Μπαρμπάς ή Χιονίστρα,1.613μ. στο νομό Αχαΐας

«Ορεινός όγκος στο βόρειο τμήμα του ν. Αχαΐας και στην ΝΑ προέκταση του ορεινού συγκροτήματος του Παναχαϊκού, από το οποίο χωρίζεται με τον αυχένα/διάβαση (1.160μ) της Ρακίτας.  Η ονομασία Μπαρμπάς αν και πρωτοαναφέρεται σε χάρτη του 1891 είναι άγνωστη στους ντόπιους, που αναφέρουν το βουνό Χιονίστρα, ονομασία που αναφέρεται σε χάρτες της Χ.Υ.Σ. – Γ.Υ.Σ. από τις δεκαετίες 1920 και 1930.  Στα ανατολικά ο ποταμός Σελινούς τον χωρίζει από τον ορεινό όγκο του Κλωκού.  Στα νότια το βαθύπεδο (1.120μ.) της Ρακίτας χωρίζει το Παναχαϊκό και το Μπαρμπάς από τον ορεινό όγκο της Μπουχουμέρας (Μπουκουμέρας).  Τα πετρώματά του είναι ασβεστόλιθοι.  Ο Μπαρμπάς με το φαράγγι του Σελινούντα έχουν ενταχθεί στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 (2320005 & 2320010) και έχουν χαρακτηριστεί ως σημαντική περιοχή για τα πουλιά (094).  Η ψηλότερη κορυφή Μπαρμπάς ή Χιονίστρα, ύψους 1.613μ.  Άλλες ψηλές κορυφές: Μαγγανός(Μάγκανο),1.397μ. και Προφήτης Ηλίας,1.480μ.  Ανάβαση στην κορυφή μπορεί να γίνει από τον καλοκαιρινό οικισμό Ρακίτα (1.140μ.) ή από τον αρχαιολογικό χώρο της Ρακίτας (1.200μ.) σε 0230ω.»  (Νέζη Νίκου2010:τ.2,σ.69)

Ο οικ. Παλαιά Κουνινά, στα τοιχώματα του Σελινούντα ποταμού. Από την απέναντι μεριά του Κλωκού (μονοπάτι Μονή Ταξιαρχών – Άνω Μουρίκι)

Είμαι στην Εθνική Κορίνθου – Πατρών και πριν το Αίγιο να θυμηθώ να κάνω αριστερά επάνω.  Βάζω σημάδι τον ποταμό Σελινούντα.    Τον περνάω και μελετώντας τον χάρτη βρίσκομαι νάχω αφήσει την Εθνική και να κινούμαι σε μια δευτερεύουσα δημοσιά, σε ημιορεινό κιόλας πεδίο ανάμεσα σε δυο ρέματα Μεγανείτας και Μιλιάγκου, με σκοπό να φτάσω στον οικισμό Δάφνες (Κακοχώρι) (1), υψ.450μ.  Το πεδίο είναι όμορφο και δεξιά – αριστερά του δρόμου μου συναντώ ποιμενικές εστίες.  Συνεχίζω σε ασφάλτινο δρόμο και φτάνω στον επόμενο οικισμό, Παρασκευή, υψ. 630μ.  Απ’ εδώ ψηλώνω νότια έως τοποθεσία Κερασιά όπου ο δρόμος διχαλώνει.  Αριστερά οδηγεί στον οικισμό Παλιά Κουνινά και την Μονή Πεπελενίτσας (2), πάνω από τον Σελινούντα (3) ποταμό, ακριβώς απέναντί από τη μονή Ταξιαρχών του Κλωκού.   Δεν κάνω κατά κει και συνεχίζω νότια στις πλαγιές του Μπαρμπά.

