Στη Νιάλα Αγράφων, επιστροφή στις ρίζες.

Αφιερώνεται στους Σαρακατσαναίους σκηνίτες

«Ανέβαινα ένα πρωί εκεί δα στη Κοιμωμένη – ξέρεις η Κοιμωμένη είναι από πάνω απ εδώ δα, γυναίκα ξαπλωμένη – να σεργιανίσω τα βουνά τη Νιάλα τη «γραμμένη».  Να πέσω στο Χαντζιάτικο να κάτω στα Καμάρια, να δω τους βλάχους να βοσκούν τα κάτασπρα κοπάδια.  Να ροβολάει ο Γώγολας με τον Καλαμπαλίκη και ο Τσιγαρίδας που κρατάει τη κάπα στο μανίκι..» ( Γιώργος Σούφλας, τραγουδιστής, Ανθηρό Καροπλεσίου).

…Περάσαμε ανάμεσα απ τις «Πόρτες», όπως έκοβε ο χωμάτινος δρόμος, ανάμεσα στις κορφές Νιάλα και Πλάκα, και στρίβοντας μείναμε άλαλοι με την θέα.  Οι κορφές: Πλάκα, Καταρραχιάς, Γραμμένη, Νιάλα, Πέντε Πύργοι, Σβώνη, Κόψη ολόγυρα ασάλευτες μας υποδέχτηκαν  (η άλλη πλευρά της Κοιμωμένης της Νιάλας).

1
«Η Κοιμωμένη της Νιάλας» απ τα Θεσσαλικά Άγραφα, λίμνη Ν. Πλαστήρα (μπρος μέρος)

Ένας χωμάτινος δρόμος εποχιακής βατότητας, διαγράφει μια μεγάλη τραβέρσα στα πλευρά των κορφών Πλάκα, Καταρραχιά, διατρέχοντας όλη την κοιλάδα της Νιάλας, χαμηλώνοντας στους ποιμενικούς συνοικισμούς των Αγράφων,  για να φτάσει στη συνέχεια στο χ. Άγραφα (1).

2
«Η λεκάνη της Νιάλας», απ τα Ευρυτανικά Άγραφα (πίσω μέρος)

Πιάνουμε τον χωματόδρομο και προχωρώντας για λίγο, εντοπίζουμε ότι εμείς θέλουμε να χαμηλώσουμε στη λεκάνη και πρέπει ν αφήσουμε το δρόμο που διέγραφε ένα κύκλο ψηλά.  Βλέπουμε ένα μονοπάτι στα αριστερά μας, αχνό, που κατηφορίζει απότομα, το ακολουθούμε και πέφτουμε στον πρώτο οικισμό του Χαλιά (Πέρα Νιάλα).  Είναι ο πρώτος οικισμός σε υψόμετρο 1.400 μ. στα ριζά του όγκου της εντυπωσιακής κορφής της Νιάλας.

Στον οικ. Χαλιάς (Πέρα Νιάλα).

Τα σπιτάκια (κονάκια)  του ποιμενικού οικισμού είναι καμωμένα από πέτρα, στέγη από σχιστόπλακα («πλακιά»), που δένουν απόλυτα με το περιβάλλον.  Μαγικές εικόνες, απ άλλες εποχές…  Φέτος, λειτουργούν τρία απ αυτά με βοσκούς, που βοηθιούνται απ τις οικογένειές τους.  Προέρχονται από το χωριό Άγραφα, καθώς και τα βοσκοτόπια της Νιάλας ανήκουν στην κοινότητα των Αγράφων.  Δεν είναι σκηνίτες Σαρακατσαναίοι όπως μας το διαχώρισαν.

3
Στο Γωγολαίϊκο, στον ίσκιο της κερασιάς, ( πρώτη στάση)

Ο οικισμός διαθέτει νερό.  Απ τις νερομάνες που ψηλότερα ξεπετάγονται τα νερά, με σωλήνες τα τραβάνε και κάνουν βρύσες με ελεγχόμενη ροή.  Διαθέτουν και περιβολάκια, όπου καλλιεργούν εποχιακά.  Τα ζώα τους βόσκουν στις γύρο πλαγιές, απ όπου ακούγονται διαρκώς τα κουδουνίσματά τους.  Χαμηλότερα, δένδρα, κερασιές, γκορτσιές, έχουν ορθοποδήσει και σκεπάζουν τα χαλάσματα των κάμποσων ερειπωμένων κονακιών.

Απ ένα κονάκι, – μας φώναξαν να κάνουμε κατά κει -, μαθαίνουμε ότι ο ηλικιωμένος βοσκός αρρώστησε.  Η γυναίκα του τα βολεύει μοναχή της τα «πράματα» και μας ρωτά τι να γίνεται ο γέρος τόσες μέρες στης πόλης το νοσοκομείο.

Μας ονομάτισε τις γύρω κορφές, έδειξαν: Kαταρραχιάς –συμφωνήσαμε όλoι – αλλά στην Νιάλα μπλέξαμε.  Μας έδειξε τη ράχη Φλυτζάνι, το γράμμα «Ν», ακούσαμε και τα όνομα Τσάτουρα, πιο δεξιά οι Πέντε Πύργοι και τη λέξη Μπαρτσάκου.  Απ την πλευρά μας προφέραμε: Καλύβια, Πλάκα, όπως τις διαβάζαμε στον χάρτη, αλλά σύντομα εγκαταλείψαμε.  Μας φάνηκε αστείο να μιλάμε για το τόπο τους.  Ανάμεσα στις δουλειές στο κονάκι, η θειά είχε και να απαντά στις απορίες – ερωτήσεις μας.  Η ίδια προθυμοποιήθηκε να μας φιλέψει.  Ήθελε να μας προσφέρει γάλα και τυρί, αλλά σκέφθηκε και μας ρώτησε μπας και δεν θέλουμε από τον φόβο της ραδιενέργειας!

