσα η προσπάθειά μας, είναι τότε που βγαίνουμε στο «φρύδι», στο χείλος στης πλαγιάς και βλέπουμε απέναντι τον Κόρακα, 2.495μ. Εμείς τότε προσδιορίζουμε την θέση μας και καταλήγουμε ότι είμαστε στην Ανώνυμη κορφούλα 2.383μ.
Έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί βγήκαμε στη ράχη, είμαστε ψηλά και αντικρύζουμε απέναντι τον Κόρακα, χειμωνιάτικα. Πώς μας ήρθε να βγούμε εδώ; Δεν το είχαμε κουβεντιάσει νωρίτερα. Χρόνια γυροφέρναμε στα Βαρδούσια, να που βρεθήκαμε σε κάτι «άγνωστο», αλλά υπέροχο.. Για τις θέες δεν το συζητάμε, η νότια κορυφογραμμή των Βαρδουσίων είναι «μαγική». Ξεκολλάμε απ’ την Ανώνυμη κορφή και προσεκτικά κατηφορίζουμε – χαμηλώνουμε, προσέχοντας να μην στουκάρουμε.. Βγαίνουμε στον Προφήτη Ηλία, ουφ αλλά στην παραζάλη απ’ τον πολύ χειμωνιάτικο ήλιο και ανασυντασσόμεθα.

Η Πλατυβούνα ή Παληοβούνα Γκιώνας, 2.317μ.

Αφήνουμε το μπαλκόνι του Προφήτη Ηλία και επιστρέφουμε κατά κάτω. Σε διασταύρωση, κάνουμε δεξιά, ακολουθώντας το δρόμο που οδηγεί στο χ. Κονιάκο. Τώρα αρχίζουμε και κάνουμε όνειρα για ζυμωτό ψωμί, αυγουλάκια και πατάτες με ρίγανη, σε κάποιο μαγαζάκι στο χωριό, μόλις έχουμε κολατσίσει!
Η διαδρομή είναι πολύ όμορφη διότι στα δεξιά μας έχουμε τα χιονισμένα ντουβάρια της νότιας των Βαρδουσίων και αριστερά την Γκιώνα με την ορθοπλαγιά του Λαζορρέματος, που να μην ξέρεις πού να πρωτοκοιτάξεις. Περνάμε εικονοστάσι, όπου δεξιά μας παλιά πεζούλια και λεωφορείο αφημένο στο πουθενά. Στη συνέχεια εικονοστάσι, από κάτω ποτίστρα και μπαίνουμε στο χωριό απ’ την οδό Αγίου Γεωργίου. Στο χωριό, εγώ να προσπαθώ να το φωτογραφίσω και ο Γιώργος επιχειρεί να βρει τη θεια με το να φάμε κάτι, αλλά το μόνο που βρίσκει είναι πόρτες κλειστές. Χειμωνιάτικα, μετά από γιορτές, δευτεριάτικα μεσημέρι, μάλλον τρελοί μπορούσαν να φανταστούν ότι θα εύρισκαν μαγαζάκι ανοικτό. Δεν είδαμε και άνθρωπο, οπότε λέμε να κατηφορίσουμε κατά το Λιδορίκι και να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα. Έλα όμως που ο καιρός μας έχει πάρει τα μυαλά. Αφήνουμε το χωριό και βγαίνοντας έξω απ’ αυτό σταματάμε στο εξωκλήσι Κων/νου και Ελένης πιο πολύ για να απολαύσουμε τις πλαγιές της Γκιώνας, ενώ έχουμε χορτάσει αυτές της νότιας κορυφογραμμής των Βαρδουσίων. Χαμηλότερα και κατά τον ποταμό Μόρνο, που κυλάει στα πόδια μας, παλιά πεζούλια με τα κοπάδια προβάτων να βόσκουν (λιάζονται) στο φως της ημέρας.