Η Παλαιά Μονή Πεπελενίτσης, πάνω από τον Σελινούντα ποταμό, από την απέναντι μεριά του Κλωκού (Μονή Ταξιαρχών – ΄Ανω Μουρίκι)

Συνεχίζω και τραβερσάρω το τείχος του Μπαρμπά, σε υψόμετρο 1.100μ. έχοντας από πάνω μου την ψηλότερη κορφή του.  Περνώ Παλιοχώρι, ποιμενικές εστίες, ειδυλλιακά σκηνικά, διάσελα, όπου σταματώ για ρεμβασμό και ανάσα.  Για το βουνό, έχω σημειώσει ό,τι  θα ανέβω απ’ την άλλη μεριά, εάν υπάρχει!  Περνώ Άνω Μαζαράκι και επειδή κάπως την έχω δει, αποφασίζω και οδηγούμαι για το χ. Λαπαναγοί.  Πολύ όμορφος τόπος με λιγοστούς κατοίκους, στέκομαι και απολαμβάνω την ηρεμία του τόπου κι’ ας περνάει η ώρα.  Αυτή πάντα θα περνάει, ενώ αυτό που βλέπουν και απολαμβάνουν οι αισθήσεις μου δεν το βρίσκεις εύκολα.  Έχω κάνει τόσο δρόμο για να βρεθώ εδώ, ας το χαρώ.  Κάθομαι σ’ ένα καραουλάκι και παρακολουθώ το σκηνικό που διαδραματίζεται, τις οικίες, τα απλωμένα ρούχα, όποια ανθρώπινη κίνηση δείγμα ζωής…

Απέναντι μου, στο δένδρο, παρατηρώ στα κλαδιά του κρεμασμένα ομπρέλα και δισάκι, τα βασικά εφόδια του βοσκού, ενώ παραδίπλα διαβάζω ένδειξη για Καλάβρυτα.  Σκέφτομαι ότι μέσα απ’ εδώ – χαμένος στο πουθενά –  βγαίνει δρόμος, που συνδέεται με τη δημοσιά της Χαλανδρίτσας και οδηγεί στην επαρχία Καλαβρύτων.  Άλλος κόσμος…

Ο όγκος Μπαρμπάς (Χιονίστρας) 1.613μ.

Απ’  το χωριό κατηφορίζει μονοπάτι στον Σελινούντα ποταμό, όπου επικοινωνεί με το μοναστήρι της Μακελλαριάς μέσω του δάσους Φλάμπουρα – Κάνισκα.  Περνώντας τον ποταμό συναντάμε νερόμυλους και την μονή Μακελαριάς (4), ξεχωριστός τόπος!

Σταματώ να ρεμβάζω, ξεκολλάω και κάνω βόρεια βγαίνοντας το διάσελο του Αγίου Γεωργίου, περνάω ποιμενικές εστίες και κάτω από τον όγκο Μπουχουμέρα, πέφτω στον ιστορικό οικισμό Λεόντι, υψ.760μ. στις πλαγιές της Ζουμπάτα (5).  Στη συνέχεια, πιάνω το δρόμο που ανηφορίζει σε στενή λεκάνη διερχόμενος απ’ το Κεφαλόβρυσο (απέναντι Θωμαίϊκα και διαβάζω πηγές Σελινούντα), διέρχομαι από Κουναβαίϊκα και βγαίνω στον οικ. Γουλέμι.  Ούφ!  Απ’  εδώ βγαίνω στο οροπέδιο της Ρακίτας,1.130μ.  Το οροπέδιό της (μέσο υψόμετρο 1.000 μ.) περικλείεται στα ΒΔ από τη ράχη Παπαρίτσας,1.450μ., ΒΑ από τον όγκο Μπαρμπά,1.613μ. και Ν. από τη Ζουμπάτα,1.342μ. και Μπουχουμέρα,1.350μ.  Για τη Ρακίτα (6) αναφέρεται: «ότι εδώ βρίσκονταν οι Κορίνθιοι κατά τη μάχη του Άϊ Γιάννη Τσετσεβών στις 17 Ιουλίου 1827 εναντίον των στρατευμάτων του Ιμπραήμ.  Επίσης η Ρακίτα υπήρξε καταφύγιο ανταρτών στα χρόνια 1941-44 και στην περιοχή αυτή έκαναν ρίψεις (εφόδια και λίρες) οι σύμμαχοι»  (Τσίπηρα Κώστα1997:265)