4
Στη Νιάλα (Νεράϊδα) Αγράφων

Στην ίδια ευθεία με τον οικισμό Χαλιά, βρίσκεται ο μεγαλύτερος συνοικισμός της Νιάλας (Νεράϊδα), σε απόσταση μισής ώρας πεζοπορία.  Μόλις κάναμε να φύγουμε απ τον Χαλιά με προορισμό τη Νιάλα, πέφτουμε πάνω σε πατέρα και γιο, που άρμεγαν το κοπάδι σε μαντρί.  .  Κουβεντιάσαμε για τα κοπάδια, για τον καιρό, για τον οικισμό Χαλιά.  Μάθαμε ότι οι τρεις  κτηνοτρόφοι είναι ο Κώστας Μπαμπαλής, 65 ετών, ο Τάκης Κίτσος ο Τάκης Καραλής.  Οι δυο πρώτοι βγαίνουν απ το χωριό Άγραφα και ο τρίτος ανεβαίνει απ το Δαδί (Αμφίκλεια), όλοι τους δημότες δήμου Αγράφων με δικαίωμα να βόσκουν στα βοσκοτόπια της Νιάλας..

5
Στην αυλή του Καλαμπαλικαίϊκου (δεύτερη στάση)

Στη Νιάλα (Μεσαία Νιάλα)  ή Νεράϊδα.

Από ψηλά τα σπιτάκια (κονάκια) της Νιάλας (2) φαίνονται περισσότερα.  Οι σχιστόπλακες γυαλίζουν στον καυτερό μεσημεριανό ήλιο.  Στα γύρω υψώματα ακούγονται κοπάδια και σφυρίγματα τσοπαναραίων.  Φτάνοντας στον συνοικισμό, συναντάμε το πρώτο μαντρί, με ισκιώστρα.  Βηματίζουμε λίγο ακόμα και φτάνουμε στο πρώτο κονάκι..  Ο μπάρμπας και η θεια μας υποδέχονται διστακτικά (μάννα και πατέρας της κυρά Ντίνας Γώγολου –Καλαμπαλίκη)  και λίγο μετά απ τις πρώτες κουβέντες, αφήνει η γυναίκα τα απλώματα και φέρνει το τσίπουρο.  Τα λέμε, βλέπεις οι κουβέντες στα ψηλά είναι θείο δώρο.  Βιαζόμαστε –δεν καταλαβαίνω γιατί– να πάμε και πιο χαμηλά, εκεί που τα σπιτάκια (κονάκια) είναι μαζεμένα.  Χαιρετάμε και κάνουμε κατά κει, ενώ τα σκυλιά γαυγίζουν.  Γύρω, νέα παιδιά μας καλωσορίζουν.  Αφήνουμε τα σακίδια και γυροφέρνουμε στον συνοικισμό.    Ζούμε σ ένα όνειρο.  Γεμίζουμε για αρχή τα παγούρια μας με νερό, πίνουμε και είναι η πρώτη φορά που κοιταζόμαστε αναμεταξύ μας.  Σε λίγο μια κοπελιά, σαν τα κρύα τα νερά όμορφη, μας προσκαλεί να περάσουμε στο κονάκι τους για ένα τσίπουρο.  Αποσβολωμένοι, ευχαριστούμε και σκύβοντας μπαίνουμε στο εσωτερικό του σπιτιού.  Το πάτωμα χωμάτινο αλλά αστραφτερό.  Τα τοίχια φρεσκοβαμμένα, το τζάκι στην άκρη, μπροστά στη χωστιά δυο οντάδες με το μικρό χαμηλό ξύλινο τραπεζάκι.  Ο παππούς στην άκρη του κρεβατιού ακουμπισμένος στη μαγκούρα του και η γυναίκα του κονακιού, με δυο κινήσεις να συμμαζεύει τον χώρο.  Η καπατσοσύνη και η περηφάνια τούτων των ανθρώπων.  Όλα παστρικά, λαμπερά, απλά.  Στο κονάκι –όσο φτωχικό κι αν είναι αυτό –ο στρατοκόπος θα βρει την πόρτα ανοικτή.  Η αξιοσύνη της νοικοκυράς θα κάνει δυο κινήσεις και τα κορίτσια της θα βοηθήσουν.  Ο δίσκος με το τσίπουρο και το δροσερό νερό, που μας προσφέρουν, ανασταίνει το είναι μας.  Εδώ στο κονάκι του Γρηγόρη Καλαμπαλίκη θα πούμε πολλά.  Αρχίζουμε με τον παππού που μας ρωτά «κατά πρώτο, τι δουλειά κάνομεν»..  Στη Νιάλα οι κτηνοτρόφοι είναι Σαρακατσαναίοι σκηνίτες.  Ανεβάζουν τα κοπάδια τους στις μέρες μας με τα φορτηγά στα τέλη Μαΐου και τα κατεβάζουν στα μέσα Σεπτεμβρίου.  Μένει και από κανένας μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, όσο κρατάει ο καιρός. Παλιά εδώ στη Νιάλα είχε πολλά κονάκια και πολλά κοπάδια.  Στις μέρες μας βγαίνουν 8 -10 οικογένειες, Καλαμπαλίκη, Μιχόπουλου, Δημόπουλου, Γώγολου..  Χειμαδιά έχουν στον κάμπο της Κωπαϊδας, Αλίαρτο και Ακραίφνιο Θηβών, όπου διαμένουν τον χειμώνα.  Την άνοιξη ξαναεπιστρέφουν στα βοσκοτόπια των Αγράφων, στη λεκάνη της Νιάλας.  Τα παλιά χρόνια έκαναν τριάντα μέρες πεζοπορώντας με τα κοπάδια τους μέχρι να βγουν εδώ πάνω.  Αργότερα χρησιμοποιούσαν το τραίνο, που μείωσε το χρόνο της στράτας, αλλά και εκεί δεν έλειψαν τα προβλήματα.  Συνήθως δεν τους έπαιρναν γιατί τα κοπάδια ήταν το πρόβλημα.  Κατέβαιναν  στον Σ.Σ. Καϊτσα (Μακρυρράχη) έχοντας κερδίσει ένα μεγάλο κομμάτι της διαδρομής και απ εκεί με τα πόδια τόκοβαν για τη Νιάλα.  Με κατεύθυνση δυτικά, έμπαιναν στα βουνά των Αγράφων, περνώντας διαδοχικά από χωριά και οικισμούς: Σμόκοβο, Λουτρά Σμοκόβου (Λουτροπηγή), Αγία Μαρίνα, Λακρέσι (Βαθύλακκος), Μολόχα, Σπινάσα (Σαραντάπορα), Γιαννουσσαίϊκα, Καροπλέσι, Σάϊκα (Πετράλωνα).  Ακολουθούσαν την ανάβαση κατά μήκος του Άσπρου ποταμού (παραπόταμου του Μέγδοβα) και βγαίναν στη λεκάνη της Νιάλας.  Αυτή η διαδρομή, απ την λίμνη της Ξυνιάδας έως τη Νιάλα διαρκούσε επτά μέρες.