Στον Προφ. Ηλία Βαρδουσίων, 1.500μ. υψόμετρο, ανάμεσα στα χ. Κάτω Μουσουνίτσα – Κονιάκος

Στο ποτάμι του Μόρνου
Φορτωνόμαστε στο αυτοκίνητο και κατηφορίζουμε στην καινούργια γέφυρα που οδηγεί στην απέναντι πλευρά, abeam χωριού Λευκαδίτη. Στο ποτάμι όμως ξανασταματάμε. Ο Μόρνος που είχαμε συναντηθεί ψηλά στον καταρράκτη, έξω απ’ το χωριό Στρώμη και τα νερά απ’ τις πλαγιές της Οίτης, σχηματίζουν τώρα ένα δέλτα, πριν φτάσουν στη λίμνη. Τα νερά γυαλίζουν στο φως του ήλιου και αυτό το θεϊκό κάλεσμα δεν μπορούμε να το προσπεράσουμε. Μεσημέρι είναι, αφού δεν έχουμε περπατήσει για σήμερα ούτε έχουμε γευτεί τα αυγουλάκια με τις ριγανάτες πατάτες, προτιμάμε να ρίξουμε από μια βουτιά στα χρυσίζοντα νερά του ποταμού, κλέβοντας κάτι απ’ το χρυσάφι τους, πριν αυτά καταλήξουν στη λίμνη. Για να ξεπεράσουμε το sock του νερού, σκεφτόμαστε ότι θα μπορούσαμε να βρεθούμε αυτόματα τούτη τη στιγμή, στο νεροχύτη της κουζίνας μας εάν κάποιος άνοιγε τη βρύση του αθηναϊκού σπιτιού μας, καθώς τούτα τα νερά μεταφέρονται στην πρωτεύουσα.. Τι μπορεί να σκεφθεί το μυαλό του ανθρώπου!

Ο Μόρνος ποταμός..

Παραμένουμε ζωντανοί, φορτωνόμαστε στο αυτοκίνητο και σε άσφαλτο πια, ολότελα μελωμένοι, φτάνουμε στο Λιδορίκι. Μπαίνοντας στην κωμόπολη, διαπιστώνουμε κάποια ασυνήθιστη κίνηση. Το επιβεβαιώνουμε καθώς πιο κάτω είδαμε ανθρώπους με τα καλά τους να οδηγούνται προς κάπου και λίγο πιο κάτω μία τροχονόμο που ρύθμιζε την κίνηση. Προλάβαμε και είδαμε αυτοκίνητα «επίσημα» και τύπους με κοστούμια. «Κάνας επίσημος θα επισκέφθηκε το τόπο» σκεφθήκαμε, οπότε ούτε εδώ είμαστε για να φάμε κάτι, πάμε, δεν τόχει η μέρα μας. Πιάνουμε το δρόμο που φεύγει από το Λιδωρίκι και όσο και να ερωτοτροπούν τα νερά της λίμνης με το ανεπαίσθητο αεράκι, εμείς «βλέπουμε» να μας παρακολουθούν αυτοκίνητα ασφαλείας υψηλών προσώπων πίσω μας. Τρομάζουμε να φτάσουμε στο ύψος του χ. Μαλανδρίνου και των φυλακών, για να ηρεμήσουμε. Μετά ο δρόμος, οι πλαγιές και οι φόρμες τους, τα πηγάδια, οι πέτρινες στάνες (αριστουργήματα), οι ξερολιθιές, τα όρη Λιδορικίου, η θάλασσα, ο Παρνασσός ξανά, παύουν να μας κάνουν εντύπωση. Περνάμε τη Βουνιχώρα (μαρτυρικό χωριό), – το έκαψαν και αυτό οι Γερμανοί, όπως το Δίστομο και τα Καλάβρυτα – καίτοι βρήκαμε φούρνο κανονικό, για το κάτι τι που ήθελε ο Γιώργος αλλά δεν έχουμε όρεξη για να σταματήσουμε. Μετά ακολουθεί ο στενός δρόμος, που ελίσσεται ανάμεσα σε πετρώδες έδαφος, όπου οι πέτρες του τόπου ανακατεύονται με αυτές των αρχαιοτήτων και παράγουν υπέροχα γλυπτά. Μετά το ύψος του χωριού Αγία Ευθυμία ο δρόμος φτιάχνει – μετά το τελευταίο μου πέρασμά μου απ’ τον τόπο – φαρδύς, άνετος μέχρι και διαστημικό διπλό τούνελ έστησαν στο τελείωμά του και στρωτά μπαίνουμε στην Άμφισσα. Τελευταία ευκαιρία μας δίνεται με την Άμφισσα, που είναι όμορφη, η πλατεία πλακοστρωμένη, τα μαγαζάκια ολόγυρα μας προσκαλούν, αλλά εμείς έχουμε βγει εκτός πια. Ίσα να βάλουμε βενζίνη και δρόμο…
Μη τα θέλουμε και όλα δικά μας. Η μέρα μας έχει ανταμείψει πλουσιοπάροχα. Αφήσαμε τις αδυναμίες μας και τις μικρότητες και παίρνουμε τον μακρύ δρόμο της επιστροφής. Μία κορφή, δυο βουνά, σε δυο μέρες και ένα ποταμίσιο μπάνιο, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, μόνο με τέτοιο καιρό τα κάνεις και ο καιρός τούτη τη φορά μας περίμενε!.
Τάκη Ντάσιου Φεβρουάριος 2007