Στον δρόμο, πίσω η κορφή Μπαρμπάς

Από το κέντρο της, ρωτώντας εδώ και εκεί, μου έδειξαν το μονοπάτι που φεύγει και οδηγεί στην ψηλότερη κορυφή του όγκου Μπαρμπάς.  Πιάνω το μονοπάτι που κινείται σε αραιή βλάστηση, χωρίς αποτομιές το πεδίο (προερχόμενο από παλιά πυρκαγιά) αρχικά ανατολικά και μετά γυρίζω βόρεια, 1.300μ.  Στη συνέχεια προσεγγίζω ποτίστρα, όπου και ανεπάντεχη συνάντηση με αλεπουδίτσα, περιοχή Κοροϊδόνα και μετά ανεβαίνω στην κορφή, έχοντας πεζοπορήσει 0230ω.  Τώρα το απολαμβάνω κοιτάζοντας γύρω τις κορφές, που ξεχωρίζουν. Απλώνω το χέρι και «φτάνω» τις χιονούρες του Παναχαϊκού και απ’ την άλλη την κορυφή του Κλωκού.  Όταν είσαι μέσα σε βουνά έχεις μια διαφορετική αίσθηση του χώρου.  Όταν σταματώ τις ονομασίες και συγκρίσεις γυρίζω κατά τον Ερύμανθο, κλείνω τα μάτια και υποκλίνομαι!  Τελικά είναι ωραία τα βουνά, όταν τα πλησιάσεις.  Έχουν να σου πουν τόσα και τόσα..

Με το κοπάδι στη λάκκα..

Παίρνω τον εαυτό μου και κατηφορίζω αποσβολωμένος απ’ την ομορφιά της φύσης,  αργοπερπατώντας προσπαθώντας να μακρύνω το χρόνο.  Πέφτω στη Ρακίτα και ρωτώντας ανθρώπους για το δρόμο που θέλω να ακολουθήσω, ακούω.  «Περνάει» μου λένε αφού ρίχνουν μια ματιά στο όχημα, «πρόσεχε τα νεροφαγώματα και θα σε βγάλει στην Παρασκευή».  Ευχαριστώ του ανθρώπους και πιάνοντας τον χωμάτινο δρόμο, περνάω την Άνω Φράγκα, Λόπεσι, βγαίνω στο διχάλα, τοποθεσία Κερασιά.  Απ’ εκεί πέφτω ξανά στον οικ. Παρασκευή και συνδέομαι με άσφαλτο.  Κατηφορίζω, με τη φόρα που έχω πάρει περνάω τον οικ. Δάφνες και σταματώ στον Άγιο Ηλία και στην ποτίστρα του φρεσκάρομαι.  Ευκαιρία να τσιμπήσω και κάτι, έχω και τα κουλουράκια της Βάνας!  Ευδαιμονία.. Έχω χορτάσει, ανανεώνω το νερό στα παγούρια μου με δροσερό νεράκι και  είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω νυχτιάτικα την Εθνική Πατρών – Κορίνθου!

Τάκης Ντάσιος, Άνοιξη 2007

Παραπομπές

(1) Οικισμοί:

Δάφνες,οι-αι (έως το 1928 Κακοχώρι), υψ.450μ, δήμου Αιγίου νομού Αχαϊας.  Στα 1928 είχε 484 κατοίκους, 1940 > 686, 1951 > 599, 1961 > 736, 1971 > 481,1981 > 386, 1991 > 391, 2001 >368.

Παρασκευή η, υψ. 630μ. στις πλαγιές του Μπαρμπάς (Χιονίστρας) δήμου Αιγίου νομού Αχαϊας.  Στα 1928 είχε 417 κατοίκους, 1940 > 471,1951 > 342, 1961 > 371, 1971 > 317, 1981 > 282, 1991 > 309, 2001 >230.