6
Εσωτερικό κονακιού, στο Καλαμπαλικαίϊκο (φώτο Τριαντάφυλλου Αδαμακόπουλου)

Τα χρόνια άλλαξαν, σήμερα στα βοσκοτόπια της Νιάλας βγαίνουν 5.000 ζωντανά.  Είπαμε ακόμα για το ζαβό σκλι (σκυλί), που φέτος στρίβει (πνίγει) αρνιά, είπαμε για το χειμώνα – που είναι πολύ δύσκολος εδώ πάνω – και ξαναγυρίσαμε στα παλιά.  Όλα σ αυτά γυρνάμε, σαν να θέλεις να σταματήσει ο χρόνος και να ριζώσεις εδώ.

Απ ό, τι θυμούνται, τα σπιτάκια (κονάκια) είναι εδώ και δυο αιώνες, απ την εποχή της Τουρκοκρατίας.  Σήμερα ανήκουν σε οικογένειες κτηνοτρόφων.  Παλιά ήταν μέχρι και εκατό οικογένειες στη Νιάλα, σήμερα δεν ξεπερνούν τις δεκαπέντε με 5.000 ζωντανά.

Απ την Καρδίτσα στη Νιάλα με τα πόδια έκαναν δώδεκα ώρες.  Η διαδρομή περνούσε από το Τσαρδάκι, κοντά στη λίμνη Πλαστήρα, το κεφαλοχώρι Καστανιά, Σάϊκα, Καμάρια και Νιάλα.  Οι κτηνοτρόφοι της Νιάλας είχαν για προμήθειες,  τα δυο πλησιέστερα κέντρα, την Καρδίτσα και το Καρπενήσι.  Τότε δρόμοι δεν υπήρχαν.  «Αφάνταστες ταλαιπωρίες καθώς μεταφέραμε με τα φορτιάρικα ζώα τα τρόφιμα.  Κάναμε πέντε μέρες τη διαδρομή με τα ζώα φορτωμένα από 60 -70 οκάδες στο καθένα.  Τα ζώα νηστικά, δεν είχαμε να τα ταΐσουμε και έπεφταν κάτω απ την πείνα.  Εμείς οι κτηνοτρόφοι που παραχειμάζουμε στους κάμπους του Ξηρόμερου και της Κωπαϊδας, ανεβοκατεβαίναμε στα βουνά των Αγράφων.  Οι άλλοι που ήταν «μονοκατοικημένοι» στα Άγραφα, αλλά και σ όλη την Ευρυτανία, ήταν κατακλεισμένοι και δεν έβλεπαν απ την ομίχλη για εννιά μήνες Θεό..  Πριν το 1950 δεν υπήρχε ούτε ασπιρίνη, ποὺ φάρμακο,  και ο κόσμος πέθαινε αφρόντιστος από γιατρούς.  Οι μετακινούμενοι  κτηνοτρόφοι βάδιζαν απ τα Άγραφα για τα χειμαδιά.  Οι γυναίκες μας γεννούσαν στους δρόμους (στη στράτα) και υπήρχαν γυναίκες με δυο παιδιά στον ώμο, που έστηναν σκηνές σαν τους γύφτους, χωρίς να μπορούν να ανάψουν φωτιά, τα ξύλα να είναι βρεγμένα και τα μωρά να κλαίνε..  Για τι δυσκολίες να μιλήσουμε;   Πέρα απ τα δύσκολα, είχαμε και τις χαρές όπως εμείς οι βλάχοι ξέρουμε..  Κάναμε γάμους τα παλιά χρόνια, διαρκούσαν μέρες οχτώ.  Φορούσαμε τσαρούχια με τρίχινες φούντες και φουστανέλες και πηγαίναμε στους γάμους συμπεθέροι με τα άλογα.  Τα συνοικέσια που γινόντουσαν παλιά, ο γαμπρός δεν τη γνώριζε τη νύφη μέχρι την ημέρα του γάμου.  Οι γονείς, θέλοντας και μη, έκλειναν το προξενιό χωρίς να ρωτήσουν του ίδιους.  Αυτά τα έζησαν οι παππούληδες μας και πολλά τα προλάβαμε και εμείς.