Παραπομπές
(1) Οικισμοί:
Αγία Παρασκευή, υψ. 155μ., οικισμός της Φθιώτιδας, ΝΑ της Λαμίας νομού Φθιώτιδος δήμου Τιθορέας. Στα 1928 είχε 197 κατοίκους, 1940 > 240, 1951 > 268, 1961 > 319, 1971 > 251, 1981 > 232, 1991 > 268, 2001 > 252
Αγία Μαρίνα, υψ. 350, οικισμός της Φθιώτιδας, ΝΑ της Λαμίας νομού Φθιώτιδος δήμου Τιθορέας. Στα 1928 είχε 464 κατοίκους, 1940 > 413, 1951 > 375, 1961 > 416, 1971 > 371, 1981 > 335, 1991 > 351, 2001 > 327
Άνω Τιθορέα (έως 1940 Βελίτσα),υψ.440μ. οικισμός της Λοκρίδος, ΝΑ της Λαμίας νομού Φθιώτιδος δήμου Τιθορέας. Στα 1928 είχε 1.523 κατοίκους, 1940 > 1.575, 1951 > 1.340, 1961 > 1.385, 1971 > 1.153, 1981 > 1.121, 1991 > 1.005, 2001 >901
Λιλαία (έως 1928 Κάτω Αγόριανη), υψ.330μ. οικ. της Παρνασσίδος ΒΑ της Άμφισσας νομού Φωκίδος δήμου Παρνασσού. Στα 1928 είχε 678 κατοίκους, 1940 > 730, 1951 > 664, 1961 > 589, 1971 > 463, 1981 > 496, 1991 > 459, 2001 > 342
Νέα Παύλιανη, υψ.510μ. οικισμός της Φθιώτιδας στις απολήξεις του όρους Οίτη νομού Φθιώτιδος κοινότης Παύλιανης. Στα 1928 είχε (-) κατοίκους…, 1961> 59, 1971 > 67, 1981 > 70, 1991 > 100, 2001 > 136
Πανουργιάς (έως 1928 Δρέμισα, έως 1940 Πανουργιά), υψ.1.060μ. οικισμός της Παρνασσίδας στις πλαγιές του όρους Γκιώνα, ΒΔ της Άμφισσας νομού Φωκίδος δήμου Καλλιέων. Στα 1928 είχε 56 κατοίκους, 1940 > 616, 1951 > 309, 1961 > 164, 1971 > 96, 1981 > 158, 1991 > 164, 2001 > 329
Καλοσκοπή (έως 1928 Κουκουβίστα), υψ.1.040μ. οικισμός της Παρνασσίδας στις πλαγιές του όρους Γκιώνα, Β της Άμφισσας νομού Φωκίδος, δήμου Γραβιάς. Στα 1928 είχε 908 κατοίκους, 1940 > 842, 1951 > 610, 1971 > 182, 1981 > 239, 1991 >334, 2001 > 335
Μουσουνίτσα (έως 1981 Κάτω Μουσουνίτσα), υψ.860μ. οικισμός της Παρνασσίδας στις πλαγιές των Βαρδουσίων ορέων, ΒΔ της Άμφισσας νομού Φωκίδος δήμου Καλλιέων. Στα 1928 είχε 324 κατοίκους, 1940 > 339, 1951 > 252, 161 > 219, 1971 > 117, 1981 > 110, 1991 > 118, 2001 > 195
Κονιάκος (έως 1940 Κουνιάκοι), υψ.850μ. οικισμός της Δωρίδος στις πλαγιές των Βαρδουσίων ορέων, ΒΔ της Άμφισσας νομού Φωκίδος δήμου Λιδορικίου. Στα 1928 είχε (-) κατοίκους, 1940 > 420, 1951 > 225, 1961 > 177, 1971 > 103, 1981 > 144, 1991 > 263, 2001 > 244