Κουνινά η, (έως 1928 και Κοινενά), υψ.560μ. στις πλαγιές του Μπαρμπάς δήμου Αιγίου νομού Αχαΐας.  Στα 1928 είχε 974 κατοίκους, 1940 > 611, 1951 > 797, 1961 > 714, 1971 > 608, 1981 > 563, 1991 > 523, 2001 > 481

Παλαιά Κουνινά,  

«Η Κουνινά είναι από τα πιο παλιά χωριά της περιοχής (υψ. 560μ.). Αναφέρεται ως κατοικημένος τόπος από το 1692 όταν και έγινε η Ενετική Απογραφή. Άλλοι οικισμοί που αποτελούν το τοπικό διαμέρισμα της Κουνινάς είναι το Πετροβούνι (υψ. 490μ.), η Αγία Άννα (υψ. 580μ.), Πελεκίστρα (υψ. 600μ.) και η μονή Πεπελενίτσης (υψ. 500μ.).  Την εποχή εκείνη δόθηκε η σημερινή ονομασία στην περιοχή από το σλαβικό Kyhdi hafiu το οποίο στα ελληνικά μεταφράζεται «Κούνια-νάνι». Η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το σαθρό και επικίνδυνο έδαφος της περιοχής, το οποίο ανάγκασε τους κατοίκους να μετακινηθούν δύο φορές: μία μετά το σεισμό της 14ης Μαΐου 1748 και άλλη μία μετά τους διαδοχικούς σεισμούς του 1953 και του 1962. Η σχετική απόφαση για μεταφορά του χωριού Κουνινά είχε παρθεί αμέσως μετά τον πόλεμο (υπουργική απόφαση 108723/28.5.1947) αλλά η εφαρμογή της αναβαλλόταν διαρκώς λόγω των πολλών χρημάτων, που έπρεπε να δοθούν για απαλλοτριώσεις και αποζημιώσεις των κατοίκων. Η αρχική θέση του χωριού ήταν ανάμεσα στο Λάκωμα, την Καρίτσα και το εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής ενώ η κατοπινή (και σημερινή) θέση ονομαζόταν από τους παλιούς «Βαρελά».  Στην Επανάσταση του 1821 η Κουνινά θα είναι ένα από τα «νοσοκομεία»-καταφύγια των επαναστατημένων Ελλήνων της περιοχής μαζί με τη Φτέρη και τη Μονή Πεπελενίτσας. Κάτοικοι του χωριού θα απαρτίσουν ξεχωριστό σώμα, που θα πάρει μέρος στη μάχη στα Σελά κατά την πολιορκία της Πάτρας (1822), αλλά ο εμφύλιος μεσούσης της Επανάστασης (1824) θα χωρίσει το χωριό στα δύο.  Μέχρι την Επανάσταση η Κουνινά θα ζει αποκλειστικά από την κτηνοτροφία, καθώς οι κάτοικοι, από τον φόβο των τουρκικών αποσπασμάτων, παραμελούσαν τις αγροτικές τους εργασίες και κρύβονταν στα δάση και τις σπηλιές, όποτε αυτά έρχονταν στην περιοχή». (Παπαγεωργίου Γ. Θεοδώρου1975: Η ιστορία της Κουνινάς)

Άνω Μαζαράκι, υψ. 900μ. στις πλαγιές του Μπαρμπάς, κοινότης Λεοντίου νομού Αχαϊας.  Στα 1928 είχε (Μαζαράκι) 3 κατοίκους, 1940 > 355, 1951 > 185, 1961 > 243, 1971 > 15, 1981 > 4, 1991 > 43, 2001 > 62.

Κάτω Μαζαράκι το, υψ.150μ. δήμου Ωλενίας νομού Αχαϊας.  Στα 1928 είχε [Βλέπε: Μαζαράκι, κοινότης Μαζαρακίου, κάτοικοι 1928 >891. (-)] 1940 > 650, 1951 > 959, 1961 > 892, 1971 > 676, 1981 > 888, 1991 > 850, 2001 > 960.