7
το Ντασιαίϊκο, (ιδιοκτησία Κώστα Σταμούλη), (τρίτη στάση)

Παλιά υπήρχαν στη Νιάλα και άλλα μεγάλα τσελιγκάτα, ονόματα με μεγάλα κοπάδια προβάτων, όπως των Πατσιαούρα, Μίχα – παραχείμαζε στο Τσατάλι (Διόνυσος) Ορχομενού Λειβαδιάς – Βελέτζα, Αραπογιάννη.  Στις μέρες μας, αυτά τα ονόματα έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στον κάμπο και ασχολούνται με αγροτικές και ποιμενικές εργασίες.  Ακόμη και οι Καλαμπαλίκηδες, που παραχείμαζαν παλιά στην Ακρίτσα Αλμυρού, αργότερα Αλίαρτο, ανέβαιναν στην περιοχή της Νιάλας και είχαν κονάκια στην Παλιόλακκα Αγράφων, που βρίσκεται 40΄ μακριά με τα πόδια απ τη Νιάλα.

Τα παλιά χρόνια στη Νιάλα λειτουργούσε και σχολείο κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, με δασκάλους που πλήρωναν οι τσοπαναραίοι.  Υπήρχε και νεκροταφείο και εκκλησιά, αυτή του Προφήτη Ηλία, που μας την έδειξαν.

Ξανά για τα παλιά, ξανά για τα κοπάδια, τα πλούσια βοσκοτόπια της Νιάλας, για την βοή που κάνει το νερό από κάτω, για τις ευκολίες των δρόμων που ανοίχτηκαν.

Σήμερα οι δρόμοι σαρώνουν τις πλαγιές των βουνών και τα πράγματα έχουν αλλάξει.  Στη Νιάλα φτάνουν δρόμοι εποχιακής βατότητας, όπως και στον συνοικισμό του Χαλιά (Πέρα Νιάλα).  Δρόμος περνά από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία και οδηγεί (κάτω χάραξη) στις πλαγιές της Σβών (Μαραθιά), προσεγγίζοντας τον εγκαταλελειμμένο συνοικισμό της Παλιόλακας και καταλήγει στον οικισμό της Σάϊκας (Πετράλωνα).  Μια άλλη  διαδρομή (οδική)  απ την Νιάλα ανηφορίζει στη ράχη Γραμμένη, υψ. 1817 μ., όπου και η σχετική πλάκα – μνημείο, που θυμίζει τον αδικοχαμό ανθρώπων στα χρόνια του εμφυλίου σπαραγμού.    Κυνηγημένοι από τον τακτικό στρατό,  αντάρτες και άμαχος πληθυσμός στις 12 Απριλίου 1947, έπεσαν σε φοβερή χιονοθύελλα, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους άνθρωποι.  (3)

8
Η παλιότερη γενιά

Απ το σημείο αυτό έχει κανείς μια πανοραμική άποψη της λεκάνης της Νιάλας.

Έφτασε η ώρα, να πούμε τα ονόματά μας.  Τούτη τη φορά το κάναμε καλά.  «Ντάσιος» τους είπα, γιατί το μικρό μου (Παναγιώτης) από ώρα τόξεραν, (όταν είχαμε πρωτοσυστηθεί).    «Απ την Αγόριανη Παρνασσού κατά το ήμισυ και το άλλο μισό απ το Καστρί (Δελφούς).  Και μένα ο παππούς μου είχε πρόβατα»..  Συνέχισα να μιλώ, αφού δεν με διέκοπτε κανείς και απλά με κοίταζαν.  Ο παππούς μου Μήτρος Μπούκαλης, (παλουκομήτρος), 98 ετών, τον έχουμε τώρα μαζί μας στην Αθήνα».  Πρόσεξα τα μάτια των ανθρώπων γύρω και μου φάνηκαν να αστράφτουν.   Το κονάκι «φωτίστηκε» και χαμόγελα ξεπετάχτηκαν.  Με ξαναρώτησαν πως είναι το όνομά μου και ξανά απάντησα: «Παναγιώτης Ντάσιος» το πρόφερα αργά και καθαρά τούτη τη φορά.  Ένα παιδί κοντά στα δώδεκα γελούσε πιότερα χωρίς να μιλά.  Τι γινόταν;  τι δεν έκανα σωστά;

Τον λόγο ανέλαβε ο μπάρμπα Γρηγόρης Καλαμπαλίκης, για να δώσει εξηγήσεις.  Μου λέει «και αυτοί λεγόντουσαν Ντασιαίοι, όπως και όλοι στη Νιάλα και μετά άλλαξαν σε Καλαμπαλίκη, απ τον γνωστό ληστή Θανάση Καλαμπαλίκη»!   Άλαλος!

Ο Γρηγόρης Καλαμπαλίκης συνεχίζει: «τούτος ο μικρός κρατάει το ίδιο όνομα με το δικό σου, στο διπλανό κονάκι ζει οικογένεια Ντασαίοι»!!  Το τι έγινε δεν λέγεται, ούτε μπορώ να το περιγράψω.  «Βρήκε ο ΄γύφτος΄ τη γενιά του»’.

Ο μπάρμπα Γρηγόρης έβαλε φωνή για φαγητό και σιμώσαμε στο τραπεζάκι το στρογγυλό όλη η φαμίλια.  Η πίτα της νοικοκυράς, φτιαγμένη απ τα χέρια της, ήταν το κάτι άλλο..  Τώρα τα πράγματα είχαν μπει σε άλλο δρόμο.  Ήμουν ένας απ τους ανθρώπους γύρω μου, δίπλα μου και αισθανόμουν ήδη σαν μέλος της οικογένειας..