Λιδορίκι (έως 1940 Λιδωρίκι), υψ. 560μ. οικισμός της Δωρίδας στις απολήξεις του όρους Γκιώνα, Δ της Άμφισσας νομού Φωκίδος δήμου Λιδορικίου. Στα 1928 είχε 1.537 κατοίκους, 1940 > 1.573, 1951 > 1.185, 1961 > 1.302, 1971 > 1.184, 1981 > 790, 1991 > 985, 2001 > 881
Μαλανδρίνο, υψ. 580μ., οικισμός της Δωρίδας ΝΔ της Άμφισσας νομού Φωκίδας δήμου Λιδορικίου. Στα 1928 είχε 621 κατοίκους, 1940 > 646, 1951 > 602, 1961 > 590, 1971 > 456, 1981 > 343, 1991 > 393, 2001 > 393
Βουνιχώρα (έως 1940 Βουνιχώρα, έως 1981 Βουνίχωρα), υψ. 680μ. οικισμός της Φωκίδας στις πλαγιές των Ορέων του Λιδορικιού, ΝΔ της Άμφισσας, νομού Φωκίδος δήμου Γαλαξιδίου. Στα 1928 είχε 831 κατοίκους, 1940 > 977, 1951 > 736, 1961 > 774, 1971 > 610, 1981 > 651, 1991 > 547, 2001 > 447
Αγία Ευθυμία, υψ.450μ., οικισμός της Φωκίδας, Ν της Άμφισσας, νομού Φωκίδος δήμου Αμφίσσης. Στα 1928 είχε 1.490 κατοίκους, 1940 > 1.528, 1951 > 1.173, 1961 > 1.087, 1971 > 850, 1981 > 670, 1991 > 756, 2201 > 597
Άμφισσα (από τους μεσαιωνικούς χρόνους Σάλωνα), υψ. 180μ. πόλη της Φωκίδας στην Παρνασσίδα στη λεκάνη που σχηματίζεται μεταξύ Γκιώνας και Παρνασσού, στο Β άκρο του εντυπωσιακού ελαιώνα, νομού Φωκίδος δήμου Αμφίσσης. Στα 1928 είχε 5.294 κατοίκους, 1940 > 5.466, 1951 > 5.553, 1961 > 6.076, 1971 > 6.606, 1981 > 7.156, 1991 > 7.189, 2001 > 6.946

Ενδεικτική βιβλιογραφία
• Αδαμακόπουλου Τ., Χατζηβαρσάνη Β., Ματσούκα Π.1986:Τα βουνά της Ρούμελης, σειρά: Οδηγός πεδίου για τα ελληνικά βουνά, εκδ. Πιτσιλός
• Μανιατέα Ηλία, Τεγόπουλου Ιωάννη (Εκδ): Νομός Φθιώτιδας, Νο14, Νομός Φωκίδας Νο 15, σειρά: Ελλάδα, εκδ. Δομή
• Ματσούκα Πηνελόπη (Επιμ)2009: Γκιώνα, Βαρδούσια, Παρνασσός, σειρά: Πράσινος οδηγός, εκδ. Anavasi
• Νέζη Νίκου2010:Τα ελληνικά βουνά γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2 Ηπειρωτική Ελλάδα (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη), εκδ. Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας Αναρρίχησης – Κληροδότημα Αθ. Λαυκαδίτη
• Σταματελάτου Μιχαήλ. Βάμβα – Σταματελάτου Φωτεινή2012: «Γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδας», τόμοι Α’, Β’, Γ΄, ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, για αυτή την έκδοση Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη

Σχολιάστε