Λαπαναγοί, υψ. 700μ. στις πλαγιές του Παναχαϊκού δήμου Καλαβρύτων νομού Αχαΐας.  Στα 1928 είχε 395 κατοίκους, 1940 > 355, 1951 > 260, 1961 > 200, 1971 > 68, 1981 > 46, 1991 > 60, 2001 > 57

Λεόντιον (έως 1928 Γουργούμισα, έως 1940 Λεόντι) στις πλαγιές του Παναχαϊκού, κοινότης Λεοντίου νομού Αχαΐας.  Στα 1928 είχε 758 κατοίκους, 1040 > 793, 1951 > 667, 1961 > 664, 1971 > 506, 1981 > 410, 1991 > 333, 2001 > 373.   Λεόντιον το Αρχαία πόλη της Πελοποννήσου στον σημερινό νομό Αχαΐας, στην περιοχή του οικισμού Λεόντιον λείψανα αρχαίας οχυρώσεως.  «Στο Αρχαιολογικό μουσείο Πάτρας, φυλάσσονται και εκτίθενται ευρήματα από ανασκαφές, που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς σε διάφορες τοποθεσίες του νομού Αχαΐας και αφορούν την περίοδο από την προϊστορία έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους.  Μεταξύ άλλων εκτίθενται χάλκινα όπλα της υστερογεωμετρικής περιόδου από τη θέση Κιούπια των Καλαβρύτων και αντιπροσωπευτικά δείγματα κεραμικής, από το Λεόντιο, στις νοτιοδυτικές απολήξεις του Παναχαϊκού όρους, από τη Χαλανδρίτσα και αλλού».  (Κασβίκη Παναγιώτα, Μιχαλόπουλου Αριστείδη: Πληθυσμός, Ιστορία, Πολιτισμός ΔΟΜΗ, σ.311)

Γολέμι, υψ. 1.080μ. υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λεοντίου νομού Αχαΐας.  Στα 1928 είχε (-) κατοίκους, 1940 > (-), 1951 > (-), 1961 > (-), 1971 > (-), 1981 > 33, 1991 > 2, 2001 > 24

Πηγή (έως το 1971 Ζουμπάτα), υψ. 920μ. ακατοίκητος οικισμός, στις πλαγιές της κορυφής Στρογγυλό Βουνό του Παναχαϊκού όρους, υπάγεται διοικητικά στο δήμο Πατρέων.

Στο χ. Λαπαναγοί, μερική άποψη

(2)  Πεπελενίτσας μονή (Κοιμήσεως Θεοτόκου), υψ. 580μ. κοντά στον οικ. Κουνινά νομού Αχαΐας.  Η μονή Πεπελενίτσας, ήταν αρχικά κτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σελινούντα, όπου σήμερα σώζονται ερείπια. Ύστερα από την καταστροφή της όμως, από Αλβανούς το 1772, μετά τα Ορλοφικά, χτίστηκε ψηλότερα στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα η σημερινή μονή Πεπελενίτσας. Η πρώτη ονομαζόταν Ελπίς Απελπισμένων, βρισκόταν χαμηλότερα στην αριστερή όχθη του ποταμού Σελινούντος, στη θέση Παλιομονάστηρο, όπου σώζονται ερείπιά της.  Ως κτήτορες της πρώτης μονής αναφέρονται η μητέρα ή η αδελφή του κτήτορα της μονής Ταξιαρχών Αιγίου, Οσίου Λεοντίου ή η κόρη του δεσπότη της Αχαϊας Θωμά Παλαιολόγου. Η ονομασία Πεπελίτσα προήλθε από τη σλαβική λέξη πέπελ=τέφρα». Στα 1928 είχε 37 ανθρώπους, 1940 > 37, 1951 > 27, 1961 > 31, 1971 > 40, 1981 > 12, 1991 > 7.