9
Η νεότερη γενιά

Μιλήσαμε για τη ζωή τους στα χειμαδιά και για τα «καλά» τους σπίτια στο κάμπο, νοικοκυραίοι.  Αραδιάσαμε που αλλού είχαμε συναντήσει Ντασαίους, είπαμε και για τον πρόγονό μας, την ληστή Θανάση Καλαμπαλίκη.  Σηκωθήκαμε και πήγαμε στο Ντασαίϊκο κονάκι, με οδηγό τον μικρό, που περήφανα μας οδήγησε μέχρι εκεί.  Ξεσηκώσαμε τους ανθρώπους και ας ήταν μεσημέρι, ώρα για ανάσα.  «Ντάσιος Παναγιώτης του Δημητρίου» και .. «τα ίδια, ολόιδια»!!!  ε, όχι και μέχρι εκεί!.  Μείναμε άλαλοι.  Θέλαμε να πούμε πολλά, αλλά δεν είχαμε λόγια να αρθρώσουμε.  Η γιαγιά η βάβω, η μάννα του στην γωνιά κουνούσε το κεφάλι της, τα μικρά δεν καταλάβαιναν τι γινόταν και εγώ είχα από ώρα δακρύσει.  Μέσα και έξω απ το σπίτι είχε μαζευτεί κόσμος και έμοιαζε σκηνή από γάμο στο σπίτι της νύφης.  Ήπια ακόμη ένα τσίπουρο για το καλό και για τα μαντάτα και το κεφάλι κόντευε να σπάσει.

Μετά από τόσα, τα λόγια ήταν πολύ φτωχά.  Ζούσα μια ασυνήθιστη περιπέτεια.  Τι να πω.. τούτο κι αν ήταν απ τα Άγραφα – ήμασταν ήδη στα Άγραφα – αυτό δεν το περίμενα, όσα και να είχα διαβάσει για τον τόπο.  Δεν μιλούσα, τα αμέτρητα τσίπουρα βοηθούσαν προς αυτή την κατεύθυνση.  Κοίταζα με τα μάτια κλειστά.  Καταμεσής στο κονάκι άκουγα φασαρία, γέλια.  Ο Σαρακατσάνος «αδελφός» έλεγε και ξαναέλεγε «σύμπτωση, σύμπτωση, τόσα υπάρχουν», δεν ήθελε να το πιστέψει.  Εγώ ήμουν κιόλας μακριά, έτρεχα καταμεσής της λάκκας πετώντας.  Το κεφάλι μου «έβγαλε» φτερά, πλανάριζα κιόλας πάνω απ τις ψηλές κορφές..

Βγήκαμε στο προαύλιο.  Μπροστά στο κονάκι στήθηκε όλο το σόϊ των Ντασαίων, καμάρι και η γιαγιά.  Η μάννα με τα μικρά στην αγκαλιά και ο πατέρας σοβαρός.  Φωτογραφίες αναμνηστικές με ουσία, όπως εκείνες των παλαιών. Είχε μια ομορφιά ανείπωτη τούτη η φωτογραφία, καθώς στεκόμαστε στη σειρά και πίσω διαγράφονταν οι ψηλές κορφές της Νιάλας.  Σφίξαμε τα χέρια πολλές φορές, φιληθήκαμε για τελευταία φορά και ανανεώσαμε το επόμενο ραντεβού τον χειμώνα, στην Αλίαρτο.  «Εκεί νάρθετε με την οικογένειά σας κυρ Παναγιώτη, να σας φιλοξενήσουμε, να το γιορτάσουμε καλλίτερα..».

10
Τα Μιχοπουλαίϊκα, στη Νιάλα

..Τα πόδια δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν.  Κάναμε πάνω – κάτω χωρίς στόχο.  Ξέραμε ότι τα ψηλώματα δεν σε απογοητεύουν ποτέ.  Ο δρόμος μέχρι εκεί ήταν μακρύς και αρκετός, για να ταξινομήσει κανείς τις σκέψεις του, αλλά τούτη τη φορά τα πόδια δεν έλεγαν να κάνουν βήμα.  Μία κάναμε μπροστά δυο βήματα κάναμε πίσω.  Στο πίσω βρισκόμουν και μ ένα ακόμη τσιπουράκι για το «καλό της συνάντησης», που συγγενείς απ τα γύρω κονάκια είχαν βγει με τη μπουκάλα στο χέρι, βλέποντάς μας.  Τα πράγματα γινόντουσαν όλο και πιο δύσκολα.  Τούτη η σημερινή ανάβαση στις κορφές των Αγράφων, είχε πολύ κατρακύλισμα, έβλεπα κιόλας τον εαυτό μου στον πάτο του Άσπρου ποταμού.  Είχα φτάσει στα ριζά των ψηλών κορφών, είχα βρει το πραγματικό νόημα των περιπλανήσεών μου στα βουνά, είχα αγγίξει τις ρίζες μου.

Τάκης Ντάσιος, Καλοκαίρι, 1986

Παραπομπές

(1) Χ. Άγραφα, υψ. 840 μ. οικ. του νομού Ευρυτανίας στο δήμο Αγράφων στις ΝΔ. πλαγιές του Κουκουρούντζου.  Απέχει από το Καρπενήσι 64 χιλ.  Στα 1940 είχε 1.000 κατοίκους, 1951 > 618, 1961 > 363, 1971 > 383, 1981 > 251, 1991 > 184, 2001 > 616, 2011> 310

Τα Άγραφα είναι ονομαστό χωριό με πλούσια ιστορία στις πλαγιές του όγκου Κουκουρούντζου.  Είναι η έδρα του Δήμου Αγράφων Ευρυτανίας και περιλαμβάνει τους δορυφόρους συνοικισμούς: Καμάρια, Νιάλα (Νεράϊδα), Χαλιάς, Παλιόλακα (Καλόγερος), Πετράλωνα (Σάϊκα), Παραμερίτα, Γαβρολισιάδα, Χονταίϊκα, Μπλο, Βάρσο, Κορφιάδες, Νερέτζες, Μιάλα, Παποστόλη.  Από τους πιο πάνω συνοικισμούς τα Καμάρια και η Νιάλα κατοικούνται μόνο το καλοκαίρι από κτηνοτρόφους.  Στα Άγραφα, στο κέντρο του χωριού ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκκλησίες του Αγίου Δημητρίου, που είναι ο πολιούχος και ο προστάτης του χωριού, η παμπάλαια πετρόκτιστη με λαξευτή πέτρα εκκλησία του Αγίου Γεωργίου με σπάνιες αχρονολόγητες τοιχογραφίες.

«Εις την καρδιά της Ευρυτανίας, εν μέσω αγρίας χώρας διασχιζομένης από δύσβατα και άκαρπα βουνά και ορμητικούς χειμάρους ευρίσκεται χωμένον εντός μικράς  κοιλάδος το χωρίον των Αγράφων.  Το σήμερον ολιγάνθρωπον τούτο πόλισμα έδρασεν εντούτοις επί τουρκοκρατίας μετά της υπολοίπου Ευρυτανικής περιοχής και πολεμικώς με τους αρματωλούς και κλέφτες του και πνευματικώς με τας εκπαιδευτάς σχολάς του.  Λείψανον δε της παλαιάς δόξης του είναι το αρχοντικόν των Αγράφων το οποίον εξετάσαμε το 1926.  Το μέγα τούτο κτήριον κατοικούμενον σήμερον από την οικογένειαν Θεμ. Χρηστίδη ονομάζεται γενικώς το σπίτι του Δημάρχου, η δε παράδοσις το φέρει κτισμένον κατά την εποχή του Κατσαντώνη, ήτοι περί τα τέλη του 18ου αιώνος.  Εκ των παλαιοτέρων επισκεπτών το αναφέρει μόνον ο Woodhouse» (Ορλάνδου Κ. Αναστασίου1926, σ. 187—195)

Σημείωση: Το αρχοντικό των Αγράφων  δεν υπάρχει αλλά εάν θέλει κανείς να εμβαθύνει στο θέμα, αναζητήστε το  στον  Αναστάσιο Κ. Ορλάνδου Το αρχοντικόν των Αγράφων.

«..ιδιαίτερα πρέπει να σημειωθεί το χωριό Άγραφα, το ωραιότερο στην ηπειρωτική Ελλάδα νοτιότερα από το Μέτσοβο και το Πήλιο, με παλιά σπίτια που εδώ, αντίθετα με το ότι συμβαίνει σε άλλα χωριά, δεν συνωθούνται σφιχτά κολλημένα το ένα με το άλλο για να κρύψουν, θάλεγες, την κακομοιριασμένη και κακότεχνη εμφάνισή τους, αλλά στέκονται ξέχωρα σαν νάχουν συνείδηση της οντότητάς τους  Το χωριό αυτό δεν υπάρχει δυστυχώς πια, από τον Νοέμβρη του 1942»  (Τσιμίκαλη Α.Α. 1946: «Τα Ελληνικά βουνά (γεωγραφικές σημειώσεις) Ηπειροθεσσαλία, η Πίνδος, σ. 87 στο ΤΟ ΒΟΥΝΟ, περιοδικό του Ελληνικού Ορειβατικού Συνδέσμου, Αθήνα)

Σε πρόσφατη αρχαιολογική έρευνα ανακαλύφθηκαν λίθινα εργαλεία στην περιοχή. που αποτελούν τα πρώτα δείγματα ανθρώπινης δραστηριότητας από τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή.

(2) Συνοικισμός της Νιάλας, άρθρο του Σωκράτη Λέκκα: «Οδοιπορικό στα Άγραφα», 15-20 Ιουλίου 1940, πρωτό-δημοσιευμένο σε συνέχειες στο περιοδικό ΒΟΥΝΑ τεύχος 2 (140) Αύγουστος 1982.

Σάββατο, … από τα Καμάρια (συνοικισμός της κοινότητας Αγράφων)  ανεβήκαμε μία κορφούλα ύψ. 2.060 μ. και για να κατέβουμε στη Νιάλα (κονάκια), κάναμε 0320ω. ως τον Προφήτη Ηλία, ύψ. 1.550 μ. την εκκλησία 0010ω. έξω απ την Νιάλα, όπου και το νεκροταφείο.  Φτάσαμε στις 2115΄ νύχτα.  Τη μέρα εκείνη είχαν πανηγύρι στη Νιάλα και ακούονταν από αλάργα ο «αχός» απ το πανηγύρι τα νταούλια και τα τραγούδια, είχαν πάει αντιπροσωπείες και απ τα γύρω κονάκια και γλεντοκοπούσαν απ το πρωϊ.  Στρωθήκαμε στη φυσική πλατεία πούναι μπρος απ την εκκλησία το «παλιοκόπρι» είναι άφθονο.