Στη Ρακίτα

(3) «Το σημαντικότερο ρέμα της περιοχής είναι ο καθαυτό Σελινούντας, που πηγάζει πάνω από την Βλασία και που ενώνεται γρήγορα με το Διβουλαίϊκο και λίγο παρακάτω με το Μανεσαίϊκο και διασχίζει το στένωμα του Παναχαϊκού (Μπαρμπά) – Κλωκού, μέσα σ’ ένα θεαματικό κατάφυτο φαράγγι. Ο Σελινούντας χωρίζει στα δύο την περιοχή μας: στα ανατολικά η Κρανιά και στα δυτικά η άμορφη λοφοσειρά των Νεζερών, τριγυρισμένη από χωριά, χωράφια και μικρούς αγροτικούς οικισμούς. Η Κρανιά κορυφώνεται στα 1.304μ. και φτιάχνει μια μικρή ομαλή κορυφογραμμή, στο μεγαλύτερο μέρος της σκεπασμένη με χρυσά δάση βελανιδιών. Στο βόρειο άκρο της κορυφογραμμής πέφτει πάνω από το ποτάμι ένα εντυπωσιακό κροκαλοπαγές ντουβάρι και πάνω στην πιο ψηλή κορφή του φωλιάζει το μοναστήρι της Παναγιάς της Μακελαριάς. Το μοναστήρι θεμελιώθηκε το 532, επί Ιουστινιανού και πήρε την τελική του μορφή το 1805. Παλιότερα λεγόταν Παναγιά ή Λιθαστρωτίτισσα, εξ αιτίας της θέσης του, αλλά μετά από έναν αλληλοσκοτωμό Τούρκων, που διαφώνησαν για την τύχη του πήρε τ’ όνομα Μακελαριά. Κάτω από το μοναστήρι, το ποτάμι δρασκελίζεται από ένα μικρό πέτρινο γεφύρι, που παρ’ όλα τα 200 τόσα χρόνια του (χτίστηκε το 1783) στέκεται θαλερό σαν την αιωνιότητα δίπλα στον τσιμεντένιο συμπέθερο, που του φορτώσανε. Το σημείο λέγεται Γυφτοπήδημα σ’ ανάμνηση της επίδοσης ενός γύφτου που, κάποτε που τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι, έδωσε μια και πήδηξε δίνοντας όνομα στον πόρο και ζωή σε λόγου του. Το μονοπάτι που έρχεται από τους Λαπαναγούς, περνάει το γεφύρι και ανηφορίζει προς το μοναστήρι, είναι ο παλιός μουλαρόδρομος που ένωνε τα Καλάβρυτα με την Πάτρα. Απ’ εδώ πέρναγαν τα καραβάνια των ζώων, που κουβάλαγαν τα αγαθά και τα νέα του έξω κόσμου στους βουνίσιους και τους έπαιρναν τον καρπό, το τυρί και τα μυαλά. Κι ο Ιμπραήμ με το στρατό του απ’ αυτό το δρόμο ανέβηκε για να πατήσει τα Καλάβρυτα. Λένε μάλιστα, πως κοιμήθηκε στη βρύση του Δεσπότη (λίγο πάνω από το μοναστήρι) και πως ξύπνησε μόνο χάρη στη δειλία του Νενέκου που τιμωρήθηκε υστερότερα απ’ τους Ρωμιούς. Τα σπουδαιότερα χωριά της περιοχής είναι οι δυο Μποντιάδες. Ήσυχα φθίνουν στ’ ανατολικά οι Λαπάτες, το Τρεχλό και τα άλλα μικρά αγροτικά χωριά». (Τ. Αδαμακόπουλος Π. Ματσούκα Β. Χατζηβαρσάνης1988:133)

Απ’ τη Ρακίτα ανεβαίνοντας στον Μπαρμπά και πίσω ο όγκος του Κλωκού

(4)  Μονή Μακελλαριάς, «στη δεξιά όχθη του ποταμού Σελινούντα βρίσκεται ή βυζαντινή μονή Μακελλαριάς, που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου.  Σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε το 532 και κτήτοράς της θεωρείται ο στρατηγός του Ιουστινιανού Βελισάριος.  Το αρχικό μοναστήρι ήταν χτισμένο κάτω από τον βράχο, όπου βρίσκεται σήμερα η μονή και ήταν γνωστό με την ονομασία Παναγιά ή Λιθαριώτισσα.  Η κατοπινή ονομασία της συσχετίζεται με την σφαγή των στασιαστών του Νίκα από τον Βελισάριο ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, με άλλη σφαγή από Τούρκους (από το σφαγείο=μακελειό).  Το καθολικό του μοναστηριού συνθέτουν δύο μικρές μονόχωρες εκκλησίες, η μία του 1840 και η άλλη αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα, του 16ου αι.  Το μοναστήρι καταστράφηκε από τους Τούρκους και αναστηλώθηκε το 1784.  Σο μουσείο του φυλάσσονται πολύτιμα κειμήλια, όπως λειψανοθήκες, ξυλόγλυπτοι σταυροί του 16ου αι., επίχρυσα και ασημένια ευαγγέλια, αλλά και εκκλησιαστικά και λειτουργικά σκεύη, χρυσοκεντημένα άμφια, φορητές εικόνες του 16ου και του 17ου αι., όπλα και στολές αγωνιστών του 1821 κ.ά.»  (Κασβίκη Παναγιώτα, Μιχαλόπουλος Αριστείδης, ΔΟΜΗ, νομός Αχαϊας, σ.336,7)

Ανεβαίνοντας στο βουνό, μια ευχάριστη συνάντηση!

(5)  «Στην Ζουμπάτα (Πηγή) ήταν γεννημένος ο Δημήτριος Νενέκος, ο αγωνιστής του 1821, που διετέλεσε αρχικά οπλαργηγός του πρόκριτου της Πάτρας Μπενιζέλου Ρούφου, αφού προηγουμένως είχε δολοφονήσει τους αντίζηλους του οπλαρχηγούς Σπανοκυριάκο και Σαγιά.  Συμμετείχε στις πολιορκίες της Πάτρας και του Μεσολογγίου, όπου και διακρίθηκε.  Ωστόσο, μετά την άλωση του Μεσολογγίου άρχισε τις επαφές με τον Ιμπραήμ, ο οποίος του παραχώρησε ορισμένα προνόμια και τελικά ο Νενέκος προσκύνησε το 1826.  Το 1827 συμμετείχε ως επικεφαλής του σώματος των προσκυνημένων στη μάχη του Τσετσεβά με τον Ντελή Αχμέτ εναντίον των Ελλήνων, όπου ηττήθηκαν τα ελληνικά στρατεύματα.  Έλαβε επίσης, μέρος στις τουρκικές εκστρατείες του Μεγάλου Σπηλαίου, στη Δίβρη, στην Ηλεία κ.ά.  Ο Ιμπραήμ τον τίμησε με τον τίτλο του Μπέη για τις υπηρεσίες του.  Το 1828 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αρχιστράτηγος των δυνάμεων της Πελοποννήσου τότε, τον επικήρυξε και ανέθεσε στον Σαγιά (συμπατριώτη και συγγενή του Νενέκου) την εκτέλεσή του, η οποία έλαβε χώρα τους πρώτους μήνες του 1828».  (Κασβίκη Παναγιώτα, Μιχαλόπουλου Αριστείδη νομός Αχαϊας, σ.415)

Ο Ερύμανθος, από την κορυφή του Μπαρμπά, 1.613μ.

(6)  Ρακίτα Αιγίου

«Ανάμεσα στις ωραίες παραθεριστικές τοποθεσίες του νομού Αχαΐας σπουδαία θέση κατέχει και η Ρακίτα.  Για την ετυμολογία της λέξης Ρακίτα υπάρχουν οι ακόλουθες εκδοχές: Οι κάτοικοί της υποστηρίζουν ότι ετυμολογείται από το ρακί.  Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει είδος θάμνου, και είναι όνομα, όπως λέμε σήμερα Λεμονιά, Τριανταφυλλιά.  Η λέξη είναι βουλγαρική και σημαίνει λιβάδι με σπαρτά.  Επικρατέστερη είναι αυτή που προέρχεται από την αλβανική.  Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως αξιόλογα ευρήματα και μαρτυρείται η ύπαρξη ζωής στην περιοχή αυτή από αρχαιοτάτων χρόνων.  Στη θέση Αχνάρι κατά τη διάνοιξη δρόμου βρέθηκαν αρκετά ευρήματα Μυκηναϊκής, Γεωμετρικής και Κλασσικής εποχής.  Αργότερα αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως οικισμό και ιερό που χρονολογείται από τον 8ο π.Χ. αιώνα, δηλαδή στους ιστορικούς χρόνους.  Διατηρήθηκαν από τον 8ο π.Χ. αιώνα έως τον 3ο μ.Χ. αιώνα.  Στη Ρακίτα έχει βρεθεί ακόμη η αρχαιότερη επιγραφή της Αχαϊκής γης.  Στη Ρακίτα βρίσκονταν οι Κορίνθιοι κατά την μάχη του Άη Γιάννη Τσετσεβών στις 17 Ιουλίου 1827 εναντίον των στρατευμάτων του Ιμπραήμ.  Στη νεότερη ιστορία μας, η Ρακίτα υπήρξε το καταφύγιο των ανταρτών κατά την Εθνική Αντίσταση 1941-1944.  Ήταν πραγματική φωλιά και απ’ εδώ έκαναν τις εξορμήσεις τους.  Στην περιοχή αυτή έκαναν τις ρίψεις κιβωτίων με οπλισμό και λίρες οι σύμμαχοι (1942-44).  Απ’ την Ρακίτα πολλοί εγκαταστάθηκαν στο Κάτω Μαζαράκι».  (Τρακαδά Α.Περικλή:115-118)