Κυριακή, κατά τα χαράματα ξυπνήσαμε τρομαγμένοι από άγρια ομαδικά γαυγίσματα.  Μέσα στο μισοσκόταδο της χαραυγής μας είχαν περιτριγυρίσει κάμποσα μαντρόσκυλα και γαύγιζαν, αγριεμένα αλλά σε κάποια απόσταση.  Σαν ξημέρωσε καλά, ξυπνήσαμε και αντικρίσαμε δυο παιδάκια που στεκόντουσαν παρέκει.  Μας έβλεπαν και έκλαιγαν.  Πήγαιναν στην εκκλησία, μας είδαν έτσι αραδιασμένους και κουκουλωμένους μέσα στους «ντροβάδες»  (σημερινούς υπνόσακους)  φοβήθηκαν.  Ψήσαμε άφθονο καφέ και σε λίγο μας περιτριγύρισαν διάφοροι κτηνοτρόφοι με τον δάσκαλο της Νιάλας, που ξεπροβόδιζαν την τσέλιγκα και την αντιπροσωπεία απ τα Καμάρια.  Πολύ περιποιητικοί και ομιλητικοί δεν δέχονταν τσιγάρα γιατί «δεν θα βρίσκαμε εμείς παραπέρα», ενώ αυτοί έστριβαν το «λαθραίοι» στην εφημερίδα.  Λαθραίο «πίνει» όλος ο κόσμος πάνω στα βουνά, ανεξαιρέτως όλοι.  Κατά τις δέκα πήγαμε στη Νιάλα – όχι τόσο περιποιημένα κονάκια όπως στα Καμάρια – κονάκια πολυπληθέστερα.

Το όνομα Νιάλα –είναι δυο Νιάλες σε απόσταση μισής ώρας περίπου η άλλη –έγινε από ένα κεφαλαίο «Ν» που φαίνεται γραμμένο – «από Θεού» -πάνω στην υπερκείμενη ομώνυμη κορφή.  Πραγματικά ορισμένοι άσπροι βράχοι είναι έτσι τοποθετημένοι από τη φύση κάτω απ την κορφή ακριβώς, ώστε πολύ καθαρά βλέπεις να σχηματίζουν ένα κεφαλαίο καλλιγραφικό «Ν», αληθινά περίεργο, λες και κάποιο υπερφυσικό χέρι έγραψε το «Ν» αυτό.  Και απ αυτό το «Ν» ονομάστηκε και η κορφή και τα κονάκια Νιάλα.

Εδώ χρειάζεσαι φρουρά για να πλησιάσεις στα κονάκια.  Τα σκυλιά είναι πολλά – καμιά 80ριά και άγρια.  Βγήκαν να μας προϋπαντήσουν και χρειάστηκε να συνταχθούμε πίσω από τον δάσκαλο για να μπούμε στα κονάκια, με βοήθεια απ τις γυναίκες των κονακιών που φώναζαν τα μαντρόσκυλα, ενώ οι άνδρες κοιμόντουσαν όλοι απ το ολοήμερο και ολονύχτιο γλέντι με σφαχτά και κρασί απ τη Καστανιά.

Στη Νιάλα είναι τα κονάκια των Αραπογιανναίων.  Αυτό το παρατσούκλι  τους το κόλλησαν γιατί αληθινά όλοι τους είναι κατάμαυροι σαν γύφτοι.  Άλλο είναι τα όνομά τους μα επικράτησε το παρατσούκλι και είναι γνωστοί σαν «Αραπογιανναίοι».  Η θεια του δάσκαλου – νύφη από τα Καμάρια, Τσιγαριδοπούλα –μας πρόσφερε κορφή, μπομπότα ζεστή, που την έψησε επί τόπου στη «γάστρα» και τυρί φρέσκο.  Γνωρίσαμε τη «γιαγιά» του τσελιγκάτου, που ανήκει η νύφη απ τα Καμάρια.  Η «Μανία» («Βάβω») έχει έξι γιους, εφτά νύφες – ο έβδομος νυν απέθανε – και 32 εγγόνια.  Με την ίδια συνοδεία και μέτρα φρούρησης φύγαμε στις μιάμιση μεσημέρι απ τη Νιάλα για να πλυθούμε στη πηγή πούταν 0010ω. παρέκει, υψ. 1.545 μ.»

11
Το Μνημείο στη «Γραμμένη» ράχη.

(3) «Η Νιάλα δεν είναι Νιάλα, αλλά νίλα..»

«Η ονομασία Νιάλα δεν είναι Νιάλα αλλά «νίλα» από τη ζημιά που έπαθαν αντάρτες και στρατιώτες πάνω στην παγωμένη ράχη».  (Παναγιώτη Καλαμπαλίκη, Αλίαρτος –Παλιόλακα Αγράφων).

«.. Ο στρατός πέρασαν, έφυγαν – γίνονταν μάχη αυτή τη μέρα.   Η Νιάλα, τοποθεσία πιο πάνω απ τα Άγραφα.  Αυτό εγώ το θυμάμαι, ήταν 20 του Απρίλη 1947, ξημερώνοντας Πάσχα.  Άρχισε συνέχεια βροχή και τη γύρισε σε χιόνι.  Πάγωσαν στρατός και αντάρτες.  Πάγωναν τα μηλίγγια.  Σταματούσαν κι έπεφταν σα νάταν ζαλισμένοι.  […] Πάγωσαν εκατόν εβδομήντα  αντάρτες παγωμένοι και τριακόσιοι πενήντα στρατιώτες.  Πάγωσαν κι αυτοί.  Όποιος ξεγλιστρούσε –μισοπαγωμένος –έγερνε προς τα κάτω, στην πλαγιά και πέρασε στο απυρόβλητο.  Σταμάτησε λίγο ο αέρας.  Εκεί ήταν σκηνές του στρατού και μπήκαν μέσα οι αντάρτες χωρίς να ξέρουν ότι ήταν στρατιώτες.  Και βρήκαν και στρατιώτες μισοπαγωμένους κι εκεί κάθισαν κι οι δικοί μας – ζεστάθηκαν με τις αναπνοές..  […] Το πρωί πάει στρατός και τους έβγαλε έξω.  Τους πήγαν όλους στη Λαμία όλους.  Το τι τράβηξαν ώσπου να τους κατεβάσουν απ τα αυτοκίνητα. … τα πόδια ήταν πρησμένα απ τα κρυοπαγήματα.  Τους ξεχώρισαν.  Όποιοι ήταν για φυλακή τους δίκασαν αμέσως.  Αυτούς τους έβαλαν ισόβια δεσμά.  Και τους άλλους τους εκτέλεσαν»   («Κατσίνου Σοφίας μαρτυρία» στο βιβλίο της Παπαγιάννη Βασιλικής2006: Κραυγές της μνήμης, κατοχή, αντίσταση, εμφύλιος, σειρά Μαρτυρίες -2, εκδ. Σόκολη, Αθήνα).

«..σταματήσαμε στις Πέντε Αλαταριές (το μέρος που έβαζαν οι τσοπάνηδες αλάτι σε πέτρες – πλάκες για να τρώνε  τα πρόβατα το αλάτι), όπου τον Απρίλιο του 1947, στρατιώτες και αντάρτες παγωμένοι απ το ανοιξιάτικο χιόνι κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι μέσα στα ίδια αντίσκηνα.  Έτσι η πολυπόθητη συμφιλίωση, που δεν μπορούσαν να επιτύχουν οι ηγεσίες των δύο αντιμαχομένων μερίδων, την πέτυχε, έστω και για ένα βράδυ, το ανοιξιάτικο χιόνι» (Αγραφιώτη Γεωργίου1995:78).

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  • Νέζη Νίκου1979: Τα Ελληνικά βουνά, ορεογραφία, οδηγός, Αθήνα
  • Παμπέρη Λάζαρου1982: «Στην παγωμένη αγκαλιά της Νιάλας» στο περιοδικό ΚΟΡΦΕΣ, τεύχος 38
  • Αγραφιώτη Ν. Γεωργίου1991: Διόνυσος Βοιωτίας (Τσαμάλι –Πολυγύρα) “ …μια ιστορία της Διοικητικής και Δικαστικής κακοδαιμονίας της χώρας μας…”, Aθήνα
  • Πουλιανού Ν. Άρη1993:Σαρακατσάνοι ο αρχαιότερος λαός της Ευρώπης (η απωθημένη «ράτσα» ή η σπίθα του Ελληνισμού), συμβολή στην Ανθρωπολογία των Λαών της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, σειρά: Aνθρωπολογικής Εταιρείας Ελλάδος, Άρ. 6, Αθήνα
  • Τσίπηρα Κώστα1993: Στα Ελληνικά βουνά, (Β΄ μέρος) 50 ακόμα πεζοπορικές και οικολογικές διαδρομές, σειρά: Πεζοπορία – ορειβασία, εκδ. Νέα Σύνορα, Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα
  • Αγραφιώτη Ν. Γεωργίου1994: Οι Σαρακατσιαναίοι των Αγράφων, Αθήνα
  • Ντάσιου Τάκη1999: Στ Άγραφα, εκδ. Μίλητος, Αθήνα
  • Γκιόλια Σ. Μάρκου2004: Παραδοσιακό δίκαιο και οικονομία του τσελιγκάτου, εκδ. Πορεία, Αθήνα
  • Περιηγητικός και πεζοπορικός χάρτης 2004:  Πίνδος, Άγραφα κλίμακας 1: 50.000, σειρά Topo 50 Central Greece, εκδ. ΑΝΑΒΑΣΗ
  • Ευρυτανία2005: Άγραφα, οδηγός για τον επισκέπτη του Δήμου Αγράφων, οδοιπορικό στα βουνά του Κατσαντώνη, στον ποταμό Αγραφιώτη και στα χωριά του Δήμου Αγράφων (Άγραφα, Μάραθος, Μοναστηράκι, Επινιανά, Τρίδενδρο, Τροβάτο, Μεγάλα Βραγγιανά)
  • Αγραφιώτη Ν. Γεωργίου2005: Σαρακατσιαναίοι κλεφταρματολοί και το δημοτικό τραγούδι, δεύτερη έκδοση, Αθήνα, ενημερωτική έκδοση του Δήμου Αγράφων
  • Καλοδήμου Γ. Θωμά2006: Σαρακατσαναίοι – οι αρχαιότεροι Ινδοευρωπαίοι νομάδες, Λαμία
  • Παπαγιάννη Βασιλική2006: Κραυγές της μνήμης, κατοχή, αντίσταση, εμφύλιος, σειρά Μαρτυρίες – 2, εκδ. Σόκολη, Αθήνα
  • Αγραφιώτη Ν. Γεωργίου2008: Οι νομάδες Σαρακατσιαναίοι, Αθήνα
  • Ντάσιου Τάκη2011: Η στράτα των νομάδων Σαρακατσαναίων Αγραφιωτών και το πολιτισμικό ίχνος της, Αλίαρτος Βοιωτίας – Νιάλα Αγράφων (Διδακτορική διατριβή ανέκδοτη),
  • Σταματελάτου Μιχαήλ, Βάμβα Σταματελάτου Φωτεινή2012:Ελληνική γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια, τ. 1,, εκδ. Τεγόπουλος Μανιατέας
  • Ορλάνδου Κ. Αναστασίου: Παλαιόν Αρχοντικόν των Αγράφων

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Στη Νιάλα Αγράφων, επιστροφή στις ρίζες.

Σχολιάστε