Στο βιβλίο του Πάνου Θεοδωρίδη1994: Το ηχομυθιστόρημα του Καπετάν Άγρα, σ.27, εκδ. Κέδρος, βρήκα μια αναφορά στη λέξη Ρακίτα «-Πως το λένε αυτό το δενδράκι; -Δεν έχεις ξαναδεί; Ρακίτα». 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

  • Αχαϊα-Ηλεία1973:Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήναι,
  • Κανελλόπουλου Γ.Δ.1973: Μακελλαριά, το ιστορικό μοναστήρι του Βελισσαρίου, Αθήνα
  • Παπαγεωργίου Γ. Θεόδωρου1975: Η ιστορία της Κουνινάς
  • T. Αδαμακόπουλου, Π. Ματσούκα, Β. Χατζηβαρσάνη1988: Τα βουνά του Μωρηά, εκδ. Πιτσιλός
  • Τσίπηρα Κώστα1997:Στα Ελληνικά βουνά (Γ’ μέρος) 50+1 άγνωστες πεζοπορικές και ορειβατικές διαδρομές, σειρά: Πεζοπορία – ορειβασία, κεφ.50ή διαδρομή: Trekking στο Παναχαϊκό, σ.265-268, εκδ. «Νέα Σύνορα» Α.Α. Λιβάνη
  • Σωτηρόπουλου Λεωνίδα1999: Ανθρωπολογικές Ταξιδιωτικές Σημειώσεις, εκδ. Αχαϊκές εκδόσεις
  • Μανιατέα Ηλία, Γιάννη Τεγόπουλου (Εκδ.): Νομός Αχαϊας Πελοπόννησος, Νο 5, σειρά Ελλάδα, εκδ. «ΔΟΜΗ» Α.Ε. ειδική προσφορά της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ
  • Οδικός και περιηγητικός Άτλας2009: Πελοπόννησος κλίμακας 1:50.000, Εκδ. Anavasi
  • Χριστόπουλου Βασίλη: Αχαΐα, σειρά: Ελληνική παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, εκδ. Εκδοτικός οίκος «Μέλισσα»
  • Τρακαδά Α. Περικλή: Περιήγηση στο νομό Αχαϊας, εκδ. Αχαϊκές εκδόσεις
  • Νέζη Νίκου2010: Τα Ελληνικά βουνά γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2 Ηπειρωτική Ελλάδα (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη), έλδ. Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας Αναρρίχησης – Κληροδότημα Αθ. Λευκαδίτη
  • Λουλούδη Η.Θεόδωρου2010: Αχαΐα. Οικισμοί, οικιστές, αυτοδιοίκηση, Νομαρχιακή Επιχείρηση Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ν.Α. Αχαΐας, Πάτρα
  • Σταματελάτου Μιχαήλ Βάμβα Σταματελάτου Φωτεινή2012: Γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδας, τόμοι Α.Β.Γ. εκδ. για αυτή την έκδοση Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
  • Gerztos kostas2020:«Ρωμανός» το Πανόραμα της Πάτρας, Βίντεο της Ρακίτας στην ορεινή Αχαΐα από drone (διαδίκτυο)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s